Οι άνθρωποι που τους πόναγε η Ιστορία
Κυριακή 1 Ιούνη 2003

Γρηγοριάδης Κώστας

Ηταν ένα τριώροφο μακρινάρι, μια μεγάλη πόρτα στη μέση που τώρα έχασκε έρμη και σκοτεινή. Από πάνω τρεις σειρές παράθυρα. Δηλαδή, οι τρύπες τους πια, κάπου κάπου τα κουφώματα, ακόμα πιο σπάνια ό,τι είχε απομείνει από τα παραθυρόφυλλα. Τζάμι πουθενά, όλα είχαν γίνει θρύψαλα. Σε ορισμένα οι άνθρωποι, πριν να φύγουν, είχαν καρφώσει κομμάτια από μαύρο χοντρό πλαστικό, που τώρα ξεσκισμένα από τον άνεμο χτύπαγαν μ' έναν ήχο που ακουγόταν σαν ειρωνικό χειροκρότημα. Η εξωτερική επιφάνεια των τοίχων ήταν γεμάτη τρύπες, οι σοβάδες είχαν τόπους - τόπους γκρεμιστεί. Σε κάποιο μέρος μια μεγάλη τρύπα είχε διαπεράσει ολόκληρο το πάχος του τοίχου, γύρω γύρω τα τούβλα μαυρισμένα, καψαλισμένα. Από τις τρύπες, από τα σπασμένα παράθυρα, από την εξώπορτα που έχασκε αναδυόταν μια εφιαλτική σιωπή.

Θυμάμαι που φύγαμε από αυτό το σπίτι. Με κρατούσε ο πατέρας από το χέρι. Δεν καταλάβαινα τι ακριβώς γινόταν, πάντως φοβόμουν πολύ. Τα πόδια μου είχαν πονέσει από το περπάτημα, καθώς ο πατέρας με τραβούσε, σχεδόν, για να φύγουμε γρήγορα. Θυμάμαι είχε ρίξει ένα παράταιρο σακάκι πάνω από τα ρούχα του και στον ώμο του τυλιγμένες κουβέρτες ένα ρολό. Δε σήκωνε το βλέμμα του από το χώμα κι ολόκληρο το πρόσωπό του έσταζε ανείπωτη πίκρα. Νομίζω, πονούσε πολύ. Είχαμε βγει αρκετά από την πόλη. Σ' ένα μέρος που δεν ήξερα, σταματήσαμε κάτω από κάποια δέντρα. Να θυμάσαι, στις πέντε χαρουπιές, μου είπε. Απίθωσε κάτω το δέμα με τις κουβέρτες, έψαξε βρήκε ένα ξύλο κι άρχισε να σκάβει το χώμα. Σκάλιζε, σκάλιζε κάτω, πάλευε να φτιάξει ένα λάκκο. Το πάνω χώμα ήταν πιο αφράτο, κάτω ήταν πιο σκληρό. Αλλαξε το ξύλο με πέτρα, αλλά η δουλιά του δεν προχωρούσε. Στο τέλος άρχισε να σκάβει με τα δάχτυλα και με τα νύχια του. Το χώμα μαλάκωνε απ' τα δάκρυα που τρέχαν τα μάτια του. Τα χέρια του είχαν ματώσει, αλλά δεν ήταν αυτά που τον πονούσαν. Τέλος τα κατάφερε. Οταν η τρύπα έφτασε το μέγεθος που αυτός είχε στο νου του, ξετύλιξε τις δυο κουβέρτες. Τότε κατάλαβα ότι μέσα ήταν τυλιγμένος ο μικρός μας, το αδερφάκι μου, ασάλευτο, κρύο και μαυρισμένο. Ο πατέρας το έβαλε μέσα, μετά σώρεψε το χώμα επάνω του. Καταλάβαινα, αλλά όχι καλά. Μόνο έβλεπα τον πατέρα. Τα μάγουλά του είχαν ρουφηχτεί, οι άκρες των χειλιών του είχαν τραβηχτεί προς τα κάτω, έλεγες θ' αγγίξουν το χώμα. Τα μάτια του κόκκινα, ερεθισμένα, στάζανε όχι πια δάκρυα αλλά φαρμάκι. Είχε πάρει να βραδιάζει. Μείναμε σιωπηλοί ώσπου σκοτείνιασε. Τότε ο πατέρας με τύλιξε στις κουβέρτες, τυλίχτηκε κι αυτός και ξαπλώσαμε λίγο πιο πέρα από το αδερφάκι μου, κάτω από τις χαρουπιές. Αυτά όλα έγιναν ακριβώς έτσι. Το μόνο που μπερδεύω μέσα μου είναι αν ήμουν εγώ το παιδί ή αν ήμουν ο πατέρας. Ισως ακόμα να ήμουν εγώ το μικρότερο αδερφάκι μου που βάλαμε στο χώμα, αλλά γι' αυτό έχω μεγάλη αμφιβολία.

