«Να τους κρατήσουμε ζωντανούς»

Οδοιπορικό του «Ρ» στις πιάτσες με τα παιδιά της ομάδας «Στριτ Γουόρκ»

Κυριακή 29 Ιούνη 2003

Μια ακόμα συνάντηση με χρήστες
Μεσάνυχτα στην Ομόνοια. Η κουβέντα διακόπτεται από δύο πιτσιρικάδες, που πλησιάζουν για να δουν «αν "παίζει" κανένα χάπι».

«Δεν έχω. Με λένε Παναγιώτη και είμαι από το ΚΕΘΕΑ. Το όνομά σου;». «Συγνώμη, δεν ήξερα. Με λένε...».

Κάπως έτσι ξεκινούν οι περισσότερες γνωριμίες στις πιάτσες. Με αφορμή ένα τσιγάρο και ένα συγνώμη που λέγεται πάρα πολλές φορές από τους «ανθρώπους της πιάτσας» στο άκουσμα της λέξης Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ).

Κάπως έτσι ξεκινάει και το οδοιπορικό του «Ρ» σε δύο από τις πιο γνωστές πιάτσες της Αθήνας, στην Αθήνα και στην πλατεία Βάθης. Ενα οδοιπορικό στη «γέφυρα ζωής» που χτίζουν αργά, μεθοδικά και σε καθημερινή βάση οι άνθρωποι του «Στριτ Γουόρκ». Το 2002 έκαναν 222 τέτοιες εξορμήσεις διάρκειας τριών ωρών η καθεμιά.

Σε συνεννόηση με τα παιδιά του ΚΕΘΕΑ δεν αποκαλύπτουμε τη δημοσιογραφική μας ιδιότητα. Ενας από τους λόγους είναι κάποια δημοσιογραφικά κοράκια που επισκέπτονται κατά καιρούς τις πιάτσες. Πληρώνουν έναν χρήστη με όσα χρειάζεται για να εξασφαλίσει τη δόση του, με αντάλλαγμα να βγει σε κάποιο τηλεοπτικό παράθυρο, να πει ότι «τα ναρκωτικά σκοτώνουν...» και ο δημοσιογράφος, γεμάτος «συμπόνια» και «φιλανθρωπία», να συμφωνήσει μαζί του. Και εκεί θέλεις να νιώσεις, τουλάχιστον, διαφορετικός.

Εντέλει καταλαβαίνεις ότι είναι πιο εύκολο να μιλήσεις ή να γράψεις για εκείνα που βλέπεις, όσο κι αν σε σοκάρουν: Το αίμα, τις ανοιχτές πληγές, τα αποστήματα, τις κομμένες φλέβες, τα τσακισμένα κορμιά και κουρασμένα πρόσωπα. Τα δύσκολα έρχονται όταν μιλάς με αυτούς τους ανθρώπους, που κουβαλούν τα σημάδια της χρόνιας χρήσης. Και η δυσκολία μεγαλώνει όταν αρχίζει η προσπάθεια της ομάδας που συμπυκνώνεται στα λόγια: «Να τους κρατήσουμε ζωντανούς».

Μεσάνυχτα στην Ομόνοια

Ομόνοια, Δευτέρα, λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Ανεργοι, άστεγοι, φτωχοί, όλοι τους χρήστες, γεμίζουν την πλατεία κάθε βράδυ. Οι περισσότεροι δεν έχουν αίτημα για απεξάρτηση και δε διαθέτουν υποστηρικτικό περιβάλλον (οικογένεια, κλπ.). Ανάμεσά τους και παιδιά που ήδη έχουν αρχίσει να «φλερτάρουν» με την ηρωίνη. Ελληνες, αλλοδαποί, όλοι με βλέφαρα βαριά, ψάχνουν απεγνωσμένα κάτι, οτιδήποτε, για να «φτιαχτούν».

Κάποιοι από αυτούς αναγνωρίζουν τον Παναγιώτη, την Ελένη και έναν εθελοντή που αποτελούν εκείνο το βράδυ την ομάδα του «Στριτ Γουόρκ» και φαίνεται ότι τους περίμεναν πώς και πώς να έρθουν για να μιλήσουν μαζί τους. Η ομάδα χωρίζεται στα δύο, προσεγγίζουν διαφορετικά πρόσωπα, αλλά φροντίζουν να υπάρχει πάντα οπτική επαφή μεταξύ τους.

