Η «μοιραία» αφορμή για την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Κυριακή 29 Ιούνη 2003

Ρώσοι στρατιώτεςστη μάχη του Τάννενμπουργκ πέφτουν νεκροί από βλήματα οβίδας
28 Ιουνίου του 1914. Στο Σεράγεβο δολοφονείται ο διάδοχος του θρόνου της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος και η σύζυγός του Σοφία Χότεκ. Το Σεράγεβο ήταν ο τελευταίος σταθμός μιας περιοδείας τους, στη διάρκεια της οποίας επιθεώρησαν μεγάλα γυμνάσια του αυστροουγγρικού στρατού στη Βοσνία. Τη δολοφονία τους πραγματοποίησε η σερβική εθνικιστική οργάνωση «Ελευθερία ή Θάνατος», γνωστή με το όνομα «Μαύρη Χειρ».

Το συγκεκριμένο γεγονός έμελλε να καταγραφεί στην ιστορία ως η αφορμή για την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που εξαπέλυσε ο ιμπεριαλιστικός συνασπισμός κρατών, με επικεφαλής τη Γερμανία, ενάντια στον ιμπεριαλιστικό συνασπισμό της Αντάντ.

Ας δούμε τις εξελίξεις μετά το μοιραίο γεγονός της δολοφονίας στο Σεράγεβο. Εδώ συνέβη το εξής περίεργο. Η Αυστροουγγαρία δεν αντιδρά αμέσως κατά της Σερβίας. Η αντίδρασή της εκφράζεται πολύ αργότερα, στις 23 Ιούλη, όταν επέδωσε στη Σερβία τελεσίγραφο με 10 όρους. Γιατί όμως αυτή η αργοπορία; Σ' αυτό το χρονικό διάστημα των 25 ημερών, η Αυστροουγγαρία συζητά με τη Γερμανία για το αν μπορεί να αξιοποιηθεί το γεγονός της δολοφονίας προκειμένου να αρχίσει ο πόλεμος. Και συμφωνούν ότι τώρα πρέπει να αρχίσει.

Η Σερβία, μετά από συνεννόηση με τη Ρωσία, δέχεται όλους τους όρους του τελεσιγράφου, εκτός από τον 5ο και 6ο, για τους οποίους ζήτησε διεθνή μεσολάβηση. Στις 25 Ιούλη, μισή ώρα πριν την εκπνοή του τελεσιγράφου, ο πρέσβης της Αυστροουγγαρίας εγκαταλείπει το Βελιγράδι, δηλώνοντας ότι μόνο η πλήρης και ανεπιφύλακτη αποδοχή των όρων του τελεσιγράφου θα γινόταν δεκτή. Στις 28 Ιούλη, η Βιέννη κηρύσσει τον πόλεμο στη Σερβία και η Γερμανία υποστηρίζει την Αυστροουγγαρία.

Ο θάνατος ενός στρατιώτη στο πεδίο της μάχης του Υπρ
Η Ρωσία, μετά την επίθεση της Αυστροουγγαρίας στη Σερβία, προχωράει σε επιστράτευση. Στις 31 Ιούλη, η Γερμανία επιδίδει εντελώς ξαφνικά τελεσίγραφο στη Ρωσία, απαιτώντας πλήρη αποστράτευση μέσα σε 12 ώρες. Με τη λήξη του τελεσιγράφου, στις 11 το πρωί της 1ης Αυγούστου 1914, η Γερμανία κηρύσσει πόλεμο στη Ρωσία.

