Στιγμές μιας ανεπανάληπτης συνεργασίας

Ενα ξεχωριστό κεφάλαιο στη δημιουργική κατάθεση της Σωτηρίας Μπέλλου αποτελεί η συνάντησή της με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Την Τετάρτη συμπληρώνονται έξι χρόνια από το θάνατο της κορυφαίας λαϊκής τραγουδίστριας

Κυριακή 24 Αυγούστου 2003

«Τα μάτια, τα δικά σου τα μάτια/ τα μάτια που έχουν τόση γλύκα/ σ' το λέω καθαρά, άλλα δε βρήκα/ χωρίς εσένα δε θέλω ούτε παλάτια/ για μένα ο κόσμος είναι τα δυο σου μάτια...». Αυτό το τραγούδι συνδέεται με την αρχή μιας μουσικής ιστορίας, που έμελλε να γράψουν από κοινού για πολλά χρόνια δύο μεγάλοι του λαϊκού μας τραγουδιού: Ο Βασίλης Τσιτσάνης και η Σωτηρία Μπέλλου. Ηταν η βραδιά, που ο Βασίλης Τσιτσάνης με παρότρυνση του Κίμωνα Καπετανάκη πηγαίνει στην ταβέρνα που τραγουδούσε η Σ. Μπέλλου, προκειμένου ν' ακούσει με τα ίδια του αυτιά αυτή τη σπουδαία γυναικεία φωνή. Την Σωτηρία Μπέλλου, που έφυγε από τη ζωή πριν έξι χρόνια (27 Αυγούστου 1997), έχοντας προσφέρει ανεπανάληπτες λαϊκές επιτυχίες και μεγάλες συγκινήσεις. «Αυτό ήταν το τραγούδι που με άκουσε ο Τσιτσάνης», αναφέρει η ίδια η Μπέλλου στη βιογραφία της «Πότε ντόρτια, πότε εξάρες», που υπογράφει η Σοφία Αδαμίδου, («Νέα Σύνορα - Λιβάνης»). «Ε, αυτό ήταν. Δώσαμε ραντεβού και οι τρεις στου Καπετανάκη το σπίτι. Εχει το μπουζούκι μαζί του ο Βασίλης και αρχίζει να παίζει διάφορα τραγούδια από διαφορετικούς τόνους, για να βρει το δικό μου τόνο. Ετσι, λοιπόν, έφτιαξε ένα δίσκο για μένα ο Βασίλης με δύο τραγούδια. Το "Οταν πίνεις στην ταβέρνα" με στίχους του Τσιτσάνη και "Το παιδί που είχες φίλο" με στίχους του Καπετανάκη». Η φωνοληψία έγινε στην Κολούμπια. «Η Κολούμπια ήταν τότε στην οδό Λυκούργου, αναφέρει η Σ. Μπέλλου. Αρμόδιος ήταν ο Σέμσης, ο Σαλονικιός που λέγανε με το βιολί, και ο Μηλιόπουλος, με τους οποίους είχε συμφωνήσει ο Βασίλης για να βγάλουμε το δίσκο. Τότε στην Κολούμπια είχαν μόνο μια τραγουδίστρια, την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, μια πολύ μεγάλη τραγουδίστρια, μου άρεσε πολύ εμένα. Οταν βγήκε ο πρώτος μου δίσκος έγινε χαλασμός. Μεγάλη επιτυχία. Ηταν τέλη του 1947».