Η επιστημονική κοινότητα βρισκόταν από μερικές εβδομάδες σε αναβρασμό. Στην αρχή είχε θεωρηθεί ότι επρόκειτο για ένα καπρίτσιο ή έστω για κάποιο ελαφρύ ψυχιατρικό περιστατικό. Κανείς δεν έδωσε σημασία. Οταν όμως αυτός άρχισε να μιλά στους συναδέλφους του στη δουλιά, να τους απασχολεί και να τους ξεσηκώνει, είπαν να τον διώξουν. Αλλά και πάλι, γιατί να πληρώνουν αποζημιώσεις; Ετσι ζήτησαν και πέτυχαν αναγκαστική ψυχιατρική εξέταση. Τον έκλεισαν στο ψυχιατρείο δύο εβδομάδες για παρακολούθηση. Του κάνανε πολλές συζητήσεις και όλα τα τεστ, τον εξετάσανε ξανά και ξανά, δε βρήκανε τίποτα. Είχε πλήρη προσανατολισμό σε τόπο και χρόνο, η αντίληψη τού περιβάλλοντος ήταν σωστή και οι απαντήσεις του προβλέψιμες. Ακουσαν όμως τις ιστορίες του κι είδανε τις κρίσεις του με τον έντονο πόνο, το φόβο που έφτανε σε πανικό, πριν να καταλήξει σε μιαν απέραντη θλίψη. Αυτό το παράδοξο, αυτή η ανεξήγητη αντιφατικότητα των στοιχείων υποχρέωσε τους γιατρούς να τον στείλουν στο Πανεπιστήμιο για νευροφυσιολογική διερεύνηση. Εκαναν κι εκεί ξανά και ξανά διάφορα ψυχολογικά τεστ, του πήραν και νέες συνεντεύξεις, παρακολούθησαν τις αντιδράσεις του χωρίς να το ξέρει. Του πήρανε αίματα και υγρό από τη σπονδυλική στήλη, του κάνανε εγκεφαλογραφήματα και αξονικές και μαγνητικές τομογραφίες. Στείλανε αίμα του για πολύπλοκες και εξειδικευμένες εξετάσεις, για ιχνοστοιχεία και για δείκτες φλεγμονής, για ενδορφίνες, για ανοσολογικές εξετάσεις, για ενζυμικές αναλύσεις και πολυμορφικά συστήματα του ορού, για γενετικούς προσδιορισμούς και DNA. Βρέθηκαν όλα καλά, εκτός από κάποιους δείκτες την ώρα των κρίσεων, που έδειχναν ότι, πραγματικά, ο άνθρωπος αυτός πονούσε και πονούσε πολύ. Σκέφτηκαν να του δώσουν ένα συνδυασμό κατασταλτικών και αντικαταθλιπτικών και να τον διώξουν, συστήνοντας ένα καλό παθολογικό έλεγχο. Ηταν έτοιμοι να τον βγάλουν, όταν αρρώστησε ο νοσοκόμος.