Ο πόλεμος παίρνει διεθνείς διαστάσεις. Η Γερμανία επιτίθεται στρατιωτικά στο Λουξεμβούργο και, όταν το Βέλγιο αρνείται να δώσει άδεια περάσματος στο γερμανικό στρατό, εισβάλει και στο Βέλγιο και καταλαμβάνει, ενώ στις 3 Αυγούστου κηρύσσει τον πόλεμο και στη Γαλλία. Στις 4 Αυγούστου η Αγγλία κηρύσσει τον πόλεμο στη Γερμανία. Λίγες ημέρες μετά, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία κηρύσσουν πόλεμο στην Αυστροουγγαρία, ενώ στις 30 Οκτώβρη η Ρωσία κηρύσσει πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ακολουθούν ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στις 5 Νοέμβρη, η Γαλλία και η Βρετανία. Η Ιταλία, ενώ είχε συνάψει συμμαχία με τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία, δε θα μπει στον πόλεμο το 1914. Μπαίνει το Μάη του 1915, στο πλευρό της Αντάντ.

Ο πόλεμος γενικεύεται, γίνεται παγκόσμιος. Το 1915 αρχίζει να εξαπλώνεται και στα Βαλκάνια. Στις 6 Απρίλη 1917 θα πάρουν μέρος στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ, και οι ΗΠΑ.

Ο πόλεμος ήταν ιμπεριαλιστικός ανάμεσα στους δυο συνασπισμούς για το ξαναμοίρασμα του ήδη μοιρασμένου κόσμου, των αποικιών και σφαιρών επιρροής, για την τοποθέτηση κεφαλαίων και την υποδούλωση άλλων λαών. Συνολικά πήραν μέρος στο πλευρό της Γερμανίας 4 κράτη, ενώ με την Αντάντ βρέθηκαν 34 κράτη (μαζί και 4 βρετανικές κτήσεις και η αποικία της Ινδίας). Ο πόλεμος ήταν κατακτητικός και από τους δυο ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς. Για την εξαπόλυση του πολέμου υπεύθυνοι ήταν οι κυρίαρχες αστικές τάξεις όλων των κρατών. Τον ξεκίνησε όμως η αστική τάξη της Γερμανίας «... στην πιο ευνοϊκή, κατά τη γνώμη της, στιγμή, χρησιμοποιώντας τα τελευταία επιτεύγματά της σε πολεμικά τεχνικά μέσα και προλαμβάνοντας τους νέους εξοπλισμούς, που είχαν αποφασίσει να κάνουν η Ρωσία και η Γαλλία» (Λένιν Β. Ι., «Απαντα», 5η έκδ., τ. 26). Γι' αυτό και όταν διαβουλεύονταν με την Αυστροουγγαρία αποφάσισαν ότι ήταν η πλέον κατάλληλη στιγμή για την έναρξή του. Θεωρούσαν ότι είχαν υπεροπλία στους εξοπλισμούς.

Το στάδιο του ιμπεριαλισμού και οι αντιθέσεις του

Στο τέλος του 19ου αιώνα και αρχές του 20ού ο καπιταλισμός περνά στο ανώτατό του στάδιο, τον ιμπεριαλισμό. Κυριαρχούν τα μονοπώλια, το χρηματιστικό κεφάλαιο, ενώ η εξαγωγή κεφαλαίου αποκτά σημαντικότερη σημασία από την εξαγωγή εμπορευμάτων. Επομένως, για τα τότε ισχυρά καπιταλιστικά κράτη η κατάκτηση εδαφών για την εξαγωγή κεφαλαίων, η εξασφάλιση σφαιρών επιρροής και αγορών γίνεται πρωτεύον ζήτημα. Αλλωστε η εξασφάλιση πηγών πρώτων υλών και ενέργειας (πετρέλαιο) είναι ζήτημα στρατηγικής σημασίας, ενώ η μέσω εξαγωγής κεφαλαίων εξασφάλιση υπερκερδών ζήτημα πρωτεύον στην όξυνση του ανταγωνισμού, μεταξύ των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών και των μονοπωλίων τους.

Βεβαίως, σχεδόν ολόκληρος ο κόσμος ήταν ήδη μοιρασμένος ανάμεσα στα ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη, αφού είχαν κατακτήσει ξένα εδάφη, τα οποία μετέτρεψαν σε αποικιακές κτήσεις.