«Οταν πίνεις στην ταβέρνα/ κάθεσαι και δε μιλάς/ κάπου κάπου αναστενάζεις/ απ' τα φύλλα της καρδιάς...» και μαζί «το παιδί που είχες φίλο» ήταν τα δύο τραγούδια, με τα οποία ξεκίνησε η καριέρα της Σωτηρίας Μπέλλου. Μια καριέρα που έμελλε να είναι άλλοτε λαμπρή και άλλοτε «μουντζουρωμένη» έως «σβησμένη» από το χάρτη της μουσικής σκηνής, μα ποτέ από την καρδιά του λαού που την αγάπησε. «Το δεύτερο τραγούδι, "το παιδί που είχες φίλο", λίγο έλειψε να μας το κόψουν», ανέφερε η Σ. Μπέλλου. «Η λογοκρισία εκείνη την εποχή έδινε και έπαιρνε. Φοβεροί, μέχρι τρέλας. Πίσω από κάθε λέξη έψαχναν μήπως κάτι εννοούσες. Μήπως κάποια λέξη ήταν κάποιο σύνθημα. Και υπήρχαν βέβαια τραγούδια συνθηματικά που άλλα τα έπιαναν οι λογοκριτές και άλλα όχι. Τι είχε το συγκεκριμένο τραγούδι και ήθελαν να το κόψουν ποτέ μου δεν το κατάλαβα. Ούτε ο Βασίλης μπορούσε να το καταλάβει. Δεν υπήρχε κανένα υπονοούμενο. Τέλος πάντων, πείστηκαν, τους έπεισε ο Βασίλης; Δε θυμάμαι, πάντως το είπα. Και τα δύο στη Μάστερ Βόις, που ανήκε στην Κολούμπια. Εσκισαν και τα δύο. Αλλά και όποιο τραγούδι είπα του Τσιτσάνη στη συνέχεια έσκιζε και όπου τραγουδήσαμε μαζί χαμός έγινε».

Μαζί στη δισκογραφία

«Απόψε κάνεις μπαμ», «Ασε τον άντρα π' αγαπώ», «Γλέντα με», «Γλέντα μην αργοπορείς», «Είσαι μεγάλος γόης», «Η βδομάδα», «Η θεατρίνα», «Με δέρνει», «Θα γυρίσεις, θα 'ρθεις πάλι πίσω», «Θέλω μάγκα και σατράπη», «Καλέ μου το παιδί», «Κάνε λίγο το κορόιδο», «Κάνε υπομονή», «Κλαμένη ήρθες μια βραδιά», «Με πήρε το ξημέρωμα στους δρόμους», «Ο μαχαλόμαγκας», «Περιπλανώμενη ζωή», «Πέφτεις σε λάθη», «Ποια καρδιά δε θα ραΐσει», «Σ' έχω κάνει πέρα», «Σε παλάτια σε τσαντίρια», «Σε πήραν απ' τα χέρια μου», «Σε σαλόνια τώρα μπήκες», «Στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα», «Τέτοιον άντρα θε να πάρω», «Το καινούριο τσιφτετέλι», «Το ξεφάντωμα», «Το ομορφόπαιδο», «Το παράπονο του ξενιτεμένου», «Τύχη γιατί με κυνηγάς», «Φιλότιμο δεν έχεις πια», «Φτωχέ διαβάτη», «Ως πότε ο μάγκας σου» είναι μερικά από τα τραγούδια του Β. Τσιτσάνη, που σε πρώτη εκτέλεση δισκογραφήθηκαν σε δίσκους 78 στροφών με τη φωνή της Σ. Μπέλλου. Ομως, πολλές ακόμα σπουδαίες δημιουργίες του συνθέτη απαθανατίστηκαν και στη συνέχεια στη δισκογραφία με τη δωρική της φωνή: «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Πέφτουν της βροχής οι στάλες», «Κατηγορώ την κοινωνία», «Μη μου ξαναφύγεις πια», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Το θύμα», «Οταν συμβεί στα πέριξ», «Ντερμπετέρισσα», «Δώδεκα η ώρα», «Σαν απόκληρος γυρίζω», «Τα καβουράκια», «Αραμπάς περνά», «Ξημερώνει και βραδιάζει», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Παίξτε μπουζούκια», «Απόψε το μπουζούκι σου», «Μερακλήδες» κ.ά.

Στο πάλκο

Βεβαίως, η Σ. Μπέλλου με τη μοναδική λαϊκή φωνή της έδωσε φτερά σε δεκάδες εξαιρετικά τραγούδια και άλλων δημιουργών, όπως των Παπαϊωάννου, Χιώτη, Μητσάκη, Καπλάνη, Βαμβακάρη, Καλδάρα, Χατζηχρήστου, Περιστέρη, Μπακάλη, Κολοκοτρώνη κ.ά. Επίσης, δε δίστασε να καταθέσει την ερμηνεία της σε δημιουργίες των «έντεχνων» συνθετών Ξαρχάκου, Σαββόπουλου, Μούτση, Ανδριόπουλου, Λάγιου, Κουνάδη κ.ά.

