Αγάπησε το μουσικό μας πολιτισμό

Πολύτιμη παρακαταθήκη το έργο του Φοίβου Ανωγειανάκη

Κυριακή 19 Οχτώβρη 2003

Φ. Ανωγειανάκης
Ενας πρωτοπόρος μουσικολόγος, από τους μεγαλύτερους και αφοσιωμένους «σκαπανείς» της μουσικής δημιουργίας του τόπου μας, ο Φοίβος Ανωγειανάκης, έφυγε από τη ζωή την περασμένη Τρίτη, στα 88 του χρόνια, μετά από χρόνια νόσο. Πολύτιμη παρακαταθήκη παραμένει το σπουδαίο ερευνητικό και μελετητικό έργο του και ασφαλώς η μοναδική σε όγκο και αξία συλλογή ελληνικών μουσικών παραδοσιακών οργάνων, που δώρισε στο ελληνικό Δημόσιο, θεμελιώνοντας το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων - Κέντρο Εθνομουσικολογίας, στην Πλάκα. Ο ίδιος πάντως «γεύτηκε» την περίοδο του Εμφυλίου και μετά τις διώξεις του μισαλλόδοξου καθεστώτος, που κυνήγησε τους αγωνιστές για τη λευτεριά και προκοπή, ενώ είχε εξοριστεί στη Μακρόνησο.

Γεννημένος στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1915, σπούδασε βιολί, θεωρητικά με τον Κ. Σφακιανάκη και ανώτερα θεωρητικά, αντίστιξη και φούγκα με τον Μάριο Βάρβογλη. Από πολύ νωρίς, άρχισε να ασχολείται με τη μουσική κριτική, αρθρογραφώντας σε εφημερίδες και περιοδικά. Ιδιαίτερα ασχολήθηκε με τη μουσικολογική έρευνα και μελέτη, κυρίως σε δύο τομείς: Στην ελληνική παραδοσιακή μουσική, με ιδιαίτερη έμφαση στα ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα, και στη νεοελληνική έντεχνη μουσική. Τα κυριότερα μουσικολογικά έργα του είναι: «Η μουσική στη νεότερη Ελλάδα» (προσθήκη στη μετάφρασή του της «Ιστορίας της Μουσικής» του Καρλ Νεφ), «Ενα βυζαντινό μουσικό όργανο», «Κατάλογος έργων Μανώλη Καλομοίρη», «Νεοελληνικά Χορδόφωνα: Το λαγούτο», «Αιμίλιου Ριάδη: Τραγούδια για φωνή και πιάνο», «Το γενεαλογικό δέντρο ενός λαϊκού μουσικού», «Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα» (μια σπουδαία μελέτη σ' αυτόν τον τομέα, που πρωτοεκδόθηκε το 1976).

Ο Φ. Ανωγειανάκης ήταν ο πρώτος, που, με άρθρο του στο «Ριζοσπάστη» (28/1/47), υπογράμμισε τη μουσική και καλλιτεχνική αξία της παράδοσης του ρεμπέτικου, συνδέοντάς τη με αυτήν του δημοτικού τραγουδιού και της βυζαντινής μουσικής, σε μια εποχή που το ρεμπέτικο βρισκόταν ακόμη στο περιθώριο. «Η παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και κάπως λιγότερο της βυζαντινής μουσικής, όσο κι αν εκπλήσσει μερικούς, συνεχίζεται σ' αυτά τα τραγούδια, που είναι μια γνήσια μορφή σημερινής λαϊκής μουσικής», έγραφε στο άρθρο του, σημειώνοντας πως «άλλοι όροι ζωής γεννούν το σύγχρονο λαϊκό, αστικό τραγούδι. Η ζωή των αστικών κέντρων». (...) «Η αγάπη κι ο έρωτας, οι μιζέριες της ζωής, πολλές φορές αισθήματα φυγής, πειραχτικής διάθεσης ή χιούμορ γίνονται θέματα στα τραγούδια τους. Η τραγικότητα συνυφασμένη με την ειρωνεία, ο λυρισμός με την αφηγηματική πεζότητα, πολλές φορές πραγματώνονται σε υπέροχες μελωδικές μορφές. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η πρωτότυπη μελωδική τους γραμμή... Τα λόγια, στενά δεμένα με τη μουσική - τις περισσότερες φορές ο ποιητής είναι και ο μουσουργός - μάς έχουν δώσει, όχι λίγες φορές ως τα σήμερα ποιήματα, που πολλοί ποιητές μας θα ζήλευαν την απλότητα, μα και την έντασή τους, το καλοτοποθετημένο επίθετο ή την ανεπιτήδευτη εκφραστική τους δύναμη...».

Προθήκη του Μουσείου Λαϊκών Οργάνων
Υπήρξε μουσικός υπεύθυνος του Συλλόγου Ελληνικών Χορών Δόρας Στράτου, του Λυκείου Ελληνίδων και του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος, κάνοντας επιτόπιες έρευνες στην Ελλάδα και την Κύπρο. Καρπός αυτών των ερευνών υπήρξε μια σειρά από επιστημονικές δισκογραφικές εκδόσεις, από τις οποίες ξεχωρίζουν οι επτά δίσκοι με τις ηχογραφήσεις του στην Κύπρο. Πρόκειται για μια μουσική καταγραφή όλης της Κύπρου, σε μιαν εποχή που η εικόνα της άλλαζε ριζικά, λόγω της μετακίνησης των προσφύγων. Σε αναγνώριση της προσφοράς του στην ελληνική μουσική, ο Φ. Ανωγειανάκης αναγορεύτηκε το 1991 επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Κρήτης και τιμήθηκε με μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών.