Ταυτόχρονα όμως έχει ενταθεί η ανισομετρία της οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης των χωρών. Τα κράτη που μπήκαν αργότερα από τα άλλα στο δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης (ΗΠΑ, Γερμανία, Ιαπωνία) είχαν γοργή ανάπτυξη και εκτόπιζαν από τις διεθνείς αγορές άλλες καπιταλιστικές χώρες όπως την Αγγλία και τη Γαλλία. Αυτή η γοργή ανάπτυξη έκανε επιτακτική την ανάγκη του κεφαλαίου για νέες μεγαλύτερες εδαφικές κτήσεις, γεγονός που σήμαινε ξαναμοίρασμα των αποικιών.

Βαθιές και οξυμένες ήταν οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις ανάμεσα στη Γερμανία και την Αγγλία. Τα ιδιαίτερα συμφέροντα των κεφαλαίων, τα οποία υπηρετούσαν οι κυβερνήσεις τους, συγκρούονταν σε πολλές περιοχές του πλανήτη και ιδιαίτερα στην Αφρική, την Ανατολική Ασία και τη Μέση Ανατολή. Σ' αυτή την περιοχή, λόγω των πετρελαίων της Μοσσούλης, κυρίως, έστρεψε την εμπορική και αποικιακή του επέκταση ο γερμανικός ιμπεριαλισμός. Σοβαρές ανησυχίες στην Αγγλία προκάλεσε η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής της Βαγδάτης, που άνοιγε στη Γερμανία το δρόμο διά των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας προς τον Περσικό Κόλπο και της εξασφάλιζε σημαντικές θέσεις στην Εγγύς Ανατολή. Γεγονός που απειλούσε τις θαλάσσιες και κατά ξηρά συγκοινωνίες της Αγγλίας με την Ινδία, που ήταν η μεγαλύτερη και βασική αποικιακή κτήση της. Επίσης τα πετρέλαια της Μεσοποταμίας (Ιράκ) ήταν κίνητρο όξυνσης των μεταξύ τους αντιθέσεων.

Οι αντιθέσεις επίσης μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας ήταν οξύτατες, αφού οι Γάλλοι καπιταλιστές επεδίωκαν να επανακτήσουν τα εδάφη της Αλσατίας και της Λωραίνης, που είχαν κατακτήσει οι Γερμανοί στο γαλλοπρωσσικό πόλεμο του 1870-71. Τα συμφέροντα της Γαλλίας και της Γερμανίας συγκρούονταν και στο ζήτημα του μοιράσματος εδαφών. Οι προσπάθειες της Γαλλίας να πάρει το Μαρόκο συναντούσαν την αποφασιστική αντίσταση της Γερμανίας, πού επίσης είχε αξιώσεις γι' αυτά τα εδάφη.

Από τα τέλη του 19ου αιώνα μεγάλωναν και οι ρωσογερμανικές αντιθέσεις. Η επεκτατική πολιτική του γερμανικού ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή, οι προσπάθειές του να θέσει υπό τον έλεγχό του την Τουρκία, έθιγαν τα οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας. Στην τελωνειακή της πολιτική, η Γερμανία προσπαθούσε με υψηλούς δασμούς να περιορίσει την εισαγωγή δημητριακών από τη Ρωσία και ταυτόχρονα να εξασφαλίσει την ελεύθερη διείσδυση στη ρωσική αγορά των γερμανικών βιομηχανικών προϊόντων. Βαθιές αντιθέσεις υπήρχαν μεταξύ Ρωσίας και Αυστροουγγαρίας στα Βαλκάνια. Βασική αιτία ήταν η επεκτατική πολιτική των Αψβούργων, που κυριαρχούσαν πολιτικά στην Αυστροουγγαρία και υποστηρίζονταν από τη Γερμανία στα εδάφη της Βοσνίας, της Ερζεγοβίνης και της Σερβίας. Σκοπός η επιβολή της κυριαρχίας της στα Βαλκάνια.

