ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΟ ΙΡΑΚ
Δύο μήνες μετά..
Κυριακή 6 Ιούλη 2003

Associated Press

Κατοχικά τανκς περιπολούν έξω από το στρατόπεδο στην Μπάλαντ, λίγο μετά αφότου δέχτηκε επίθεση από την ιρακινή αντίσταση
Ο Πρόεδρος Μπους στις αρχές Μάη κήρυξε το τέλος των εχθροπραξιών στο Ιράκ. Η αμερικανική κατοχική διοίκηση έσπευσε να αναλάβει τα πόστα της, να μοιράσει συμβόλαια σε αμερικανικές εταιρίες και να επισκευάσει τα ιρακινά διυλιστήρια και τους πετρελαιαγωγούς για να δρομολογήσει, το γρηγορότερο δυνατό, τη ροή του ιρακινού πετρελαίου και πάλι στην αγορά, προκειμένου να καλύψει τα έξοδα της κατοχής.

Δύο μήνες μετά, τα αμερικανικά στρατεύματα κάθε άλλο παρά ελέγχουν πλήρως την κατάσταση, όπως φαίνεται. Αντίθετα, μόλις κύλησαν οι πρώτες «αναγνωριστικές», θα μπορούσε κανείς να πει, μέρες, η ζωή για τους Αμερικανούς στρατιώτες άρχισε να γίνεται ολοένα και δυσκολότερη στις καυτές ερήμους και στις ερειπωμένες ιρακινές πόλεις. Οι σκηνές θερμής υποδοχής που έσπευσαν να οργανώσουν, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, και να μεταδώσουν τα αμερικανικά ΜΜΕ έδωσαν τη θέση τους στις καθημερινές ανακοινώσεις νεκρών και τραυματιών, στις ενημερώσεις των οικογενειών των στρατιωτών και στη, μακριά από τις κάμερες βέβαια, επιστροφή των φερέτρων στην πατρίδα.

Από την 1η Μάη, οπότε ο Αμερικανός Πρόεδρος θριαμβολογούσε για τη νίκη επί του ενός «τμήματος του άξονα του κακού», στο Ιράκ έχουν χάσει τη ζωή τους, με βάση τις επίσημες ανακοινώσεις, 27 Αμερικανοί στρατιώτες και δεκάδες έχουν τραυματιστεί σε επιθέσεις εναντίον τους. Το κύμα αντι-αμερικανικών ενεργειών ξεκίνησε με ορισμένες σποραδικές επιθέσεις με χειροβομβίδες και αυτόματα όπλα. Πλέον οι ενέδρες, οι επιθέσεις με όλμους, οι μάχες με οργανωμένες ομάδες, τα πυρά ελεύθερων σκοπευτών και η τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών σε δρόμους που χρησιμοποιούν τα αμερικανικά στρατεύματα είναι καθημερινό φαινόμενο.

Ιδιαίτερα τις τελευταίες εβδομάδες, καταγράφεται μια σαφής διόγκωση του κύματος των επιθέσεων σε διάφορες πόλεις του Ιράκ, συμπεριλαμβανομένου, πλέον, και του σιιτικού νότου, τον οποίο η Ουάσιγκτον θεωρούσε «δεδομένο σύμμαχο», εκτιμώντας ότι μετά τις αιματηρές διώξεις που υπέστη η σιιτική πλειοψηφία από το καθεστώς Σαντάμ, η αμερικανική παρουσία θα λειτουργούσε λυτρωτικά. Δε φαίνεται, όμως, να υπολόγισαν τον πλέον βασικό παράγοντα: Κανένας Ιρακινός, όπως αποδεικνύεται περίτρανα, δε δείχνει να εκτιμά τις «απελευθερωτικές προθέσεις» των Αμερικανών και ουδείς φαίνεται διατεθειμένος να αποδεχτεί την μπότα του κατακτητή.