Θυμάμαι που φεύγαμε φάλαγγα ατελείωτη ακολουθώντας το δημόσιο δρόμο. Κάποιοι που ξέρανε είπαν να μη πάμε ούτε από μονοπάτια, ούτε από χωματόδρομους, ούτε από δασωμένα μέρη. Οι χωματόδρομοι και οι δασικοί δρόμοι μπορεί να ήταν ναρκοθετημένοι από τους δικούς μας. Αλλά και γιατί θα μπορούσε να μας βομβαρδίσουν τ' αεροπλάνα των εισβολέων, χρεώνοντάς μας - τάχα - ως κίνηση στρατευμάτων. Ατέλειωτο ξεδιπλωνόταν το ανθρώπινο κοπάδι που σερνόταν στην γκριζόμαυρη άσφαλτο της δημοσιάς. Είμαστε μια θλιβερή συνοδεία. Σαραβαλιασμένα ημιφορτηγά, στην καρότσα τους φορτωμένοι άνθρωποι και ζώα: κότες με τα πόδια δεμένα για να μη ξεφύγουν, σκυλιά, μπόγοι και δέματα κι ανάμεσά τους οι τρομαγμένοι φυγάδες. Μεσήλικοι ποδηλάτες κύλαγαν στις άκρες του δρόμου, που ήταν και άκρες της φάλαγγας. Κάρα βαρυφορτωμένα, που έσερναν εξαντλημένα άλογα και μουλάρια. Δεν ήξερα ότι είχαν απομείνει τέτοια ζώα και τέτοια οχήματα. Κι από κοντά οι πεζοπόροι. Γριές με ξέπλεκα τ' άσπρα τους μαλλιά, μανάδες με παιδιά στα χέρια, γέροντες με μπαστούνια, ανάπηροι με πατερίτσες, καθένας κι από ένα δέμα μικρό ή μεγαλύτερο, σακούλια, χαρτόκουτα ή μικρές βαλίτσες στα χέρια. Με αλλαξιές, με παπούτσια, με τρόφιμα ή άλλα αναγκαία. Εγώ κρατούσα στο ένα μου χέρι το κλουβάκι με το καναρίνι μας. Από το άλλο χέρι με κρατούσε η μάνα μου, με τράβαγε, εγώ καθυστερούσα, τα πόδια μου είχαν πιαστεί, η ανάσα μου είχε πιαστεί, η καρδιά μου είχε πιαστεί, ο αέρας δε μου έφτανε, αλλά προχωρούσαμε. Και η μάνα μου λαχανιασμένη κι αυτή, στο άλλο χέρι κρατούσε ένα μπόγο. Το στόμα της ξερό, στεγνό, αν κύλαγε από κει μια λέξη θα το πλήγωνε, θα το πόναγε, θα το μάτωνε. Πρώτα νιώσαμε τον ίσκιο του να μας πλακώνει, μετά το ακούσαμε, έτσι γίνεται με τα υπερηχητικά. Είδαμε τις μπόμπες καθώς πέφτανε στη φάλαγγα. Η μάνα μου πρόλαβε, μ' έριξε κάτω και ξάπλωσε πάνω μου. Ακόμα θυμάμαι τον πόνο που ένιωσα καθώς τα πυρωμένα θραύσματα καρφώνονταν στο κορμί της. Χάθηκαν πολλοί. Κραυγές, ουρλιαχτά, βογκητά, φωνές απελπισίας, βλαστήμιες, κατάρες, επικλήσεις στο θεό, τίποτα όμως δεν πόνεσε τα τύμπανα των αυτιών μου περισσότερο από την εκκωφαντική σιωπή του θανάτου. Με βρήκανε ώρες μετά, ζωντανό, κι απορούσανε πώς ζούσα. Οταν με γδύσανε είδανε πως δεν είχα ούτε γρατσουνιά και τότε κατάλαβαν πως το αίμα που με είχε ποτίσει δεν ήταν το δικό μου. Δικός μου ήταν ο πόνος, που μου έμεινε από τότε, που τον νιώθω πολλές φορές την ημέρα, κάθε μέρα και τις νύχτες, κάθε νύχτα, καθώς τα πυρωμένα θραύσματα από τις μπόμπες καρφώνονται στο κορμί μου.

Ο εφημερεύων φώναξε τον επιμελητή. Εκείνος ξανάρχισε να παίρνει ιστορικό κι άκουσε την ίδια ή μια παραπλήσια ιστορία. Εξέτασε το νοσοκόμο. Το πρόσωπό του σε σύσπαση, κόμποι ιδρώτα στο μέτωπο, σφυγμός αδύνατος, ταχύς. Κάνανε παθολογική εξέταση, καρδιογράφημα, βγάλανε ακτινογραφία, πήρανε αίματα. Τον κράτησαν μέσα, έκτακτη εισαγωγή. Φώναξαν τη γυναίκα του να καθίσει κοντά του. Την άλλη μέρα τον είδε ο καθηγητής. Αρχισαν και σ' αυτόν εξετάσεις, ψυχολογικά τεστ και ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα, αξονικές και μαγνητικές τομογραφίες, είδανε το βυθό των ματιών. Ελέγξανε την κινητικότητα και την αισθητικότητα των νεύρων, του ψάξανε για τα πιο απίθανα πράγματα το αίμα, τα ούρα, το σάλιο, τον ιδρώτα, το υγρό από τη σπονδυλική στήλη, το μεδούλι από τα κόκαλά του. Μ' αυτά και μ' αυτά πέρασαν πέντε, οχτώ, δέκα μέρες. Συζητήσανε το πρόβλημα όλοι οι γιατροί του νοσοκομείου, φώναξαν για συμβούλιο και άλλους μεγάλους και αναγνωρισμένους γιατρούς. Δε βγάλανε άκρη. Αργά το μεσημέρι ο καθηγητής φώναξε τη γυναίκα του να την ενημερώσει για το αδιέξοδο.