Η Ρωσία θεωρούσε τα Βαλκάνια σαν δική της σφαίρα επιρροής. Ο τσαρισμός και η ρωσική ιμπεριαλιστική αστική τάξη επιδίωκαν να πάρουν το Βόσπορο και τα Δαρδανέλια για να εδραιώσουν τις θέσεις τους στα Βαλκάνια.

Η όξυνση και το βάθεμα αυτών των αντιθέσεων ωθούσε τους ιμπεριαλιστές στο ξαναμοίρασμα του κόσμου και αυτό το ξαναμοίρασμα «... δεν μπορούσε, στη βάση του καπιταλισμού, να γίνει, παρά μόνο με έναν παγκόσμιο πόλεμο» (Λένιν Β. Ι., «Απαντα», 5η έκδοση τ. 34).

Το εργατικό κίνημα και οι στρατιωτικοπολιτικοί συνασπισμοί

Στη δεκαετία του 1910 αναπτύσσονταν η ταξική πάλη και το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα. Τεράστια επίδραση στην άνοδο του αγώνα της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς για την κοινωνική και εθνική τους απελευθέρωση άσκησε η Επανάσταση του 1905-1907 στη Ρωσία. Σε Γερμανία, Γαλλία, Μεγ. Βρετανία σημειωνόταν μεγάλη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Στο αποκορύφωμά της η ταξική πάλη έφτασε στη Ρωσία, όπου το 1910 άρχισε νέα επαναστατική άνοδος και ωρίμαζε βαθιά πολιτική κρίση. Πλάταινε το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στην Αλσατία και την Ιρλανδία, καθώς και ο αγώνας των υποδουλωμένων λαών της Αυστροουγγαρίας. Οι ιμπεριαλιστές προσπαθούσαν με τον πόλεμο να καταστείλουν το αναπτυσσόμενο απελευθερωτικό κίνημα της εργατικής τάξης και των καταπιεζόμενων λαών στο εσωτερικό των χωρών τους, να αναχαιτίσουν την παγκόσμια επαναστατική διαδικασία. Σ' αυτή την πραγματικότητα πρέπει να συμπεριλάβουμε και το ξέσπασμα οικονομικής κρίσης, που συνέβαλε στην εξαθλίωση των λαϊκών μαζών, αλλά επιδρούσε και στην άνοδο του κινήματος.

Είναι γεγονός ότι ο παγκόσμιος πόλεμος ως μέσο λύσης των ταξικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων προετοιμαζόταν πολλά χρόνια πριν.

Οι πολιτικοστρατιωτικοί συνασπισμοί άρχισαν να συγκροτούνται από το αυστρογερμανικό σύμφωνο του 1879, τα μέλη του οποίου ανέλαβαν την υποχρέωση να αλληλοβοηθούνται σε περίπτωση πολέμου με τη Ρωσία. Το 1882 στη συμμαχία αυτή προσχώρησε και η Ιταλία που ζητούσε υποστήριξη στην κόντρα της με τη Γαλλία για την κατάκτηση της Τυνησίας. Ετσι, στο κέντρο της Ευρώπης εμφανίστηκε η Τριπλή συμμαχία του 1882 (Αυστροουγγαρία, Γερμανία, Ιταλία) ενάντια στη Ρωσία και τη Γαλλία και αργότερα ενάντια στην Αγγλία. Σαν απάντηση σε αυτήν άρχισε να συγκροτείται η συμμαχία των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Αρχικά η ρωσογαλλική συμμαχία του 1891-1893, που πρόβλεπε κοινή δράση αυτών των χωρών, σε περίπτωση επίθεσης εκ μέρους της Γερμανίας ή επίθεσης της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας με την υποστήριξη της Γερμανίας.

