Αφωνο και έκπληκτο το κοινό, ανά δευτερόλεπτο, έβλεπε το ακατόρθωτο να γίνεται κατορθωτό και το άκρως επικίνδυνο να γίνεται υψηλή τέχνη. Διαπίστωνε τις άπειρες, απίστευτες δυνατότητες του ανθρώπινου σώματος. Θαύμαζε τη μαθηματικής ακρίβειας σωματική δύναμη, τη στιβαρή και λεπτοδουλεμένη ακροβατική τεχνική αλλά και τη χορευτική ελαφράδα, ευπλασία, χάρη, αισθαντικότητα, ακόμα και το χιούμορ των τεσσάρων ανδρών και δύο γυναικών του συγκροτήματος. Εξι, αξεχώριστης αξίας καλλιτέχνες, δουλεμένοι από τον χορογράφο Μόυζες Πέντλετον σαν ένα «σώμα» και μια «ψυχή», οι οποίοι σηκώνοντας ο ένας τον άλλον, πετούσαν, υπερυψώνονταν, αιωρούνταν, περιστρέφονταν, γλιστρούσαν σαν το νερό στο κορμί του συμπαίκτη τους, παράγοντας διαρκώς εικόνες. Εικόνες, αντλημένες από τον άνθρωπο - τη φύση, τη λειτουργία, τις σχέσεις, τα συναισθήματά του - αλλά και από λογής λογής παράξενα πλάσματα του ζωικού και φυτικού βασιλείου, παρέπεμπαν στην ηρακλείτεια ρήση «τα πάντα ρει».