Οραμα ζωής

Το 1978 ο Φ. Ανωγειανάκης δώρισε στο ελληνικό Δημόσιο τη συλλογή του από ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα, καρπό 50χρονης έρευνας σε όλη την Ελλάδα. Ο όρος του ήταν να στεγαστεί στο Μουσείο και Κέντρο Ερευνας, που οραματίστηκε. Κάτω από την πολύχρονη επίβλεψή του, οργανώθηκε το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων - Κέντρο Εθνομουσικολογίας, που λειτουργεί στην Πλάκα από το 1991. Η συλλογή περιλαμβάνει περισσότερα από 1.000 κομμάτια, από τον 18ο αιώνα έως τις μέρες μας. Είναι η πλουσιότερη στην Ελλάδα και από τις μεγαλύτερες σε βαλκανικό, αλλά και ευρωπαϊκό επίπεδο. Εχει διασώσει, όχι μόνο μουσειακά αντικείμενα ανεκτίμητης συλλεκτικής και μουσικολογικής αξίας, αλλά και όργανα που χωρίς τον Φ. Ανωγειανάκη θα είχαν εκλείψει ακόμα και ως οργανολογικοί τύποι (παλιές λύρες του 18ου αι., ταμπουράδες της Καππαδοκίας και του Πόντου, κεμανέδες, μπαγλαμάδες, μαντολοτσέλα, τύποι κουδουνιών, παιδικές σφυρίχτρες κ.ά.).

Οι στόχοι του Μουσείου Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων, το οποίο στεγάζεται στο νεοκλασικό του Γ. Λασσάνη στην πλατεία Αέρηδων της Πλάκας και υπάγεται στο ΥΠΠΟ, όπως αναφέρονται στον ιδρυτικό του νόμο, είναι:

Η συλλογή, συντήρηση και έκθεση λαϊκών μουσικών οργάνων και γενικά κάθε υλικού χρήσιμου για την έρευνα, μελέτη και προώθηση της ελληνικής λαϊκής μουσικής παράδοσης. Η προώθηση της έρευνας και μελέτης σε θέματα Εθνομουσικολογίας, καθώς και τεκμηρίωσης και διάδοσης της παραδοσιακής μουσικής. Η διάσωση, μελέτη, προβολή και διάδοση της ελληνικής λαϊκής και βυζαντινής μουσικής παράδοσης, τόσο στον ελληνικό, όσο και στο διεθνή χώρο με κάθε πρόσφορο μέσον. Η δημιουργία ειδικής εθνομουσικολογικής βιβλιοθήκης και οπτικοακουστικού αρχείου. Το Μουσείο διοργανώνει, επίσης, μαθήματα παραδοσιακής μουσικής και εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά.

Ομως, ο Φ. Ανωγειανάκης δεν περιορίστηκε στη συλλογή των μουσικών οργάνων, αλλά αφιέρωσε τη ζωή του στην έρευνά τους: Λαϊκές ονομασίες του καθένα σ' όλες τις περιοχές του ελληνισμού, λεπτομερής μελέτη της κατασκευής τους (τα υλικά, οι διαστάσεις, τα εργαλεία, τα μυστικά της οργανοποιίας), οι τεχνικές παιξίματος, το ρεπερτόριο, η ιστορική και γεωγραφική παρουσία τους στον ελλαδικό χώρο, εικονογραφικές και λογοτεχνικές μαρτυρίες, ακόμη και παροιμίες ή επώνυμα που αναφέρονται στο κάθε όργανο. Κατασκεύασε σχέδια και συγκέντρωσε φωτογραφίες και λιθογραφίες, αρχίζοντας παράλληλα και μια πρωτότυπη έρευνα για την παρουσία μουσικών οργάνων σε βυζαντινές και μεταβυζαντινές τοιχογραφίες και μικρογραφίες, μια μελέτη εξαιρετικής σημασίας, δεδομένου ότι για τα βυζαντινά λαϊκά μουσικά όργανα γνωρίζουμε ελάχιστα.

«Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι - διατονικό ή χρωματικό - με συλλαβικές ή μελισματικές μελωδίες όταν τραγουδιέται - είναι, όπως και η βυζαντινή μουσική, μονόφωνο και τροπικό (modal) στη δομή του», έγραφε στην εισαγωγή του βιβλίου του «Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Οργανα». «Οι μελωδίες του δηλαδή, χωρίς αρμονική συνοδεία, στηρίζονται σε διαφορετική αλληλουχία διαστημάτων από αυτήν του μείζονα και ελάσσονα τρόπου της δυτικής μουσικής.... Οπως κάθε μονόφωνη μουσική, το ελληνικό δημοτικό τραγούδι τραγουδιέται και παίζεται στη φυσική και όχι τη συγκερασμένη κλίμακα της Δύσης...».


Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