Από 32.000 το 1992 έμειναν μόλις 9.500 στις αρχές του 2003 και έπεται συνέχεια
Αποκαλύπτονται κι εδώ περίτρανα τα αποτελέσματα της υλοποίησης της ευρωπολιτικής μείωσης του αριθμού των αγροτών από τις ελληνικές κυβερνήσεις και της συγκέντρωσης της παραγωγής στα χέρια λίγων μεγάλων παραγωγών και βιομηχανιών. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, από μονάδες μεγάλων παραγωγών και από τις λεγόμενες παραγωγικές μονάδες των ιδιωτικών γαλακτοβιομηχανιών. Γιατί το 1992 η εθνική ποσόστωση αγελαδινού γάλακτος ήταν 629.000 τόνους και το 2003 αυξήθηκε στους 700.000 τόνους, αλλά δεν αυξήθηκε και ο αριθμός των παραγωγών. Αντιθέτως, υπήρξε δραματική μείωση και οι εγκαταλείποντες εξαναγκάστηκαν να πουλήσουν τις ποσοστώσεις τους κακήν κακώς, στα μεγάλα «καρδάρια». Το ίδιο φαίνεται πως θα συνεχίσει να συμβαίνει σε βάρος των μικρομεσαίων αγελαδοτρόφων και μετά την αύξηση του πλαφόν από 1/4/2004 κατά 120.000 τόνους. Από την άλλη, σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα παραμένει ελλειμματική σε αγελαδινό γάλα, αφού υπολογίζεται ότι οι ανάγκες της χώρας ξεπερνούν τους 1.200.000 τόνους.
Η κυβέρνηση, πάντως, διαφημίζει επιμελώς το «δώρο» των 120.000 τόνων αγελαδινό γάλα από την Κομισιόν, αλλά δε λέει ότι αυτό δόθηκε για τις καλές υπηρεσίες της ως Προεδρία της ΕΕ, το πρώτο εξάμηνο του 2003, για να ψηφιστεί η νέα χειρότερη ΚΑΠ, που θα κάνει τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους να βλαστημήσουν την ώρα. Και με αυτούς τους 120.000 τόνους η κυβέρνηση επιχειρεί, ως συνήθως, να εμπαίξει τους μικρομεσαίους αγελαδοτρόφους και την κοινή γνώμη. Επίσης, επιχειρεί να δημιουργήσει εντυπώσεις για το ότι τη γαλακτοκομική περίοδο 2002/2003 η παραγωγή αγελαδινού γάλακτος ήταν 675.000 τόνοι και δεν επιβλήθηκε ποινή συνυπευθυνότητας, επειδή το πλαφόν είναι 700.000 τόνοι.
Η κυβέρνηση, όμως, δε λέει κουβέντα για το ότι στα γαλακτοκομικά αποφασίστηκε μείωση κατά 25% της τιμής παρέμβασης στο βούτυρο, συγκεκριμένα 7% το 2004, 7% το 2005, 7% το 2006 και 4% το 2007, καθώς επίσης κατά 15% στην τιμή του αποβουτυρωμένου γάλακτος, 5% το 2004, 5% το 2005 και 5% το 2006. Αυτό πρακτικά σημαίνει νέα μείωση της τιμής παραγωγού στο αγελαδινό γάλα από το 2004 και μετά. Οσο για τις αντισταθμίσεις ανά κιλό, που πρόκειται για πρώτη φορά να δοθούν από του χρόνου, δεν πρόκειται να καλύψουν τη διαφορά, ή αλλιώς τη χασούρα.
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί πως η λεγόμενη ενιαία ενίσχυση της νέας ΚΑΠ (ή αλλιώς εισοδηματική ενίσχυση) για τους παραγωγούς αγελαδινού γάλακτος θα υπολογιστεί με βάση την εθνική ποσόστωση του 12μηνου 1999 - 2000, δηλαδή με 629.000 τόνους. Για το αγελαδινό γάλα δεν ισχύει καν ούτε η ιστορική περίοδο 2000 - 2002 που ισχύσει για τα άλλα προϊόντα της αναθεώρησης. Δηλαδή, δε θα δικαιούνται ενιαίας ενίσχυσης ούτε οι 70.000 τόνοι που προστέθηκαν στην εθνική ποσόστωση αυτή την τριετία, ούτε και οι 120.000 που «κέρδισε» η κυβέρνηση - Προεδρία τον περασμένο Ιούνη. Τέλος, τα πρόστιμα που θα επιβάλλονται σε περίπτωση υπέρβασης του πλαφόν θα είναι ακόμα πιο εξοντωτικά σε βάρος των παραγωγών, των οποίων οι αγελάδες έβγαλαν παραπάνω γάλα από αυτό που ορίζει η ΕΕ.