Ο χωρικός Μάρεϊ
Κυριακή 29 Φλεβάρη 2004

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

...Σιγά σιγά ξεχάστηκα και δίχως να το καταλάβω, βυθίστηκα στις αναμνήσεις... Οι αναμνήσεις που αναδεύονταν στο μυαλό μου δίχως να τις προκαλώ...

Για κάποιο λόγο, θυμήθηκα απρόσμενα μια στιγμούλα από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια, όταν ήμουν μόλις εννιά χρονών, στιγμούλα που θα πίστευε κάποιος ότι την είχα τελείως ξεχάσει. Ομως, τις αναμνήσεις της πρώτης παιδικής μου ηλικίας τις αγαπούσα ιδιαίτερα.

Θυμήθηκα μια χρονιά τον Αύγουστο μήνα στο χωριό μας. Η μέρα ήταν ξηρή, φωτεινή, αλλά λίγο κρύα και φυσούσε αέρας. Το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος, και γρήγορα θα έφευγα για τη Μόσχα και θα άρχιζα πάλι να πλήττω όλον το χειμώνα με τα μαθήματα των γαλλικών. Εκτός αυτού, λυπόμουν τόσο πολύ που σε λίγο θα εγκατέλειπα το χωριό. Πήγα ως τ' αλώνια, κι ύστερα, κατηφορίζοντας στο φαράγγι, ανέβηκα στο Γυαλιστερό - έτσι λέγαμε ένα μέρος με πυκνούς θάμνους, στην άλλη πλευρά του φαραγγιού ως το μικρό δασάκι με τα φυλλωτά δέντρα. Αμέσως, ορμώ βαθύτερα μέσα σ' αυτούς τους θάμνους κι ακούω πιο πέρα, γύρω στα τριάντα βήματα, στο ξέφωτο, να οργώνει μόνος του ένας χωρικός. Βλέπω να οργώνει στο απόκρημνο βουνό, το άλογο να δυσκολεύεται, κι ακούω πότε πότε τη φωνή που έβγαινε απ' το στόμα του στον αέρα: «Ελα έλα!». Τους δικούς μας χωρικούς τους ξέρω σχεδόν όλους, δεν ξέρω όμως ποιος είναι τώρα, αυτός που οργώνει, αλλά ούτε και με νοιάζει. Είμαι απορροφημένος στη δική μου τη δουλιά, είμαι κι εγώ απασχολημένος. Κόβω με το χέρι μια βέργα λεπτοκαριάς για να χτυπώ στο νερό τα βατράχια. Είναι τόσο όμορφες αυτές οι βέργες και σπάζουν τόσο εύκολα, πολύ πιο εύκολα από τις σημυδένιες. Ασχολούμαι με τα διάφορα ζωύφια και με τους σκαραβαίους, τα μαζεύω και περνώ πολύ ωραία. Μ' αρέσουν επίσης οι μικρές, οι σβέλτες και κοκκινοκίτρινες σαύρες με τις μαύρες κηλίδες, αλλά τα φιδάκια τα φοβάμαι. Ομως, είναι πολύ σπάνια, πιο σπάνια απ' τις σαύρες. Μανιτάρια δεν υπάρχουν πολλά. Τα μανιτάρια τα μαζεύουν στα δασύλλια με τις σημύδες, σε λίγο θα πάω κι εκεί. Τίποτα στη ζωή μου δεν αγαπούσα τόσο, όσο το δάσος με τα μανιτάρια και τους άγριους καρπούς, με τα διάφορα ζωύφια και τα μικρά πουλιά του, με τους μικρούς σκαντζόχοιρους και τα σκιουράκια, με την οικεία νωπή μυρωδιά των πεσμένων σάπιων φύλλων. Ακόμα και τώρα που γράφω, μου φάνηκε ότι ένιωσα αυτή τη μυρωδιά να έρχεται απ' το δασάκι μας με τις σημύδες. Οι εντυπώσεις αυτές χαράζονται στη μνήμη για όλη τη ζωή. Μέσα στη βαθιά ησυχία, άκουσα ολοκάθαρα μια κραυγή: «Λύκος λύκος!». Εβαλα τις φωνές, πανικοβλήθηκα και, κραυγάζοντας με όλη μου τη δύναμη, έτρεξα προς το ξέφωτο, κατευθείαν στο χωρικό που όργωνε.

Ηταν ο χωρικός μας ο Μάρεϊ. Δεν ξέρω αν υπάρχει τέτοιο όνομα, αλλά όλοι τον φώναζαν Μάρεϊ. Ηταν πενήντα περίπου χρονών, γεροδεμένος, αρκετά ψηλός, τα μαλλιά του άρχιζαν ν' ασπρίζουν, με σκούρα ξανθή, φαρδιά και πυκνή γενειάδα. Τον είχα ξαναδεί, αλλά ποτέ σχεδόν άλλη φορά δεν έτυχε να πιάσω κουβέντα μαζί του. Ακούγοντας το ξεφωνητό μου, σταμάτησε αμέσως το άλογο κι όταν με είδε να παίρνω φόρα και να γαντζώνομαι με το ένα χέρι απ' το αλέτρι του και με το άλλο απ' το μανίκι του, κατάλαβε την τρομάρα μου.