Ενας απ' αυτούς, ο Ν., γύρω στα 40 σήμερα, πλησιάζει πρώτος. Μετά από πολλά χρόνια παραμονής στη χρήση, δηλώνει ότι «μπούχτισε». Η επίμονη επαφή με την ομάδα του «Στριτ Γουόρκ» είχε αποτέλεσμα να επισκεφθεί αρχικά το Οφ Κλαμπ. Εκεί πήγε για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό και έκανε μπάνιο, φόρεσε καθαρά ρούχα. Την επόμενη μέρα θα άρχιζε τις επισκέψεις στον οδοντίατρο. «Ομόρφυνες. Φαίνεσαι δέκα χρόνια νεότερος», του λέει ο Παναγιώτης, μόλις τον βλέπει. Εκείνος χαμογελάει περήφανος: «Τη σιχάθηκα, ρε Πάνο, αυτή τη ζωή. Θέλω να τα αφήσω όλα πίσω και να κάνω μια νέα αρχή». Στην ίδια πιάτσα βρίσκεται και ο Γ., ο οποίος την προηγούμενη μέρα είχε διακόψει ένα θεραπευτικό πρόγραμμα που παρακολουθούσε. «Ενιωθα μοναξιά στο σπίτι. Δεν έχω κανέναν».

Στα 13 χασίς, στα 15 ηρωίνη

Η κουβέντα διακόπτεται από τους δυο πιτσιρικάδες που ζητούν χάπια.

Ο ένας από αυτούς είναι 19 ετών. Στα 13 του έκανε πρώτη φορά χρήση κάνναβης, στα 15 του ήταν χρήστης ηρωίνης. Τις τελευταίες 5 μέρες αρνήθηκε να «τρυπηθεί», πιστεύοντας ότι θα καταφέρει να «κόψει». «Μόνος σου δεν μπορείς. Κάποια στιγμή πρέπει να κάνεις βουτιά στον εαυτό σου. Να δεις γιατί όταν δοκίμασες για πρώτη φορά ναρκωτικά τα χρειαζόσουν για να νιώσεις καλά. Αν δεν το κάνεις αυτό θα σε βλέπω για πολλά χρόνια στην Ομόνοια». «Οχι, δεν μπορώ, απαντάει. Θέλω να είναι και τα δυο μου πόδια στη ζωή. Δε γουστάρω πια να βρίσκομαι με το ένα πόδι στο λάκκο».

Μαζί του και ο 18χρονος Ν. Είναι περίπου τρεις μήνες καθαρός από ηρωίνη, αλλά συνεχίζει τη χρήση άλλων ουσιών. «"Κόλλησα" από το μεγαλύτερο αδελφό μου. Οι γονείς μου δεν είχαν καταλάβει τίποτα για μένα, παρά μόνο όταν πήρα την απόφαση να κόψω. Θυμάμαι ότι καθόμουν μπροστά στην τηλεόραση αλλά δεν έβλεπα. Μόνο ίδρωνα ασταμάτητα και πονούσα. Δεν μπορούσα όμως να μιλήσω. Ηδη είχαν πληγωθεί από τον αδελφό μου». Σιγά σιγά αρχίζει να εμπιστεύεται και να λέει πράγματα που τον βασανίζουν και τον πληγώνουν, πράγματα που δεν μπορεί να τα πει σε κανέναν. Φεύγοντας ζητάει το τηλέφωνο του ΚΕΘΕΑ, γιατί θέλει βοήθεια...

Την προσοχή αποσπά η Μ., γύρω στα 50, η οποία μαζί με τους δύο γιους της κατευθύνεται προς τη στοά, αναζητώντας κάτι για να «κάνουν κεφάλι».

Η επόμενη συνάντηση είναι με τον Χ., ο οποίος είναι άστεγος και ζει σε ένα πρόχειρο κατάλυμα. Ηδη έχει κάνει δύο προσπάθειες να απεξαρτηθεί, αλλά τα παράτησε. Τους τελευταίους μήνες έκοψε την ηρωίνη και μετά τις επίμονες προσπάθειες και συζητήσεις με την ομάδα αποφάσισε να ξαναπροσπαθήσει. «Στην πρέζα υπάρχει μόνο το συμφέρον. Βαρέθηκα, ρε φίλε, μια ζωή να είμαι στα σκατά. Βαρέθηκα να σέρνομαι, θέλω να σταθώ όρθιος. Τώρα περιμένω να κάνω εισαγωγή σε ένα θεραπευτικό πρόγραμμα», λέει.

Στην ερώτηση του Παναγιώτη «πώς τα περνάς», απαντά: «Χτες για πρώτη φορά έπαιξα μπάλα με τον εξάχρονο γιο μου. Ενιωσα τόσο όμορφα και γεμάτος. Κοίταζα τον πατέρα μου που χαμογελούσε. Χρόνια είχα να τον δω να χαμογελάει. Ανυπομονώ να μπω στο Πρόγραμμα, να καθαρίσω, να πάρω πίσω όσα έχασα. Θέλω να ερωτευτώ, να αγαπήσω και να αγαπηθώ. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω, όμως».