Η καπιταλιστική ανάπτυξη της Γερμανίας και η άνοδος της οικονομικής της δύναμης στις αρχές του 20ού αιώνα ανάγκασε την Αγγλία να παραιτηθεί από την παλιά της έχθρα με τη Γαλλία και να επιδιώξει την προσέγγιση μαζί της, όσο και με τη Ρωσία. Με την αγγλογαλλική συμφωνία του 1904 διευθετήθηκαν οι διαφορές τους στα αποικιακά ζητήματα, ενώ η αγγλορωσική συμφωνία διευθέτησε την πολιτική τους αναφορικά με το Θιβέτ, το Αφγανιστάν και το Ιράν. Με τις συμφωνίες αυτές επισφραγίστηκε η δημιουργία της Τριπλής συνεννόησης, συγκροτήθηκε ο ιμπεριαλιστικός συνασπισμός της Αντάντ μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας ενάντια στην Τριπλή συμμαχία. Στα 1912 υπογράφηκαν η αγγλογαλλική και η γαλλορωσική ναυτική σύμβαση και στα 1913 άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της αγγλορωσικής ναυτικής σύμβασης.

Η δημιουργία στρατιωτικοπολιτικών συνασπισμών στην Ευρώπη και ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών όξυναν ακόμα περισσότερο την ένταση στις διεθνείς σχέσεις. Τη σχετικά ήσυχη περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας διαδέχεται «... μια πιο ορμητική, με άλματα, καταστροφική περίοδος διενέξεων» (Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», 5η έκδοση, τ. 27, σελ. 94). Η όξυνση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων εκδηλώθηκε στις κρίσεις του Μαρόκου του 1905-1906 και 1911, στην κρίση της Βοσνίας του 1908-1909, στον Ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1911-1912 και στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913. Το Δεκέμβρη του 1913 η Γερμανία στο όνομα της αναδιοργάνωσης του στρατού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία ήδη περνούσε βαθιά σήψη και παρακμή, απέστειλε στρατό στην Τουρκία με επικεφαλής το στρατηγό Ο. Λίμαν φον Σάντερς. Ηδη ο γερμανικός ιμπεριαλισμός επεδίωκε την εδραίωσή του στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής, προσβλέποντας και στα Βαλκάνια, εδάφη των οποίων βρίσκονταν υπό την Αυστροουγγαρία.

Προετοιμαζόμενοι για τον παγκόσμιο πόλεμο, οι ιθύνοντες κύκλοι των ιμπεριαλιστικών κρατών δημιούργησαν ισχυρή πολεμική βιομηχανία. Οι ιμπεριαλιστές των δυο εχθρικών συνασπισμών ενίσχυαν εντατικά τις ένοπλες δυνάμεις τους. Τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνικής τέθηκαν στην υπηρεσία του πολέμου. Εμφανίστηκαν πιο τέλεια για την εποχή όπλα.

Μεγάλη έκταση πήρε η ιδεολογική προετοιμασία του πολέμου. Οι ιμπεριαλιστές προσπαθούσαν να καλλιεργήσουν στους λαούς την ιδέα ότι είναι αναπόφευκτες οι ένοπλες συγκρούσεις, καλλιεργούσαν με κάθε τρόπο το μιλιταρισμό και υποδαύλιζαν το σοβινισμό. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούσαν όλα τα μέσα της προπαγάνδας: Τύπο, λογοτεχνία, τέχνη, εκκλησία. Η αστική τάξη των ιμπεριαλιστικών χωρών δικαιολογούσε το κυνηγητό των εξοπλισμών και συγκάλυπτε τους ιμπεριαλιστικούς σκοπούς του πολέμου με το κάλπικο επιχείρημα της υπεράσπισης της πατρίδας.

