ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Ελληνικό και ξένο ρεπερτόριο
Τετάρτη 19 Νοέμβρη 2003
«Ανοιξον» στο Μέγαρο Μουσικής

«Γυναίκες στη θάλασσα»
Η Ολια Λαζαρίδου, μια σημαντική ηθοποιός της γενιάς της, τα τελευταία χρόνια επιχειρεί να διατυπώσει μια δική της σκηνική πρόταση πέρα από τα συνήθη ρεπερτοριακά, σκηνοθετικά, υποκριτικά πρότυπα, καταφεύγοντας σε αφηγηματικά, ποιητικής διάθεσης κείμενα. Τέτοιο κείμενο είναι το αλληγορικό «Ανοιξον», το οποίο παρουσίασε στο Μέγαρο Μουσικής, σε συνσκηνοθεσία της ίδιας και της Μαρίας Νικολακοπούλου. Σ' αυτό το σκηνικό της πείραμα η Ολ. Λαζαρίδου χρησιμοποίησε σπαράγματα ψαλμών, προσευχών, ποιητικών θρησκειολογικών κειμένων (λχ του Ρωμανού του Μελωδού και τον «Εκκλησιαστή» του Ιωάννη, τη Νεκρώσιμη Ακολουθία, το «Ασμα Ασμάτων») αλλά και στίχους σύγχρονων Ελλήνων ποιητών (Σεφέρης, Πεντζίκης, Καρούζος), τα οποία συνέδεσε η Θεοφανώ Καλογιάννη, σε ενιαίο κείμενο. Κείμενο ποιητικό μεν, αλλά νοηματικά ατελές και μυθοπλαστικά θολό, το οποίο προσπάθησε να διατυπώσει μια εξομολογητική, αυτογνωσιακή «προσευχή» του σύγχρονου ανθρώπου, σχετικά με τις αγωνίες, τις αμφιβολίες, τους φόβους, τις επιθυμίες, τα ερωτήματά του για τη ζωή, το θάνατο, την αγάπη.

Στο αφαιρετικά επιβλητικό σκηνικό (Λίλη Πεζανού), φωτισμένο ατμοσφαιρικά (Ανδρέας Μπάλλης), με σύγχρονα κοστούμια (Αγγελος Μέντης, Βάσω Κονσόλα), εκφραστική κίνηση (Σταυρούλα Σιάμου) και με την αυτοσχεδιαζόμενη μουσική, κράμα κλασικών, βυζαντινών και σύγχρονων ήχων (Κωνσταντίνος Βήττα), το κείμενο ερμηνεύτηκε λιτά και αισθαντικά, σαν ονειρική ανάπλαση από τον αφηγητή (Ολια Λαζαρίδου), της συνείδησής του (Αμαλία Μουτούση) και των κύριων προσώπων της ζωής του, με τη μορφή Χορού (Βαρβάρα Λαζαρίδου, Θεοδώρα Τζήμου, Κλαυδία Ζαραφωνίτου, Ρένος Μάντης, Βασίλης Καραμπούλας, Γιώργος Τσουλάρης, Παναγιώτης Καββαδάς).

«Γυναίκες στη θάλασσα» στο «Θέατρο Τέχνης»

«Η φωλιά του κούκου»
Ο βραβευμένος Παναγιώτης Μέντης είναι, ίσως, ο πιο σημαντικός, με προοδευτικό και ανθρωπιστικό κοινωνικό προβληματισμό, ουσιώδη θεματολογία, ευέλικτη μορφολογικά και ειδολογικά γραφή, πολύ παραγωγική πένα, εξ ου και πολλά υποσχόμενος για το μέλλον, δραματουργός της νεότερης γενιάς. Φέτος στο, ήδη ευάριθμο δραματουργικό έργο του, πρόσθεσε ένα ακόμη, με τίτλο «Οι γυναίκες στη θάλασσα», το οποίο ανέβασε το ανέκαθεν στοργικό απέναντι στη σύγχρονη δραματουργία μας, «Θέατρο Τέχνης» (στο θέατρο της οδού Φρυνίχου). Το σημείωμα του συγγραφέα στο πρόγραμμα της παράστασης αποδεικνύει το βάθος των σκέψεων, του προβληματισμού, του θεματικού πυρήνα και των επιμέρους θεματικών μοτίβων, που θέλησε να έχει το έργο του αυτό. Ενα έργο με επίκεντρο τον έρωτα, τις ανάγκες της καθημερινότητας, τη δύναμη της συνήθειας, το κυνήγι της καριέρας, τον πόθο της μητρότητας, την καταλυτική δύναμη που ασκεί η μάνα στη ζωή του παιδιού της, ιδιαίτερα όταν είναι γιος, η καταγωγική σχέση της ανθρώπινης φύσης με το υγρό στοιχείο, αλλά και η αποκοπή της από αυτό. Πρόσωπα του έργου είναι ένας νέος ψαράς που ζει στο νησί με τη μάνα του, μια Σουηδέζα με την οποία, όταν εκείνη παραθέριζε στο νησί, γέννησε ένα γιο που δεν τον είδε ποτέ, και μια Αθηναία, επιτυχημένη, χωρισμένη από τον άνδρα της, άτεκνη, δημοσιογράφος, η οποία κάνοντας μόνη διακοπές στο νησί σμίγει ερωτικά με τον ψαρά, παλεύοντας -ανεπιτυχώς- να τεκνοποιήσει και να προσαρμοστεί σε ένα ερημικό το χειμώνα τόπο. Το πρόβλημα αυτού του έργου του Μέντη είναι ότι θέλησε να πει πάρα πολλά και σοβαρά. Αλλά τα είπε φλύαρα, με υπερβολές, ασάφειες, γραφικότητες και με τηλεοπτική «λογική» στο πλάσιμο του μύθου, των διαλόγων και των χαρακτήρων. Το έργο του, περισσότερο αντιστοιχεί σε μια μελοδραματική τηλεοπτική ταινία, παρά σε ένα θεατρικό δράμα. Και αυτή τη «φύση» του υπηρέτησε, με τον καλύτερο τρόπο, η σκηνοθεσία του Κωστή Καπελώνη, επιτυγχάνοντας μια «κινηματογραφικών» ρυθμών παράσταση, διαρθρώνοντας τις σκηνές ως κοντινά και μακρινά «πλάνα» των προσώπων. Κέρδος της παράστασης είναι το λιτό, εικαστικής αντίληψης σκηνικό της Κατερίνας Σωτηρίου και η διακριτική, μελαγχολική μουσική του Χρήστου Λεοντή. Πολύ καλά εναρμονισμένες με την τηλεοπτική «λογική» του έργου ήταν οι ερμηνείες της Δήμητρας Χατούπη, του Πασχάλη Τσαρουχά. Διακριτική η ερμηνευτική προσπάθεια της Μαρίας Μιχαήλ. Η μόνη ερμηνεία που αντανακλούσε θεατρική θέρμη και χαρακτηρολογική αλήθεια είναι της Μαρίας Κωνσταντάρου (μάνα).