Ζεστό απόγευμα, ο ήλιος δεν είχε ακόμα βασιλέψει. Παίζαμε στη συστάδα των δέντρων που απλωνόταν, μακριά και στενή λουρίδα γης, μπροστά από τα συγκροτήματα των κατοικιών. Είμαστε πολλά παιδιά μαζεμένα, γνωστά από τη γειτονιά και το σχολείο, κορίτσια κι αγόρια, μεγαλύτερα και μικρότερα. Ιδρωμένα από το παιγνίδι, βραχνιασμένα από τις φωνές, τ' αγόρια παίζανε μπάλα. Κάποια κορίτσια είχαν καθίσει στα σιδερένια παγκάκια που ήταν τοποθετημένα κάτω από τα δέντρα του μικρού κήπου, ανάμεσα στους αειθαλείς θάμνους. Βλέπανε τ' αγόρια που έπαιζαν μπάλα, ή ξεκουράζονταν από τα δικά τους παιγνίδια ή κουβέντιαζαν πράγματα ανάλαφρα, που δεν είχανε σχέση μ' εκείνα τα οδυνηρά που ζούσαμε τις μέρες εκείνες. Κάποια άλλα κορίτσια, παίζαμε ακόμα. Θα μπαίναμε στα σπίτια μας μόλις έπαιρνε να σκοτεινιάσει, ή αν μας φώναζε η μάνα μας, ή αν ακούγαμε τη σειρήνα να χτυπάει. Και την ακούγαμε, όση φασαρία και να κάναμε, όσο απορροφημένοι κι αν είμαστε από τα παιγνίδια μας. Τότε μάλιστα δεν πηγαίναμε στο διαμέρισμα που μέναμε, αλλά κατευθείαν στα υπόγεια του συγκροτήματος που είχαν διαμορφωθεί πρόχειρα σε καταφύγιο. Αλλά ακόμα παίζαμε. Παίζαμε κρυφτό. Εγώ εκείνη την ώρα ήμουν κρυμμένη πίσω από ένα πυκνό θάμνο, στη σκιά του, κολλημένη στο έδαφος για να μη με βρουν, στο λακκάκι που είχαν σκάψει για να τον ποτίζουν. Δε χτύπησε η σειρήνα. Δεν ξέρω τι έγινε, πάντως σειρήνα δεν ακούστηκε. Μέχρι εκεί θυμάμαι. Μετά δεν ξέρω τι έγινε. Ωρες ώρες περνάνε από τα μάτια μου μαυρισμένα κορμιά, μαλλιά καμένα, πρόσωπα πρησμένα, κολλημένα στο κορμί τα χέρια, τα πόδια μαζεμένα προς την κοιλιά, παιδιά που την τελευταία τους στιγμή προσπάθησαν να ξαναγίνουν έμβρυα. Ολος ο πόνος της φωτιάς τσουρουφλίζει το μυαλό μου και τότε ουρλιάζω, ουρλιάζω, ουρλιάζω όπως οι γυναίκες που ξερίζωναν τα μαλλιά τους και σκίζανε τα μάγουλα, όπως οι άντρες που χτυπούσαν με τις γροθιές το κεφάλι και το στήθος τους. Και τραβώ τα μαλλιά μου και νυχιάζω τα μάγουλά και χτυπώ το κεφάλι μου. Και πονώ πολύ, όπως τότε, που τελειώνοντας την περισυλλογή των νεκρών παιδιών, με βρήκαν άφωνη κάτω από το καμένο φύλλωμα ενός θάμνου, ανάμεσα στα γυμνωμένα κλαδιά που σαν πρόκες φύτρωναν από το καψαλισμένο χώμα, με το μυαλό κενό, άδειο από γνώση, σκέψη και αίσθημα.

