Υψηλής ποιότητας δραματουργία
Τετάρτη 14 Γενάρη 2004

«Λαχταρώ» στο «Θέατρο οδού Κυκλάδων»
«Λαχταρώ» από τη «νέα Σκηνή»

Οπου και όταν υπάρχει γνώση, ταλέντο, όραμα, προβληματισμός βάθους, αναζήτηση μιας θεατρικής αισθητικής ουσιαστικής, καινούριας και άφθαρτης από επιφανειακές και τυποποιημένες χρήσεις, γίνονται θεατρικά θαύματα, ακόμα και σε μια κτιριακά αμετάβλητη και ελάχιστη σε χωρητικότητα σκηνή, όπως είναι του «Θεάτρου οδού Κυκλάδων». Αυτή η σκηνή, μεταμορφωμένη εκπληκτικά, για μια ακόμη φορά, η «νέα Σκηνή», υπό τη σκηνοθετική «μπαγκέτα» του Λευτέρη Βογιατζή, συνέθεσε ένα χαμηλόφωνα μουσικό σκηνικό «ποίημα». Μια παράσταση τέλειας, σπάνιας ακρίβειας, υποδειγματικής ρεαλιστικής αφαίρεσης. Μια πολύπλευρη καλλιτεχνική δημιουργία, με το έργο της αδικοχαμένης Σάρα Κέιν «Λαχταρώ». Ενα έργο - ποίημα των τραυματικών οικογενειακών βιωμάτων, της υπαρξιακής απελπισίας, αλλά και της κοινωνικής αγωνίας, που συνέτριψαν, στον ανθό της νιότης της, αυτή τη μεγάλη ελπίδα της σύγχρονης αγγλικής δραματουργίας. Ενα έργο πόνου, για τα ανθρώπινα και κοινωνικά συντρίμμια που έβλεπε, παντού, γύρω της. Μέσα από τέσσερα πρόσωπα - τα οποία χαρακτηρίζονται μόνο με τα αρχικά Α (αρχικό που μπορεί να παραπέμπει στις ποικίλες έννοιες: συγγραφέας, αυτουργός, άνδρας, σύζυγος, πατέρας, εραστής, αυτός που κακοποιεί με διάφορους τρόπους), B (αγόρι και αδελφός), C (παιδί και κοπέλα), M (μητέρα και γυναίκα), δύο ζεύγη των οποίων οι σχέσεις εναλλασσόμενες διασταυρώνονται - η Κέιν υποδηλώνει τα ψυχολογικά συντρίμμια και την αγεφύρωτη απόσταση, που αφήνουν πίσω τους, όχι μόνο σε ανθρώπινο, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο, ο γάμος, οι σχέσεις γονιού - παιδιού, ο έρωτας, ο πόθος για αγάπη και επικοινωνία, η κάθε είδους βία.

«Τα ορφανά» στο «Θέατρο οδού Κεφαληνίας»
Το «γυμνό» από μελοδραματισμούς, «σκοτεινά» ποιητικό κείμενο της Κέιν, «φώτισε» μοναδικά μια άλλη ποιητική δημιουργία. Η αριστουργηματική μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη (εδώ να σημειώσουμε και τα σπουδαία, διαφωτιστικά για το έργο, κείμενά της στο πρόγραμμα της παράστασης). Καλλιτεχνικό θαύμα είναι και το ανθρωπολογικά και κοινωνιολογικά συμβολικό σκηνικό της Μαγιού Τρικεριώτη. Ενα υγρό «τοπίο», με τέσσερις «νησίδες», μία για κάθε πρόσωπο, συντρίμμια πατώματος ενός σπιτιού και κατ' επέκταση της σύγχρονης κοινωνίας, «νησίδες» αγεφύρωτης μοναξιάς, την οποία υπογραμμίζουν οι «ομιχλώδεις» φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου, και η μελαγχολία της μουσικής του Δημήτρη Καμαρωτού.

Ο Λευτέρης Βογιατζής δίδαξε μια απέριττα ρεαλιστική ερμηνεία, ολόγυμνη από δραματικότητες και γι' αυτό ουσιαστικά δραματικές, επιτυγχάνοντας απόλυτα με την ερμηνεία της Αγλαΐας Παππά (Μ), ερμηνεία απλότητας, θέρμης και αλήθειας και τη δική του, εκδοχή μιας φαινομενικά «ψυχρής» ανδρικής απελπισίας. Καλό το ερμηνευτικό αποτέλεσμα, αλλά όχι και το μέγιστο αναμενόμενο, από την ταλαντούχα Αγγελική Παπαθεμελή. Συμπαθής είναι και η ερμηνευτική προσπάθεια του πρωτοεμφανιζόμενου Βασίλη Μπουλουγούρη.

«Τα ορφανά» στο «Θέατρο οδού Κεφαλληνίας»