«Ξέρεις κάτι. Εκεί έξω υπάρχουν χιλιάδες γυναίκες που σε περιμένουν, που θέλουν να τις αγαπήσεις και να σε αγαπήσουν. Το θέμα είναι από δω θα μπορέσεις να "κόψεις";», είναι η επόμενη ερώτηση. «Ολα τα χελιδόνια θέλουν να φύγουν από το χειμώνα. Πάντα ένα από αυτά πετάει πρώτο», απαντάει χαμογελώντας. Με το ίδιο χαμόγελο του απαντάει και ο Παναγιώτης: «Δεν έχω να σου ευχηθώ τίποτε άλλο από "καλή επανάσταση"»...

Μεσημέρι στην πλατεία Βάθης

Τρίτη μεσημέρι, πλατεία Βάθης, μια από τις πιο «σκληροπυρηνικές» πιάτσες της Αθήνας. Οι εικόνες ακόμη πιο σοκαριστικές, η ένταση είναι διάχυτη. Στην πλατεία οι περισσότεροι είναι άντρες κάθε ηλικίας. Οι κοπέλες βρίσκονται κατά κύριο λόγο στους γύρω δρόμους, στα σκαλοπάτια διαφόρων ξενοδοχείων, περιμένοντας κάποιον πελάτη. Οι φουσκωμένες φλέβες και τα αποστήματα στα πόδια και στα χέρια τους μαρτυρούν τη χρόνια χρήση ουσιών, όχι όμως και το νεαρό της ηλικίας τους.

Με μια βόλτα σε αυτά τα δρομάκια γίνεται η συνάντηση με την Ν., η οποία περιμένει τον επόμενο πελάτη. Πριν ένα χρόνο αποφυλακίστηκε και είναι μητέρα δύο παιδιών. Εκμυστηρεύεται στην ομάδα ότι εκκρεμεί στη Δικαιοσύνη υπόθεσή της για πορνεία και πρέπει να πληρώσει 250 ευρώ, διαφορετικά θα ξαναμπεί φυλακή. Στη συνέχεια παραπονιέται για διάφορα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει. Αρχικά η ομάδα τής δίνει προφυλακτικά και την παρακινεί να επισκεφθεί τους γιατρούς του Οφ Κλαμπ. Εκείνη διστάζει. Δεν έχει ούτε λεφτά, ούτε βιβλιάριο υγείας. Της απαντούν ότι δε χρειάζεται τίποτα από όλα αυτά. «Ούτε λεφτά, ούτε βιβλιάριο, ούτε ραντεβού. Ολα είναι δωρεάν. Αρκεί να έρθεις στην Εμ. Μπενάκη 84, στα Εξάρχεια. Και θα κάνουμε τις κατάλληλες ενέργειες για να σου βγάλουμε βιβλιάριο απορίας».

Επιστρέφουμε στην πλατεία. Εκεί είναι και ο Γ., μοιάζει παππούς, αλλά η πραγματική του ηλικία είναι γύρω στα 55. Τα μέλη του «Στριτ Γουόρκ» τον πλησιάζουν για να τον πείσουν να επισκεφθεί τους γιατρούς του Κέντρου, προκειμένου να κοιτάξουν μια μεγάλη πληγή που έχει στο πόδι. Ο ίδιος δείχνει να μην τον ενδιαφέρει και εξομολογείται στην ομάδα ότι έχει να φάει μέρες... Πήγε να ζητήσει σε ένα εστιατόριο ένα πιάτο φαΐ, αλλά τον έδιωξαν. Η Ελένη αρχικά του παίρνει ένα σάντουιτς, αλλά λίγο αργότερα συνειδητοποιεί ότι δεν έχει δόντια, οπότε του αγοράζει κάτι άλλο.

Η εξόρμηση κλείνει με την Σ. Πέρασε να πει «αντίο». Την επομένη φεύγει για το εξωτερικό. Τη στέλνουν οι γονείς της, προκειμένου να ξεκόψει. Ηδη έχει καταφέρει να μείνει «καθαρή» κάποιους μήνες. Συναντάει μια φίλη της. «θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα καθαρίσεις κι εσύ». Ζητάει από τον Παναγιώτη τη διεύθυνση του ΚΕΘΕΑ για να συνεχιστεί η επικοινωνία τους μέσω αλληλογραφίας. «Εχασα πολύτιμο χρόνο. Θέλω να αφήσω το "λούκι" για πάντα πίσω μου. Τουλάχιστον εκεί με περιμένει και μια δουλιά. Θα σταθώ πάλι στα πόδια μου. Θα ζήσω»...