Ο καθηγητής την κοίταζε με τα μάτια ολάνοιχτα, μεγαλωμένα όσο και το ανοιγμένο του στόμα. Μίλησε σε κάποιο εσωτερικό τηλέφωνο. Δύο νοσοκόμοι, συνάδελφοι του άντρα της, την πήραν και την οδήγησαν στο θάλαμο που αυτός νοσηλευόταν. Μετά, φώναξε τους στενούς συνεργάτες του, τον διοικητικό διευθυντή, την επιτροπή λοιμώξεων. Εκείνο τον καιρό είχαν πέσει και άλλες επιδημίες, αρρώστιες καινούριες, μεταδοτικές, που ήξερες γι' αυτές όσα και ο μεσαιωνικός άνθρωπος για την πανούκλα. Αρρώστιες που κάθε γνώση γι' αυτές στηριζόταν στον πόνο και το θάνατο. Υποθέσανε και τώρα κάποια καινούρια επιδημία. Τους έπιασε πανικός. Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ο καθηγητής, ο διευθυντής και η πρόεδρος της επιτροπής λοιμώξεων πήγαν στην αρμόδια επιτροπή του υπουργείου. Λίγο μετά είδαν τον γενικό γραμματέα, μετά τον ίδιο τον υπουργό. Ακολούθησε σύσκεψη αρμοδίων. Ενημερώθηκε ο πρωθυπουργός. Εγιναν και νέες συσκέψεις. Οι άρρωστοι απομονώθηκαν σε ειδικούς θαλάμους. Για μεγαλύτερη ασφάλεια απομονώθηκαν και όσοι ήρθαν σε επαφή μαζί τους. Δηλαδή όλο το νοσοκομείο. Ειδικές ένοπλες ομάδες τοποθετήθηκαν έξω από τη μάντρα του νοσοκομείου για να επιβλέπουν την τήρηση της καραντίνας. Μέσα στο νοσοκομείο κυκλοφορούσαν όλοι με γάντια, ειδικές μάσκες, προστατευτικά γυαλιά και σκούφους. Κάθε συζήτηση με τους αρρώστους, για την παρακολούθηση της εξέλιξής τους, γινόταν μέσα από ειδικά βιντεόφωνα που τοποθετήθηκαν σε ελάχιστο χρόνο. Οσοι έμπαιναν στους θαλάμους φορούσαν ειδικές ολόσωμες ελαστικές στολές με μάσκες που διέθεταν αυτοτελή αερισμό. Ο καθηγητής, κλεισμένος στο γραφείο του, ετοίμαζε μια περισπούδαστη ανακοίνωση για τη νέα επιδημική αρρώστια. Την ονόμασε «Οξύ διανοητικό σύνδρομο πόνου της ιστορίας» (ΟΔΣΠΙ). Της έφτιαξε μάλιστα και το διεθνές όνομα ως «Acute mental syndrome of the pain of History» (AMSPH). Οι Επιτροπές έφτιαχναν συνεχώς εγκυκλίους με ό,τι γνώσεις είχαν συγκεντρωθεί, για τη συνεχή ενημέρωση των υγειονομικών όλης της χώρας. Περιγράφανε τα συμπτώματα, τον τρόπο διάγνωσης, κυρίως όμως την επιτακτική ανάγκη απομόνωσης των υπόπτων για τη νόσο, και τα μέτρα που ήταν αναγκαία για να μη μολυνθούν όσοι έρχονταν σε επαφή μαζί τους. Οι Αρχές είχαν πανικοβληθεί. Ακολούθησαν απόρρητες εγκύκλιοι που τόνιζαν τους κινδύνους που εγκυμονούσε ένα τέτοιο νόσημα για την κοινωνική δομή και γενικά το Σύστημα. Οι άνθρωποι που ένιωθαν τον πόνο από τα γεγονότα της ιστορίας αποτελούσαν και από την άποψη αυτή έναν τεράστιο κίνδυνο. Μεσολάβησαν κάποιες εβδομάδες χωρίς νέα κρούσματα. Οι ειδικοί φρουροί έξω από τη μάντρα του νοσοκομείου άρχισαν να κουβεντιάζουν χαλαρά με τους απομονωμένους. Κάποιοι από το προσωπικό άρχισαν να βγάζουν τις μάσκες τους. Οι Επιτροπές έπαψαν να φτιάχνουν εγκυκλίους και έγγραφα. Και οι Αρχές είπανε πως πάει, πέρασε το κακό.

Λίγες μέρες μετά οι αναφορές για νέες περιπτώσεις άρχισαν να φτάνουν από ολόκληρη τη χώρα, μετά από γειτονικές χώρες, μετά από μακρινές χώρες. Η Ιστορία άρχισε να παίρνει την εκδίκησή της.


Του Γεράσιμου Α. ΡΗΓΑΤΟΥ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Χώμα από αίμα (2022-02-26 00:00:00.0)
Αγριος ξυλοδαρμός 17χρονου Αφγανού (2008-10-17 00:00:00.0)
Αϊ σιχτίρ, κερατάδες! (2005-08-10 00:00:00.0)
Ο αθλητής (2001-03-04 00:00:00.0)
Οι μαυρομάτες του Κοσμά... (1999-08-01 00:00:00.0)
Και πάλι στους δρόμους! (1998-03-01 00:00:00.0)