Μέχρι και τον τελευταίο, οι επαγγελματίες είναι χρεωμένοι στις τράπεζες
«Βογκάει ο κόσμος», λέει η Ευθυμία Τάμπαρη. Η ίδια διατηρεί καφετέρια στο κέντρο της Νάουσας και ξεπληρώνει ακόμα τα δάνεια από την προηγούμενη επιχείρηση. «Το πιο μικρό μαγαζί στην πόλη χρωστάει στις τράπεζες δέκα με δεκαπέντε εκατομμύρια τουλάχιστον. Κάποτε, όταν πλήρωναν τα εργοστάσια, γίνονταν πανικός στα μαγαζιά. Τώρα νέκρα. Εχω τρία παιδιά και τα παροτρύνω να φύγουν. Αγαπούν τον τόπο τους, αλλά εδώ δεν έχουν μέλλον...».
Η Ε. Κυριακίδου δούλευε στη «Βέτλανς» μέχρι και το 1990, που έβαλε λουκέτο. Η ίδια και ο άντρας της βρέθηκαν άνεργοι για τέσσερα χρόνια, ύστερα από μια εικοσαετία δουλιάς στο εργοστάσιο. Σήμερα έχει κατάστημα στη Νάουσα. «Ξανάρθανε τα τεφτέρια. Εχω πελάτες που χρωστάνε από το φθινόπωρο. Αν έλεγε σήμερα η ΔΕΗ να κλείσει το ρεύμα σε όσους χρωστάνε, θα βούλιαζε στο σκοτάδι ο μισός νομός. Η νεολαία εξαφανίστηκε. Κι αυτοί που έμειναν, είναι άνεργοι και ανασφάλιστοι».
Το ίδιο και στην Εδεσσα. «Μέσα σε μια δεκαετία, μειώθηκαν τα καταστήματα, από 400 σε 300. Τότε απασχολούσαν 250 άτομα προσωπικό, σήμερα ούτε τα 30. Η ανεργία, τα προβλήματα στην αγροτιά έχουν άμεση επίπτωση στο δικό μας εισόδημα», αναφέρει ο Γ. Καρανίκας, πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου. Τα κλειστά καταστήματα θα ήταν περισσότερα. Ομως, με τα προγράμματα δήθεν στήριξης, εμφανίζεται το φαινόμενο να παίρνουν κάποιοι την επιδότηση, να ανοίγουν μαγαζί και στη συνέχεια μετά από 1- 2 χρόνια, αφού διαπιστώσουν ότι δε βγάζουν ούτε μεροκάματο, να το κλείνουν. Και όσοι καταφέρνουν ακόμη να επιβιώνουν, καθημερινά πρέπει να παλεύουν με τα μεγάλα πολυκαταστήματα, που μέσα σε λίγα χρόνια πήραν το 50% του τζίρου της αγοράς. Προσπαθούν να επιβιώσουν από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, το ωράριο λειτουργίας που είναι προσαρμοσμένο στα μέτρα των μεγάλων. Γνωρίζουν, όμως, πως η πολιτική στήριξης των μικρομεσαίων που πολυδιαφημίζει η κυβέρνηση δεν αφορά τους χιλιάδες μικροεπαγγελματίες που δουλεύουν από το πρωί μέχρι το βράδυ για ένα μεροκάματο.