Ομως η σχέση της με τον Β. Τσιτσάνη ήταν ιδιαίτερη. Οχι μόνο στη δισκογραφία, αλλά και στο πάλκο. Οπως έλεγε «με βοήθησε πολύ, είχα πάρει δρόμο, κάθε τραγούδι που κάναμε με το Βασίλη ήταν και επιτυχία. Γι' αυτό θα λέω πάντα ότι χρωστάω πολλά, πάρα πολλά, στον Τσιτσάνη. Οταν μιλάμε για συνθέτες και για δεξιοτέχνες του μπουζουκιού πρέπει να μιλάμε πρώτα για τον Τσιτσάνη». «Εκείνα τα χρόνια ήταν αλλιώς», ανέφερε η Σ. Μπέλλου. «Κάθε τραγουδιστής ή τραγουδίστρια θεωρούνταν ότι δεν ήταν ηθικώς εντάξει. Ετσι και ο πατέρας μου φοβόταν πάντα τι θα έλεγε ο κόσμος για την κόρη του... Λίγα είχε ακούσει ο Τσιτσάνης που του σούρανε επειδή τόλμησε να βάλει μια γυναίκα στο πάλκο, δηλαδή εμένα και στη συνέχεια τόσες άλλες, που ακολούθησαν; Μέχρι τότε είχαν τα πρωτεία οι μάγκες επειδή ήταν άντρες. Και; Λιγότερο άντρας μπορεί να είναι μια γυναίκα με τσαγανό και αξιοπρέπεια; Βέβαια δεν ήταν όλες οι γυναίκες έτσι, αλλά όσες είχαν τσαμπουκά τους ενοχλούσε. Τους χαλούσε τη μαγιά. Υπήρχαν πολλοί βρωμεροί που τους την έδινε το ότι δε σήκωνα πολλά - πολλά. Γιατί δε σήκωνα. Ημουν πάντα ατίθαση εγώ. Ελεγα τα σύκα, σύκα και τη σκάφη, σκάφη. Και την ατιμία δεν τη συγχώρεσα ποτέ». Και η Σ. Μπέλλου, που «δε σήκωνε πολλά» το '48, στου «Τζίμη του Χοντρού», στην Αχαρνών, όπου τραγουδούσε δίπλα στον Τσιτσάνη - «ήμουν η πρώτη γυναίκα που ανέβηκε μεταπολεμικά στο πάλκο και "έπιανε" καρέκλα» έλεγε, αρνείται να ανταποκριθεί σε μια παραγγελιά και να πει το «βασιλικό τραγούδι, όπως τότε το έλεγαν οι Χίτες» «Του αϊτού ο γιος». Η άρνησή της έχει ως αποτέλεσμα τον ξυλοδαρμό της και την αποχώρησή της από την ταβέρνα.

Ιστορική, βεβαίως, παραμένει η δεκάχρονη συνεργασία της Σ. Μπέλλου με τον Β. Τσιτσάνη στο «Χάραμα». «Το 1973, ο Βασίλης μού προτείνει να πάω μαζί του», θυμόταν. «Πήγα λοιπόν εγώ στη θέση του Παπαϊωάννου, στο "Χάραμα" (σ.σ. ένα χρόνο νωρίτερα ο Γ. Παπαϊωάννου είχε σκοτωθεί σε τροχαίο), μαζί με τον Τσιτσάνη. Εκεί για δέκα χρόνια γινόταν πανζουρλισμός. Τα δέκα χρόνια συνεργασίας με τον Τσιτσάνη που ακολούθησαν ήταν από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές μου σε μαγαζιά, παρά τις κάποιες δυσκολίες». Ηταν τότε που το κέντρο του Σκοπευτηρίου γνώρισε τη χρυσή εποχή του. Ο κόσμος «πατείς με πατώ σε» για πολλά χρόνια. Οι πενιές πλημμύριζαν το μαγαζί, «γέμιζαν» τα ποτήρια κέφι και ξεσήκωναν τον κόσμο για χορό. «Πιστεύω πως στη συνείδηση του κόσμου είχαμε καταγραφεί εγώ κι ο Βασίλης σαν κάτι ξεχωριστό, έλεγε η Σ. Μπέλλου. Ο καθένας μας είχε τη δική του ιστορία αλλά οι δυο μαζί ήμασταν το κάτι άλλο. Κι αυτό αποδείχτηκε τα δέκα χρόνια που δουλέψαμε μαζί στο "Χάραμα"».


Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