ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΕΜΠ
Καταστρέφουν τη νεότερη αρχιτεκτονική κληρονομιά!

Τους στόχους των ιδιωτικών συμφερόντων σε βάρος της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς μας αποκαλύπτει η έκθεση της Σχολής Αρχιτεκτόνων

Τετάρτη 18 Φλεβάρη 2004

Η είσοδος του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων
Τη «ραγδαία καταστροφή της πολιτιστικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς μας», καταγγέλλει η Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, σε απόφαση της Γενικής Συνέλευσής της, ενώ «καταπέλτη» για τη σχετική κυβερνητική πολιτική αποτελεί η έκθεση της επιτροπής που συγκρότησε η Σχολή για την κακή «εικόνα» που παρουσιάζει η υπόθεση της προστασίας της σύγχρονης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς μας.

Συμπαρατασσόμενη με τις καταγγελίες τόσο των καθηγητών της, όσο και του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων (ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ) και της Βαυαρικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών «σχετικά με την ανεπίτρεπτη κακοποίηση των έργων ενός από τους κορυφαίους Ελληνες αρχιτέκτονες, του Αρη Κωνσταντινίδη», η Σχολή απέστειλε έγγραφο προς τον υπουργό Πολιτισμού, με το οποίο ζητά «να σταματήσει αμέσως η καταστροφή του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων», έργο του μεγάλου αρχιτέκτονα.

«Η καταστροφή δεν περιορίζεται στο Μουσείο αυτό», σημειώνεται στην απόφαση, «αλλά και σε πολλά άλλα έργα του Αρη Κωνσταντινίδη, που έχουν προβληθεί στο εξωτερικό, αλλά και στο Μουσείο Θεσσαλονίκης, έργο του Πατρόκλου Καραντινού και ακόμη σε πολλά από τα ξενοδοχεία "Ξενία", τα οποία έχουν διεθνώς χαρακτηριστεί ως εξέχοντα έργα της μεταπολεμικής ελληνικής αρχιτεκτονικής, που εκφράζουν μια εναλλακτική αντίληψη για τον τουρισμό, έναν τουρισμό ποιότητας, στα μέτρα του ανθρώπου, αλλά και του φυσικού περιβάλλοντος και παράλληλα έργα μιας αρχιτεκτονικής η οποία σέβεται το υλικό, το τοπίο, τον χρήστη».

Αφού εκφράζει «τη ζωηρή της αποδοκιμασία για τις συντελούμενες κακοποιήσεις αρχιτεκτονικών και πολιτιστικών μνημείων», η Σχολή θεωρεί «ότι η πολιτεία πρέπει να προχωρήσει αμέσως στον χαρακτηρισμό των σημαντικών αυτών κτιρίων ως διατηρητέων και να μεριμνήσει για τη συντήρηση και την αποκατάστασή τους». Επίσης, καλεί όλους τους φορείς και τον κόσμο «να συνενώσουν τις δυνάμεις τους για την προστασία, την προβολή και την ένταξή τους στο ζωντανό πολιτιστικό γίγνεσθαι». Καλεί το ΥΠΠΟ και το ΥΠΕΧΩΔΕ «να σταθούν στο απαιτούμενο ύψος και να αποδέχονται στο εξής και τις επιστημονικά ελεύθερα εκφραζόμενες θέσεις των αρμοδίων υπηρεσιών τους, αντί να τις πιέζουν για "κατά παραγγελία απόψεις"». Επιπλέον, δηλώνει πρόθυμη να συνδράμει με το δυναμικό της «σε κάθε ενέργεια για τις επιστημονικώς άρτιες επεμβάσεις στα Μουσεία Ιωαννίνων και Αρχαιολογικό Αθηνών».

