ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ
«Μποναμάς» λιτότητας και αυταρχισμού
Τρίτη 6 Γενάρη 2004

Για τους δημόσιους υπαλλήλους ο ερχομός του 2004 συνοδεύτηκε με την ένταση της κυβερνητικής επίθεσης στα εργασιακά και δημοκρατικά τους δικαιώματα. Η επίθεση αυτή, που τα αποτελέσματά της θα γίνονται όλο και πιο έντονα με το πέρασμα του χρόνου, μεταφράζεται σε καθήλωση ακόμα και μείωση των αποδοχών, υπεραντικοποίηση της εργασίας μέσω της σύνδεσης μισθού - παραγωγικότητας και χειραγώγηση των συνειδήσεων των εργαζομένων.

Η ψήφιση του νόμου για το μισθολόγιο - φτωχολόγιο των εργαζομένων στο Δημόσιο, που εφαρμόζεται από 1-1-2004, διαμόρφωσε τον κατώτερο βασικό μισθό στα 590 ευρώ μεικτά, τη στιγμή που αίτημα των εργαζομένων είναι τα 1.100 ευρώ. Το ποσό των 590 ευρώ προέρχεται κατά κύριο λόγο από την ενσωμάτωση στον παλιό βασικό μισθό του λεγόμενου χρονοεπιδόματος, του επιδόματος εξομάλυνσης και μέρους του κινήτρου απόδοσης. Δηλαδή, το μεγαλύτερο μέρος του νέου βασικού μισθού οι εργαζόμενοι το έπαιρναν με άλλη μορφή. Παίρνοντας ακόμα υπόψη ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι τα τελευταία χρόνια έχουν υποστεί 30% απώλεια στα εισοδήματά τους, είναι προφανές ότι ο νέος κατώτερος βασικός μισθός πρώτον, δεν μπορεί να αναπληρώσει τις απώλειες αυτές και δεύτερον, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να καλύψει τις σύγχρονες αυξημένες ανάγκες των εργαζομένων.

Ακόμα, το νέο μισθολόγιο οδηγεί στη συρρίκνωση των αποδοχών - μέσω διαφόρων τρόπων - μέχρι και 18%, όπως τελευταίως ανακοίνωσε η Πανελλήνια Ομοσπονδία Προσωπικού Οργανισμών Κοινωνικής Πολιτικής (ΠΟΠΟΚΠ). Μια ανακοίνωση που αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς προέρχεται από μια ομοσπονδία που ελέγχεται απόλυτα από τις συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ και η οποία επιβεβαίωσε την εδώ και καιρό διατυπωμένη εκτίμηση του «Ρ» ότι πρόκειται για ένα μισθολόγιο λιτότητας. Η μείωση κατά 18% προέρχεται από την κατάργηση του επιδόματος των 176 ευρώ για τους νεοεισερχόμενους υπαλλήλους. Οσοι σήμερα το παίρνουν το ποσό αυτό διατηρείται ως προσωπική διαφορά, η οποία θα μειώνεται όσο αυξάνονται άλλα επιδόματα. Ακόμα, με την κατάργησή του, χάνουν το δικαίωμα να το διεκδικήσουν αυτοί οι κλάδοι που η κυβέρνηση είχε υποσχεθεί ότι θα τους το δώσει αλλά δεν το έκανε. Μείωση των αποδοχών επιφέρουν και οι αυξημένες κρατήσεις, που η αύξησή τους οφείλεται στο ότι θα υπολογίζονται σε μεγαλύτερο μέρος του μισθού από ό,τι σήμερα. Επίσης, το νέο μίνι ασφαλιστικό νομοσχέδιο, που παρουσίασε πρόσφατα το υπουργείο Εργασίας, προβλέπει ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι θα πληρώνουν επιπλέον εισφορά 2% για το επικουρικό.

Ο τρόπος χορήγησης του κινήτρου απόδοσης, συνδυασμένος με την αναμενόμενη εφαρμογή δεικτών αξιολόγησης (αποδοτικότητας και συμπεριφοράς) των δημοσίων υπαλλήλων, δείχνει ότι θα χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για τη σύνδεση του μισθού με την παραγωγικότητα, που στόχο θα έχει την υπεραντικοποίηση της εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και την εξασφάλιση της «τυφλής υποταγής» τους στις εκάστοτε κυβερνητικές πολιτικές. Τέλος, ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό του νέου μισθολογίου είναι η διατήρηση και ένταση της επιδοματικής πολιτικής, που στόχο έχει την ομηρία των εργαζομένων. Επιπλέον, τα επιδόματα δεν αποτελούν συντάξιμες αποδοχές και σε αντίθεση με το βασικό μισθό μπορούν να καταργηθούν, κάτι που αποδεικνύεται με την κατάργηση του επιδόματος των 176 ευρώ.

Μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τις εξελίξεις αυτές έχει η συμβιβασμένη πλειοψηφία της ΑΔΕΔΥ (ΠΑΣΚ, ΔΑΚΕ, ΑΠ). Η τακτική που ακολούθησε όλα αυτά τα χρόνια (άρνηση της οργάνωσης και ανάπτυξης των αγώνων των εργαζομένων και παραπομπή της επίλυσης οικονομικών και άλλων προβλημάτων στα πλαίσια του νέου μισθολογίου) οδήγησε σε ένα συνδικαλιστικό κίνημα ανίκανο να αντιδράσει στα αντεργατικά μέτρα της κυβέρνησης. Μια τακτική αδράνειας, αλλά και συναίνεσης σε αυτή την πολιτική. Γι' αυτό οι εργαζόμενοι στο δημόσιο είναι ανάγκη ακόμα περισσότερο από πριν να αλλάξουν τους συσχετισμούς στο συνδικαλιστικό κίνημα. Να βάλουν στο περιθώριο αυτές τις πλειοψηφίες και να ενισχύσουν τις ταξικές συνδικαλιστικές δυνάμεις, το ΠΑΜΕ, με στόχο την ανάπτυξη αποτελεσματικών αγώνων, που θα συγκρούονται με το σύνολο αυτής της πολιτικής και θα διεκδικούν αιτήματα που πραγματικά καλύπτουν τις σύγχρονες ανάγκες τους.