«Η φωλιά του κούκου» στο «Ριάλτο»

Το γνωστό, από την ομώνυμη ταινία, έργο του Ντεΐλ Βάσερμαν «Η φωλιά του κούκου», σε εξαιρετική μετάφραση του - εμπειρότατου πια μεταφραστή θεατρικών έργων - Ερρίκου Μπελιέ, ανέβασε στο «Ριάλτο» ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης, εκφράζοντας, μάλλον, με αυτή την επιλογή, την επιθυμία και προσπάθειά του να στραφεί προς ένα σοβαρότερο ρεπερτόριο. Ο Βλ. Κυριακίδης αναμφίβολα διαθέτει υποκριτικές ικανότητες. Εδώ και πολλά χρόνια τις έστρεψε στην κωμωδία, αλλά και τις ανάλωσε, όχι χωρίς συνέπειες, στην τηλεόραση. Θα χρειαστεί χρόνος για να απαγκιστρωθεί από το τηλεοπτικό υποκριτικό ήθος. Και ίσως άρχισε να προσπαθεί γι' αυτό, όπως διαφάνηκε από τη σκηνοθεσία και την ερμηνεία του στο έργο του Βάσερμαν, το οποίο δεν είναι κωμωδία. Είναι μια κοινωνική αλληγορία. Μια πικρότατη, αν όχι και σκληρότατη σάτιρα, με στιγμιαίες κωμικές εξάρσεις, που προκαλεί η καθημερινότητα, τα λογικά και τα παράλογα, οι στιγμιαίες «εξεγέρσεις» μιας ομάδας «εθελοντών» τροφίμων και ενός υγιούς, αλλά κοινωνικά απροσάρμοστου, σε ένα αμερικάνικο ψυχιατρείο, ενάντια στη φαινομενικά «ανθρωπιστική», αλλά ουσιαστικά απάνθρωπη «θεραπευτική αγωγή» και την καταπιεστική εξουσία της προϊσταμένης - εκπροσώπου του ιδρύματος.

Ο Βλ. Κυριακίδης έστησε μια καθαρή, σεμνή, γοργόρυθμη (αλλά κάπως φωνακλάδικη) παράσταση, με αίσθηση και του δραματικού υπεδάφους της σατιρικής επιφάνειας του έργου. Στο γενικά καλό σκηνικό αποτέλεσμα συνέβαλαν το ρεαλιστικό σκηνικό και τα κοστούμια (Χρήστος Μπρούμας) και η ροκ ακουσμάτων μουσική (Διονύση Τσακνής). Από τις συνολικά καλές ερμηνείες, προσεγμένες και ισότιμα προβαλλόμενες από τη σκηνοθεσία του Βλ. Κυριακίδη - ο ίδιος ερμηνεύει με αμεσότητα και συγκρατημένη κωμικότητα τον πρωταγωνιστικό ρόλο - ιδιαίτερα ξεχωρίζουν της Εφης Μουρίκη (για το ρεαλιστικό μέτρο και την απέριττη δυναμικότητά της), του Πάνου Σταθακόπουλου (για το δηλητηριώδες, μελαγχολικό χιούμορ του και την ψυχογράφιση του ρόλου του) και του Γρηγόρη Ποιμενίδη, ενός νέου χαριτωμένα - φύσει κωμικός - νέου ηθοποιού.


ΘΥΜΕΛΗ