Οι ίδιοι οι Αμερικανοί επιτελείς παραδέχονταν επισήμως ότι, κατά μέσο όρο, οι αμερικανικές δυνάμεις δέχονται 13 επιθέσεις την ημέρα! Ο τρόπος με τον οποίο οι περισσότερες υλοποιούνται, καθώς και οι αντιδράσεις των κατοίκων, όπως μεταφέρονται στη συνέχεια από τα διεθνή ΜΜΕ, καθιστούν σαφές ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ιρακινών έχει, ήδη, εξοργιστεί με την αμερικανική παρουσία στη χώρα. Η οργή, μέρα με τη μέρα, γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη καθώς η αδυναμία των αμερικανικών στρατευμάτων, να επαναφέρουν τη σταθερότητα και την ασφάλεια στη χώρα, έχει βαλτώσει, όπως και κάθε προσπάθεια αποκατάστασης της κατεστραμμένης βασικής υποδομής της χώρας με αποτέλεσμα ο ιρακινός λαός, καθημερινά, να υποχρεώνεται σε ολοένα δυσμενέστερες συνθήκες διαβίωσης.

«Δεν είναι Βιετνάμ»
καθησυχάζει ο Ράμσφελντ

Το κλίμα βάρυνε ακόμη περισσότερο από τη στιγμή που ο κατοχικός διοικητής Πολ Μπρέμερ, σε μια προσπάθεια να καταπνίξει τις εστίες αντίστασης, διέταξε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε πόλεις και σε χωριά. Ο ίδιος, όπως και ο ανώτερός του, Ντόναλντ Ράμσφελντ, επιμένουν ότι οι επιθέσεις είναι έργο «απομειναριών του καθεστώτος» και διατείνονται ότι πρόκειται για ασυντόνιστες βίαιες ενέργειες. Ο Ράμσφελντ, μάλιστα, απαντώντας στην εντεινόμενη ανησυχία στο εσωτερικό των ΗΠΑ, διαβεβαίωνε ότι «δεν υπάρχει περίπτωση να επαναληφθεί στο Ιράκ η ιστορία του Βιετνάμ».

Η πραγματικότητα, όμως, μέχρι στιγμής δε δικαιώνει τις προβλέψεις του Αμερικανού υπουργού Αμυνας. Σύμφωνα με τον αμερικανικό Τύπο, οι περίπου 156.000 Αμερικανοί στρατιώτες που βρίσκονται στο Ιράκ δεν κρίνονται αρκετοί για να ελέγξουν την κατάσταση. Παρά το γεγονός ότι από τα τέλη Αυγούστου, αναμένεται να αναπτυχθεί στη χώρα μια πολυεθνική δύναμη τουλάχιστον 10.000 ανδρών υπό πολωνική διοίκηση, ο Πολ Μπρέμερ, φέρεται, σύμφωνα με την ίδια πηγή, να κατέθεσε επείγον αίτημα προς το Πεντάγωνο για αποστολή επιπλέον στρατιωτικών δυνάμεων και πολιτικού προσωπικού. Η εξαγωγή ιρακινού πετρελαίου, που είχε προαναγγελθεί για τα τέλη Ιουνίου, αναβλήθηκε για τα τέλη Ιουλίου, μετά από τα αλλεπάλληλα σαμποτάζ, και Ιρακινοί ειδικοί εκτιμούσαν ότι είναι πολύ πιθανό να υπάρξει νέα αναβολή ακόμη και μέχρι τα τέλη του χρόνου.

Επιτροπή Γερουσιαστών που επέστρεψε από περιοδεία στο Ιράκ δήλωνε απερίφραστα ότι η «κατάσταση είναι πολύ δύσκολη και θα πρέπει ο αμερικανικός λαός και στρατός να συνειδητοποιήσουν ότι η παρουσία μας στο Ιράκ θα διαρκέσει πολύ περισσότερο από όσο περιμέναμε». Απόστρατοι στρατηγοί εκτιμούσαν ότι το επόμενο 12μηνο θα είναι κρίσιμο και πιθανότατα εξαιρετικά αιματηρό για τα αμερικανικά στρατεύματα. Λίγες ημέρες πριν την εθνική εορτή των ΗΠΑ, στις 4 Ιουλίου, ο Πρόεδρος Μπους ξεκαθάρισε ότι «όσοι νομίζουν ότι οι επιθέσεις αυτές θα επισπεύσουν την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων αυταπατώνται». Ανήμερα στην εθνική επέτειο, τα διεθνή πρακτορεία μετέδιδαν, ανάμεσα στις πληροφορίες για τις επιθέσεις της ημέρας, δηλώσεις Αμερικανών στρατιωτών που δεν έκρυβαν την απογοήτευση, το φόβο και την ελπίδα τους για γρήγορη επιστροφή στα σπίτια τους. Και όπως φαίνεται δεν είναι παρά μόνο η αρχή...


Ε. ΜΑΥΡΟΥΛΗ