Στην περίπτωση της Ινδίας, επικεντρώθηκε σε δύο επιδιώξεις: η πρώτη είναι η οικονομική διείσδυση, με άμεσες και έμμεσες «επενδύσεις» και δάνεια - το οποίο μεταφράζεται σε μορφές οικονομικής βίας, όπως είναι οι εξαγορές - που πάει μαζί με την άντληση «εγκεφάλων» (δηλαδή φθηνού εργατικού δυναμικού για την αμερικανική βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας). Με άλλα λόγια, η απολυτοποίηση της οικονομικής εξάρτησης της χώρας.
Η δεύτερη επιδίωξη είναι η προσπάθεια να περιοριστεί η στρατηγική σπουδαιότητα της Ινδίας, με την πίεση να μην συνεχιστεί η κούρσα των πυρηνικών εξοπλισμών. Παράλληλος στόχος είναι η προσπάθεια πειθαναγκασμού του άλλου εταίρου της πυρηνικής κούρσας, του Πακιστάν, να καθίσει στο τραπέζι των «συνομιλιών» υπό τους όρους - και ίσως τη μεσολάβηση - της Ουάσιγκτον. Σε ό,τι αφορά το Πακιστάν, αλλά και το Μπαγκλαντές, οι ΗΠΑ δε χρειάζεται να ανησυχούν για την παγίωση των σχέσεων εξάρτησης: αυτές είναι δεδομένες.
Πάντως, οι επιδιώξεις που «προώθησε» ο Κλίντον δεν έχουν αποκρυσταλλωθεί ακόμη ως «ντε φάκτο» ισορροπίες. Ενώ οι μαζικές διαδηλώσεις της Αριστεράς στην Ινδία, που επισημαίνει διαρκώς την επικίνδυνη ρότα που χαράσσει η κυβέρνηση Βάτζπαϊ, αλλά και στο Μπαγκλαντές, πρέπει να έστειλαν στους Αμερικανούς διπλωμάτες και στον επικεφαλής τους το μήνυμα: υπάρχει αντίπαλο δέος.