Για τα δυο κομμένα χέρια του!
Κυριακή 8 Ιούνη 2003

Φέρτε μου λέξεις, λοιπόν. Λέξεις να κυριολεκτούν. Λέξεις σκληρές, ατόφιες λέξεις γεμάτες συναισθήματα, για να μπορέσω να περιγράψω το γεγονός. Δεν είναι τόσο ο πόνος, όσο η πίκρα, το παράπονο, η οργή. Σιγά τώρα, μη λυπηθούμε έναν άνθρωπο με κομμένα χέρια. Εδώ έχουμε δει - κάθε στιγμή βλέπουμε - και χειρότερα. Ερείπια. Υποψίες ανθρώπων να σέρνονται πάνω στα πεζοδρόμια. Κοιλιές τρύπιες, κορμιά μολυσμένα. Πύον και αίματα από πληγές κακοφορμισμένες στην κοινή θέα. Και δίπλα το λερωμένο τασάκι να γυρεύει ένα πιάτο φαΐ. Περισσότερο για τα παιδιά, παρά για τον επαίτη.

Αν τώρα η περίπτωση της Υμηττού μού έφερε το αίμα στο κεφάλι, είναι γιατί ο άνθρωπος με τα κομμένα χέρια δεν επαιτούσε, χόρευε! Χόρευε με μια τέλεια αξιοπρέπεια, που έστελνε στο διάολο και ακόμα παραπέρα, όλους αυτούς τους κηφήνες, που μιλάνε για κράτος πρόνοιας, για ανθρώπινα δικαιώματα. Ολα αυτά τα κοράκια, που οργανώνουν «γκαλά» και επιδείξεις μόδας, κάνοντας, τάχα μου, κοινωνικό έργο. Ολες αυτές τις κάργιες, που αρμέγουν ποτάμια εργατικού ιδρώτα, δίνοντας για αντάλλαγμα, μαζί με το δήμαρχο και την μπάντα του, ένα πιάτο χυλό τα Χριστούγεννα και άλλο ένα το Πάσχα.

Στην Υμηττού, λοιπόν, ο Νουρέγιεφ της επαιτείας. Νουρέγιεφ γιατί δεν πάταγε στη γη, αλλά πέταγε. Νουρέγιεφ, γιατί δεν έβγαζε οίκτο, αλλά οργή. Νουρέγιεφ, γιατί σε κέρδιζε με τις άψογες κινήσεις του. Ο Νουρέγιεφ, λοιπόν, της επαιτείας κράταγε ανάμεσα στα, κομμένα πάνω από τους αγκώνες, χέρια του, ένα μαύρο ναυτικό καπέλο. Και μόλις το φανάρι γινότανε κόκκινο, πλησίαζε το παράθυρο. Δεν έλεγε τίποτα. Μόνο τέντωνε, όσο μπορούσε να τεντώσει, δέκα - δεκαπέντε πόντους, τα σακατεμένα χέρια, προς το μέρος σου. Και εσύ, «φτιαγμένος» ήδη με τις ειδήσεις που άκουγες στο ράδιο για το ξεπούλημα των «Ελληνικών Πετρελαίων» στον Λάτση, άνοιγες το στόμα σου έτοιμος να βρίσεις. Και να βλέπεις τα μάτια του. Δυο γαλαζοπράσινα πέλαγα. Το Ιόνιο, ας πούμε, και το Αιγαίο! Και ενώ είσαι αντίθετος στην επαιτεία, με θέση και άποψη, να βάνεις το χέρι σου ψάχνοντας την τσέπη σου. Και στη συνέχεια, χωρίς ούτε να σκεφτείς, ούτε και να τολμήσεις να μετρήσεις τι έπιασες, να αδειάζεις τα κέρματα στο καπέλο.

Ετσι τέλειωσε η πρώτη πράξη της όπερας. Με τον χορευτή να κάνει, αντί για «ευχαριστώ», μια βαθιά υπόκλιση. Και ύστερα, εκεί στο φανάρι της Υμηττού, λίγο πριν βγεις στη Βουλιαγμένης, να βλέπεις αυτόν τον γίγαντα, γίγαντα πάνω από 1.90, να γυρίζει με τα κομμένα σχεδόν απ' τη ρίζα χέρια του το καπέλο, και να αδειάζει τα βρώμικα ευρώ στο στόμα του! Και μετά ...με το δεξί κομμάτι χεριού που του απόμεινε, να συγκρατεί το καπέλο του, και με το άλλο κομμάτι χεριού του να «ανοίγει» το τσεπάκι από το πουκάμισό του και να φτύνει ένα - ένα τα χρήματα εκεί μέσα!

Τώρα, τι να πεις; Πώς να εξηγήσεις στη Συντακτική Επιτροπή, στον σύντροφο διευθυντή στο «Ριζοσπάστη», στους αναγνώστες, ότι μου τέλειωσαν όλες οι «καθώς πρέπει» λέξεις; Θέλω να βρίσω χυδαία. Με ό,τι ακατονόμαστο βάλει ο νους σας. Θέλω, μέχρι να γίνει η οργή επανάσταση, να προσθέσω καινούριες λέξεις στο λεξικό. Θέλω να βρω καινούρια επίθετα για να περιγράψω αυτήν την ξεφτίλα. Και μόνο για τον Νουρέγιεφ αξίζει η ανατροπή. Και μόνο για τα δυο κομμένα χέρια του αξίζει να τελειώνουμε με το σύστημα που εξευτελίζει τους ανθρώπους - ποιους ανθρώπους, τους γίγαντες πες καλύτερα - στα φανάρια.

Ελάτε, λοιπόν, να μετρήσουμε τις πληγές των φαναριών. Ελάτε να κουβεντιάσουμε για δημοκρατία. Να μιλήσουμε για ανθρώπινες αξίες. Για σεβασμό. Για κοινωνικά συστήματα.


Του
Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