Αλλο ένα σημαντικό, ρεαλιστικό και αλληγορικό, ωμά σκληρό και συνάμα τρυφερό, δραματικά συνταρακτικό και ουμανιστικά αισιόδοξο έργο, σε μια αξιόλογη παράσταση και με τρεις εξαιρετικές ερμηνείες, που αξίζει να δουν οι φίλοι του αληθινά καλού θεάτρου, είναι το έργο του Λάιλ Κέσλερ «Τα ορφανά», που παρουσιάζει η «Πράξη» στη β' σκηνή της. Κράμα, επίσης, ψυχολογικού θεάτρου και κοινωνικής αλληγορίας, το έργο του Αμερικανού Λάιλ Κέσλερ, έχει θέμα τη φτώχεια, την ερημία, την ανάγκη του ανήμπορου ανθρώπου για αγάπη στη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία και την ανάγκη του να υπάρξει ένα «θαύμα», που να τον ελευθερώσει, να δώσει νόημα στη ζωή του, να τον κάνει να αντέξει τον έξω κόσμο, την κοινωνία. Πρωταγωνιστικά πρόσωπα του έργου είναι δυο αδέρφια, που ορφανεμένα από τη μάνα τους μεγάλωσαν σε ορφανοτροφείο και ουδέποτε γνώρισαν τον πατέρα τους. Ο μεγαλύτερος αδελφός, με μικροκλεψιές, παλεύει να ζήσουν ο ίδιος και ο μικρότερος αδελφός του, τον οποίο κρατά κλεισμένο στο τρωγλόσπιτό τους, για να τον προστατέψει από τον έξω κόσμο. Αφελής, αλλά έξυπνος ο μικρός αδελφός, έχει μεταβληθεί σε «θύμα», σε τρομαγμένο «ζώο» από την υπερπροστατευτική ψυχολογική «εξουσία» του μεγάλου αδελφού, ενός πλάσματος θύματος, επίσης, μιας κοινωνίας παραλογισμένης που συντρίβει τα πάντα, θυτοποιώντας και θυματοποιώντας τους ανθρώπους. Και ξάφνου, μέσα στην απόλυτη ερημία των δύο ορφανών νέων, εμφανίζεται ένας «από μηχανής θεός». Μέσα στο σπίτι - «φυλακή», σε μια ώρα που λείπει ο μεγάλος αδελφός, εισβάλλει ένας άγνωστος άνδρας. Ενας δυναμικός άνδρας, που κι αυτός μεγάλωσε ορφανός, ένας «πατέρας», υποκατάστατο του πραγματικού. Ενα πλάσμα, αφενός του πόθου του μικρότερου αδελφού να λυτρωθεί από τον εγκλεισμό του, να ζήσει, να γνωρίσει τον κόσμο και την κοινωνία και να «πιαστεί» από τις καλές πλευρές τους. Και αφ' ετέρου, της συνειδητοποίησης του μεγάλου αδελφού ότι αγάπη, και μεταξύ αδελφών, σημαίνει μια σχέση με ελευθερία, αλληλοκατανόηση, αλληλοβοήθεια, τρυφερότητα.

Με αυτό το βαθιά συγκινητικό έργο, έκανε την πρώτη, άξια επαίνου, μεταφραστική και σκηνοθετική του εμφάνιση ο ηθοποιός Δημοσθένης Παπαδόπουλος. Παρότι νέος, σχετικά, στο θέατρο, ο Δ. Παπαδόπουλος, με τη μετάφραση και τη σκηνοθεσία του επιβεβαίωσε την αισθαντικότητα, αλλά και το μέτρο που έχει επιδείξει ως ηθοποιός. Το μέτρο του, εδώ, εκδηλώθηκε με τη λιτή, ρεαλιστική, ανθρώπινης θέρμης και εναρμονισμένη με το σχεδόν μηδαμινό χώρο της υπόγειας σκηνής - χάρη και στο αφαιρετικά ρεαλιστικό σκηνικό και στα αρμόζοντα κοστούμια της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου και τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου - σκηνοθετική δουλιά του. Η αισθαντικότητά του επιβεβαιώθηκε και με τη θεατρικά εύγλωττη μετάφρασή του, αλλά πρωτίστως με την επίγνωσή του ότι σε μια τόσο μικρή, σχεδόν μηδαμινή σκηνή, το καλό αποτέλεσμα κρέμεται, κυριολεκτικά, από τις ερμηνείες. Από το μέτρο των ερμηνειών, από την αλήθεια, την παραμικρή λεπτομέρεια των μέσων - ηχοχρωμάτων και τόνων φωνής, εκφράσεων προσώπου, χειρονομίας, κίνησης - του ηθοποιού, δεδομένου ότι οι ηθοποιοί βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από τους θεατές.

Ο σκηνοθέτης ευτύχησε να έχει στη διάθεσή του τρεις πολύ καλούς ηθοποιούς. Εναν έμπειρο και δύο νέους. Με τη δική τους αμέριστη υποκριτική «κατάθεση», αναδεικνύεται και η αξία του έργου και η σκηνοθεσία. Δύσκολα μπορεί να πει κανείς ποιος είναι ο καλύτερος. Ο έμπειρος Αλκης Παναγιωτίδης (Χάρολν) συνδυάζει το «μυστήριο» και τη δύναμη του «εισβολέα, από μηχανής θεού» και το «φως» της γνώσης ζωής και της ανθρωπιστικής τρυφερότητας. Είναι έξοχος στη σκηνή του μεθυσιού. Ο νέος ηθοποιός Πέτρος Λαγούτης (Τρητ) μορφοποιεί τον βαθιά τραυματικό, παραλογισμένο από την ορφάνια, έρημο, θύτη - θύμα του κοινωνικού τρόμου, μεγάλο αδελφό. Ο καλύτερος από τους τρεις είναι ο επίσης νέος, ευφυής σκηνικά, εκφραστικότατα μεταμορφώσιμος για διάφορους ρόλους, ηθοποιός Παναγιώτης Παναγόπουλος. Η αλήθεια, η φυσικότητα και στην παραμικρή λεπτομέρεια της ερμηνείας του, η απλότητα, η γλυκύτητα, η συγκίνηση που εκπέμπει, είναι «δωρεά» για το έργο και την παράσταση.


ΘΥΜΕΛΗ