Η τακτική της σοσιαλδημοκρατίας

Μοναδικός αντίπαλος στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ήταν η διεθνής εργατική τάξη. Το εργατικό κίνημα, που σε παγκόσμια κλίμακα καθοδηγούνταν από τη Β΄ Διεθνή, που συνένωνε 41 σοσιαλδημοκρατικά κόμματα από 27 χώρες με 3,4 εκατομμύρια μέλη. Στα Συνέδρια της Βασιλείας και της Στουτγκάρδης είχε χαρακτηρίσει τον επερχόμενο πόλεμο ιμπεριαλιστικό και καθόρισε την τακτική εναντίωσης στις κυβερνήσεις των ιμπεριαλιστικών χωρών. Αλλά οι οπορτουνιστές ηγέτες των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, με επικεφαλής τον Κάουτσκι, δεν έκαναν τίποτα για την εφαρμογή των αντιπολεμικών αποφάσεων των συνεδρίων και τάχτηκαν με τη λογική της άμυνας της πατρίδας, στηρίζοντας ουσιαστικά τις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις. Συνέβαλαν έτσι στην αλληλοσφαγή των λαών σε όφελος των συμφερόντων του κεφαλαίου. Οι ηγέτες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων των δυτικοευρωπαϊκών χωρών υποστήριξαν τις κυβερνήσεις τους, ψήφισαν υπέρ των πολεμικών πιστώσεων και, μάλιστα, οι σοσιαλιστές ηγέτες της Αγγλίας (Α. Χέντερσον), της Γαλλίας (Ζ. Γκεντ, Μ. Σαμπά και Α. Τομά) και του Βελγίου (Ε. Βαντερβέλντε) πήραν μέρος στις αστικές πολεμικές κυβερνήσεις. Η Β΄ Διεθνής χρεοκόπησε και ιδεολογικά και πολιτικά, πέφτοντας στο σοσιαλσοβινισμό.

Μόνο η αριστερή πτέρυγα της Β΄ Διεθνούς, στην πρωτοπορία της οποίας βρισκόταν το κόμμα των μπολσεβίκων, με επικεφαλής τον Β. Ι. Λένιν, στάθηκε συνεπής αγωνιστής ενάντια στα μιλιταρισμό, το σοβινισμό και τον πόλεμο. Οι βασικές θέσεις, που καθόριζαν τη στάση των επαναστατών μαρξιστών απέναντι στον πόλεμο, διατυπώθηκαν από τον Λένιν στο Μανιφέστο της ΚΕ του ΣΔΕΚΡ, «Ο πόλεμος και η ρωσική σοσιαλδημοκρατία». Οι μπολσεβίκοι τάχθηκαν κατηγορηματικά ενάντια στον πόλεμο, εξηγώντας στις λαϊκές μάζες τον ιμπεριαλιστικό του χαρακτήρα. Η μπολσεβίκικη ομάδα της 4ης Κρατικής Δούμας αρνήθηκε να υποστηρίξει την τσαρική κυβέρνηση και να ψηφίσει υπέρ των πολεμικών πιστώσεων. Το μπολσεβίκικο κόμμα καλούσε τους εργαζόμενους όλων των χωρών να επιδιώξουν την ήττα των κυβερνήσεών τους στον πόλεμο, τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο, την επαναστατική ανατροπή της εξουσίας της αστικής τάξης και των τσιφλικάδων. Τακτική που δικαιώθηκε ιστορικά με τη Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, το πιο σημαντικό αποτέλεσμα του πολέμου για τους λαούς, αφού άνοιξε το δρόμο για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, επιδρώντας και στην ανάπτυξη του επαναστατικού εργατικού κινήματος διεθνώς.

Επαναστατική αντιπολεμική στάση κράτησε και το Βουλγαρικό Εργατικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα («τεσνιακί») με επικεφαλής τους Δ. Μπλαγκόεφ, Γ. Δημητρόφ και Β. Κολάροφ, καθώς και το Σερβικό και το Ρουμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Ενάντια όταν ιμπεριαλιστικό πόλεμο τάχθηκε και μια μικρή ομάδα των αριστερών σοσιαλδημοκρατών στη Γερμανία με επικεφαλής τους Κ. Λίμπκνεχτ, Ρ. Λούξεμπουργκ, Κλ. Τσέτκιν και Φ. Μέρινγκ.


Επιμέλεια
Στέφανος ΚΡΗΤΙΚΟΣ