Τριπλή γιορτή
Κυριακή 2 Νοέμβρη 2003

Είναι αλήθεια πως η λέξη «γιορτή» παίρνει κάθε φορά και άλλο νόημα. Ή, για να είμαι πιο σωστός, κάθε φορά της δίνουμε εμείς ένα καινούριο νόημα. Κι αυτό σημαίνει πως ανάλογα με το νόημα αυτό παίρνουμε κι εμείς θέση απέναντι στη «γιορτή». Και όταν λέω παίρνουμε θέση, εννοώ, πως «γιορτάζουμε» ανάλογα. Οταν ήμουνα μικρός, παραδείγματος χάριν, και πλησίαζε του Αγίου Χαραλάμπους το σπίτι μας ήτανε μια βδομάδα ανάστατο, το ετοίμαζαν για τη γιορτή. Πρώτα πρώτα ερχόταν η γιαγιά μου η «αλευρού», έτσι ήταν το «παρατσούκλι» της, γιατί ο μακαρίτης ο άντρας της, ο παππούς μου δηλαδή, είχε ένα μικρό μαγαζάκι και πουλούσε αλεύρι. Ερχόταν, λοιπόν η γιαγιά μου η αλευρού και αναλάμβανε το πρόσταγμα της γιορταστικής προετοιμασίας: Ανοιγαν όλα, τα παράθυρα και οι πόρτες, κι ας ήτανε Φλεβάρης καραμπινάτος και ο Χορτιάτης γεμάτος χιόνια που κατέβαιναν μέχρι το Πανόραμα, το Αρσακλί, όπως το λέγαμε τότε, με την τούρκικη ονομασία του. Υστερα έβγαινε από το μεταλλικό μπαούλο, που όλο το χρόνο ήτανε κρυμμένο κάτω από τη σκάλα, το μεγάλο κιλίμι. Προίκα της μάνας μου. Αγορασμένο από το «καπακλί τσαρσί» της Κωνσταντινούπολης. Κιλίμι της Προύσας κατακόκκινο, σαν τη φωτιά και στολισμένο με γεωμετρικά σχήματα, με κλάρες, και αραβουργήματα, διάφορα κουφικά και άλλα. Το κιλίμι αυτό στρωνόταν στη μεγάλη κάμαρα, από τη μια άκρη στην άλλη. Και τότε γέμιζε το σπίτι με την καυτή μυρωδιά της ναφθαλίνης. Στη μέση της μεγάλης κάμαρας έμπαινε το χαμηλό στρογγυλό τραπεζάκι από ξύλο καρυδιάς και πόδια που κατέληγαν σε κεφάλια λεονταριού. Και πάνω στο τραπεζάκι στηνόταν το ανθοδοχείο, ο κάλυκας μιας οβίδας πυροβόλου, γυαλισμένος να αστράφτει με μια αγκαλιά αμάραντους. Την επόμενη μέρα έπεφταν όλες οι γυναίκες του σπιτιού στο γυάλισμα. Επρεπε να γυαλιστούν όλα τα μεταλλικά σκεύη του σπιτιού, από το μεγάλο μπρούντζινο μαγκάλι της επάνω κάμαρας μέχρι τα ασημένια κουταλάκια του γλυκού, με το καλλιγραφικό γράμμα «Α» (Αναστασία), προίκα κι αυτά της μάνας μου. Η δουλιά αυτή κρατούσε μια ολόκληρη μέρα. Και όταν τελείωνε το σπίτι έλαμπε. Ολα έδειχναν πως περιμέναμε γιορτή. Την άλλη μέρα άρχιζαν τα σφουγγαρίσματα και τα ξεσκονίσματα, τα πλυσίματα και τα τινάγματα. Μα η κορύφωση της προετοιμασίας ήτανε την παραμονή του Αγίου Χαραλάμπους, όταν άρχιζε η κατασκευή των «τραταμέντων», των γλυκών που θα κερνούσαμε στους επισκέπτες, και των μεζέδων, που θα τους γεύονταν οι πιο δικοί μας, ανήμερα της γιορτής.

Και τότε ήτανε που καταλαβαίναμε το νόημα της γιορτής, που έβγαινε μαζί με τις θεσπέσιες, ξελογιάστρες μυρωδιές, που μπαίνανε τρελές, αλανιάρες από τα ορθάνοιχτα ρουθούνια μας και κατέβαιναν μέλι και γάλα στην καρδιά μας. Τσιροσαλάτες, ταραμοσαλάτες, γιαλαντζί ντολμαδάκια, παστουρμάς πολίτικος, ψιλοκομμένος, πιπεριές τσούσκες, καυτερές, μουσακάδες και δίπλες, παλαμίδα πλακί, σιμιγδαλένιος χαλβάς, σφιχτός από τη ζάχαρη, καβουρντισμένος, ίσα να πάρει χρώμα καφέ, να φλυαρεί μέσα στα κάτασπρα πιατάκια. Κι από πάνω ο βραχνός φωνόγραφος με τα ρεμπέτικά του, δώρο του Γιάννη του Λιγεράκη, πολιτικός κρατούμενος, κομμουνιστής αδιόρθωτος, μουρμούριζε η αλευρού. «Ο Πάρις να γινόμουνα να 'κλεβα την Ελένη, να 'φηνα το Μενέλαο με την καρδιά καμένη», σεκόνταρε η μάνα μου, «όπλες μάγκα», συμπλήρωνε η Μαγδαληνή με την μπούκλα ριγμένη μπροστά στα γαλάζια της τα μάτια.

Τα χρόνια πέρασαν, όμως. Πέρασαν φορτσάτα και άσπλαχνα. Πήρανε μαζί τους την αλευρού, την κυρία Αναστασία, τον κυρ - Χαράλαμπο και τη Μαγδαληνή. Και τώρα κατά την «τριπλή γιορτή» της Θεσσαλονίκης ούτε γυαλισμένα κουταλάκια, ούτε ανθοδοχεία με αμάραντους. Κανόνια τώρα αστραφτερά και λόγια για τους νεκρούς ήρωες, για τα αίματα, για τα σύμβολα. Ούτε χαρά, ούτε μουσικές ρεμπέτικες. Μόνο περηφάνιες και νταηλίκια. Με τι όρεξη να γιορτάσεις πια!


Του
Γ.Χ.ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