Προσπάθεια να γίνεις μαγεμένος
Κυριακή 13 Ιούλη 2003

Υπάρχει ένα είδος ανθρώπου που έχει γεννηθεί μόνο και μόνο για να δίνει χαρά και να φωτίζει τους άλλους. Που είναι χαρούμενος γιατί τη στιγμή που δίνει δεν αφήνει ίχνη. Αυτόν τον πνευματικό άνθρωπο περιγράφει καλύτερα απ' όλους ο Νώντας Γονατάς: «Δε δοκιμάζεται ποτέ από τον πειρασμό της ματαιοδοξίας και δεν ενδιαφέρεται για υστεροφημία». Ο λόγος είναι για τον παράξενο κύριο Γιώργο Μακρή, ελεύθερο στοχαστή, που γεννήθηκε το 1923 και έφυγε με τη θέλησή του από τον μάταιο αυτό κόσμο το 1968 στην Αθήνα.

Ο Μακρής συναντήθηκε με όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες που σημάδεψαν τον αιώνα μας, ζωγράφους, συγγραφείς, ποιητές και τους επηρέασε αποφασιστικά. Εγραψε ποίηση, έκανε μεταφράσεις, αλλά ελάχιστα χειρόγραφα έχουν μείνει πια από το σύνολο του έργου του. Εγραφε: «Η σοφία του πικραμένου είναι η πιο πλατιά λίμνη της γης, είναι η πιο κρύα βραδιά στην αυλή φυλακής, είναι το πιο σοβαρό δάκτυλο ενός κυρίου δείχνοντας έναν νεκρό λέγοντας: "τον βλέπετε; ποτέ δε θα εκτιμήσετε / το βάθος της σιωπής του". Πριν απ' αυτόν πεταλούδες πετούν, πρόβατα πίνουν νερό χωρίς ανάγκη κανενός, άλογα πετούν τους αναβατές τους. Πριν απ' αυτόν βότσαλα γίνονται πεντόβολα, παιδιά ταξιδεύουν, λίγο πιο πίσω τους οι κυρίες ζητούσαν ένα μπουκάλι αιωνιότητα σφραγισμένο καλά. Μεσολαβεί η σοφία του πικραμένου, είναι ένας απάνθρωπος χώρος, σπασμένη εποχή, κακών στοιχείων καιρός (...)».

Αξίζει να δούμε πώς τον έβλεπαν οι φίλοι του οι καλλιτέχνες, αρχίζοντας με τον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη: «Ο φίλος μου Γιώργος Μακρής άνοιξε ένα μικρό κατάστημα με ψιλικά / πελάτες του είναι όλοι όσοι σ' αυτόν τον κόσμο τον βασάνισαν / πελάτες του δεν είναι όσοι αυτός βασάνισε / δικάστηκε / κι έχει αθωωθεί».

Ο συγγραφέας Κώστας Ταχτσής έγραψε: «Τι έκανε στα καφενεία μόνος του; Μα διάβαζε. Δε θυμάμαι ποτέ τον Μακρή χωρίς ένα ή περισσότερα βιβλία και κάμποσες εφημερίδες υπό μάλης. Είναι τρομακτικό το τι διάβαζε αυτός ο άνθρωπος. Κι επειδή είχε εξαντλήσει προ πολλού την ελληνική γραμματεία κι η τρέχουσα ισχνή νεοελληνική παραγωγή ήταν σταγόνα στον ωκεανό της δίψας του, διάβαζε ξενόγλωσσα βιβλία, γαλλικά, γερμανικά, εγγλέζικα, κυρίως φιλοσοφικού περιεχομένου».

Τάσος Δενέγρης, ποιητής: «Ηταν κάποιος που έζησε ανάμεσά μας, έδωσε χωρίς να μετρήσει, έσπειρε χωρίς να θερίσει, πέθανε χωρίς να ενοχλήσει. Εντεκα μήνες μετά τη Δικτατορία τον φαντάζομαι πως έκανε αναγωγή σε παγκόσμια κλίμακα και κατάλαβε τη σκοτεινή δεκαετία που θα ξημέρωνε για τον κόσμο ολόκληρο. Ισως είδε το ρατσισμό που θα ξαναρχόταν, την καινούρια αμάθεια, την πείνα της Αφρικής, τα κομπιούτερ, τις πολυεθνικές. Η απελπισία θα πρέπει να τον σκότισε κι έτσι ανέβηκε στην ταράτσα και από κει σκορπίστηκε στους ανέμους. Δεν έχω τίποτε άλλο να προσθέσω».

Νάνος Βαλαωρίτης, ποιητής: «Είχε μια μεγαλοπρέπεια που λίγοι άνθρωποι την έχουν. Επαιρνε τη ζωή του στα σοβαρά. Η πρωιμότητά του δεν παίρνει το χαρακτήρα της - ας πούμε - πρωιμότητας ενός Ρεμπώ. Δεν είναι τεχνικής φύσης. Ζει σε μια εποχή καταστροφής. Δεν πάει να κομματιάσει μια κατεστημένη κουλτούρα που κληρονομάει από πολλές πλευρές αισθητικά. Αντίθετα, αδιαφορεί για την αισθητική, που είναι κι αυτό μια αισθητική. Το ίδιο και για τα συναισθήματα, δείχνει μια μεγάλη τάση αρνητική. Δε θέλει να είναι αισθηματίας».

Αλέξης Ακριθάκης, ζωγράφος: «Υπήρξε ο μεγαλύτερος δάσκαλός μου. Γιατί, σαν φιλόσοφος που ήταν, μου έμαθε πως η ζωγραφική δεν είναι γνώση, αλλά παρατήρηση της ζωής μέσα από έναν ελεύθερο τρόπο ζωής. Μου έμαθε το πιο βασικό στη ζωή: ζωγραφική. Να βλέπω κι όχι να ζωγραφίζω, κι έτσι ζωγράφισα, έζησα, ζωγραφίζω. Τον ευχαριστώ».

Ενας τίτλος ενός ποιήματος του Μακρή που δε βρέθηκε στα χαρτιά του ήταν: «Προσπάθεια να γίνει κανείς μαγεμένος». Αυτός ήταν ο Γιώργος Μακρής.


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