Εκθεση - «καταπέλτης»

Η Σχολή συγκρότησε επιτροπή με σκοπό την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, αποτελούμενη από τον καθηγητή Γ. Μ. Σαρηγιάννη και τους αναπληρωτές καθηγητές Α. Παπαϊωάννου και Α. Ρόκα. Η έκθεση αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα παρακάτω:

1) «Πολλά από τα έργα της σύγχρονης Αρχιτεκτονικής εμπλέκονται στα κυκλώματα της οικοδομικής κερδοσκοπίας και ως εκ τούτου ευρίσκονται στο στόχαστρο ιδιωτικών συμφερόντων, τα οποία με διάφορες μεθοδεύσεις συχνά επιτυγχάνουν την κατεδάφισή τους και την ανέγερση "κερδοφόρων" οικοδομημάτων» (π.χ., κατεδάφιση του εργοστασίου «ΗΒΗ» στο Μαρούσι, έργο του Θ. Παπαγιάννη, με ευθύνη του δημάρχου Αμαρουσίου και οικοδόμηση στη θέση του μεγαθηρίου του Βωβού).

2) «Αλλα κτίρια κατεδαφίζονται από το ίδιο το ελληνικό δημόσιο ή τις θυγατρικές του εταιρίες, με απαράδεκτες αιτιολογίες "επιχειρηματικότητας"», φέρνοντας ως παράδειγμα το «Φιξ» στη Συγγρού, έργο του Ζενέτου.

3) Ως «κορυφαίο παράδειγμα» δημοσίων επιχειρήσεων που έχουν «συγκροτηθεί ως ΝΠΙΔ νομοτύπως μεν για διαδικαστικούς λόγους, αλλά που λειτουργούν ως εταιρίες κατ' ουσίαν ιδιωτικού συμφέροντος» η έκθεση φέρνει την ΑΕ «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα». «Είναι γνωστό», σημειώνεται στην έκθεση, «ότι η νομιμότητα τέτοιων εταιριών αμφισβητείται και συνταγματικά, πλην όμως ως τώρα δρουν ανεξέλεγκτα με σαφή στόχο τη σκανδαλώδη κερδοφορία ιδιωτικών συμφερόντων». Η «ΕΤΑ ΑΕ» «διαχειρίζεται την περιουσία του ΕΟΤ, εκποιεί και κακοποιεί τόσο δασικές εκτάσεις, παραλίες, τοποθεσίες ιδιαίτερου φυσικού κάλλους όσο και τα "Ξενία"».

4) Η έκθεση κάνει λόγο για «τάση απαξίωσης του παρελθόντος, εν ονόματι της "ανάπτυξης" και του "εκσυγχρονισμού"», ενώ αναγνωρίζει τον αγώνα του επιστημονικού δυναμικού του ΥΠΠΟ και του ΥΠΕΧΩΔΕ, «παρά τις πιέσεις που δέχονται από τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες των υπουργείων αυτών». Οι αποφάσεις κατεδάφισης ή μη προστασίας «λαμβάνονται συχνά σε αντίθεση με τη γνώμη της αρμόδιας υπηρεσίας», ενώ «ασκούνται ισχυρές πιέσεις από την πολιτική ηγεσία ώστε να υπάρχει "σύμφωνη γνώμη" των αρμοδίων υπηρεσιών».

5) «(...)συχνά γίνεται χρήση γνωματεύσεων μη αρμοδίων υπηρεσιών και αγνοούνται οι νομικές υπηρεσίες, όπως έχει συμβεί με το Νέο Μουσείο Ακρόπολης, για την κατασκευή του οποίου θυσιάζεται ολόκληρη ελληνιστική και βυζαντινή συνοικία των Αθηνών, με διαδικασίες τις οποίες έχει απορρίψει το Συμβούλιο της Επικρατείας».

6) «Στη χώρα μας έχουν καταστραφεί, χωρίς αιδώ, φυσικά τοπία, ιστορικοί τόποι, παραδοσιακοί οικισμοί, οικιστικά σύνολα και αξιόλογα κτίρια (...) Αλλά ακόμη και κτίρια χαρακτηρισμένα ως διατηρητέα καταστρέφονται είτε με την πλήρη αλλοίωση του εσωτερικού τους και τη "διάσωση" μόνο της επιδερμίδας της όψης, είτε συχνά κατεδαφίζονται "τυχαία" ή και απροκάλυπτα, χωρίς να έχει ζητηθεί ως τώρα καμία ευθύνη».

Η έκθεση καταλήγει ότι το ελληνικό δημόσιο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις εισηγήσεις των αρμοδίων υπηρεσιών και των έγκυρων φορέων της χώρας και να προωθήσει επειγόντως τη θεσμική οχύρωση της προστασίας της νεότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.