«Ερχεται λύκος!» κραύγασα με πνιχτή φωνή.

Αυτός σήκωσε το κεφάλι κοιτάζοντας αυτόματα τριγύρω, πιστεύοντας σχεδόν για μια στιγμή αυτό που είπα.

«Πού είναι ο λύκος;»

«Φώναξε... Κάποιος φώναξε μόλις τώρα: "Λύκος λύκος"»... ψέλλισα εγώ.

«Τι έπαθες, τι έπαθες, ποιος λύκος, στ' όνειρό σου τον είδες. Ησύχασε! Τι ζητάει εδώ ο λύκος;» ψιθύρισε, δίνοντάς μου λίγο κουράγιο. Εγώ, όμως, έτρεμα ολόκληρος και γαντζώθηκα ακόμα πιο δυνατά απ' το καφτάνι του. Θα πρέπει να είχα κιτρινίσει σαν κερί. Αυτός με κοίταξε μ' ανήσυχο χαμόγελο, προφανώς από φόβο και ταραχή για μένα.

«Για δες τον που φοβήθηκε, έλα έλα!» είπε κουνώντας το κεφάλι. «Φτάνει, γιε μου. Ελα παλικάρι μου, άντε!».

Απλωσε το χέρι και με χάιδεψε ξαφνικά στο μάγουλο.

«Ελα λοιπόν, φτάνει. Χριστός και Παναγιά, κάνε το σταυρό σου». Δεν έκανα όμως το σταυρό μου. Οι άκρες από τα χείλια μου έτρεμαν κι αυτό νομίζω το πρόσεξε ιδιαίτερα. Εκπληκτος πλησίασε αργά το χοντρό και λερωμένο απ' το χώμα δάχτυλό του με το μαύρο νύχι και άγγιξε αθόρυβα τα τρεμάμενα χείλη μου.

«Για δες τον, άντε», μου είπε χαμογελώντας μ' ένα μακρύ και στοργικό χαμόγελο. «Κύριε ελέησον. Τι πράγματα είν' αυτά; Ελα τώρα!».

Τελικά, κατάλαβα ότι δεν υπάρχει κανένας λύκος κι ότι η κραυγή «λύκος, λύκος» ήταν αποκύημα της φαντασίας μου. Η φωνή, μολαταύτα, ήταν τόσο καθαρή, την ξεχώρισα τόσο καλά, και τέτοιες φωνές όχι μόνο για τους λύκους μου φάνηκε ότι είχα ξανακούσει μια-δυο φορές κι ήξερα...

«Καλά, φεύγω», είπα, κοιτάζοντάς τον δειλά δειλά, σαν να περίμενα να μου πει κάτι.

«Αντε, λοιπόν, πήγαινε, εγώ θα σε παρακολουθώ με τα μάτια. Δε θα σ' αφήσω δα και στο λύκο!» συνέχισε να λέει αυτός, με το μητρικό πάντοτε χαμόγελό του. «Λοιπόν, ο Χριστός μαζί σου, άντε, δίνε του», και με σταύρωσε με το χέρι, κάνοντας ύστερα κι ο ίδιος το σταυρό του. Απομακρύνθηκα κοιτάζοντας πίσω μου σχεδόν κάθε δέκα βήματα. Ο Μάρεϊ, καθώς έφευγα, συνέχιζε, όρθιος με τ' άλογό του, να με παρακολουθεί με το βλέμμα, γνέφοντας με το κεφάλι κάθε φορά που κοίταζα πίσω. Πρέπει να ομολογήσω ότι τον ντρεπόμουν λίγο που φοβόμουν τόσο. Καθώς προχωρούσα, συνέχιζα ακόμα να φοβάμαι πολύ το λύκο, ώσπου ν' ανέβω στην πλαγιά της χαράδρας, στην πρώτη σιταποθήκη. Εδώ, ο φόβος έφυγε τελείως και ξαφνικά ρίχτηκε επάνω μου το σπιτικό σκυλί μας, το λυκόπουλο. Μαζί του τώρα εμψυχώθηκα πολύ και γύρισα για τελευταία φορά προς τον Μάρεϊ. Δεν μπορούσα πια να διακρίνω καθαρά το πρόσωπό του, αλλά αισθανόμουν ότι με χαιρετούσε ακόμα με το γνέψιμο του κεφαλιού κι ένιωθα το θωπευτικό χαμόγελό του. Τον χαιρέτησα με το χέρι, έκανε κι αυτός το ίδιο σε μένα και τράβηξε πιο πέρα το άλογο.

«Γεια σου, γεια σου!» ακούστηκε γι' άλλη μια φορά η φωνή του και το άλογο άρχισε πάλι να τραβάει τ' αλέτρι του.

Ολα αυτά δεν ξέρω γιατί μου ήρθαν στο μυαλό μαζεμένα, αλλά με μια εκπληκτική ακρίβεια στις λεπτομέρειες.

Τότε καθώς επέστρεφα στο σπίτι από τον Μάρεϊ σε κανέναν δε μίλησα για την «περιπέτειά» μου. Αλλά και τι είδους περιπέτεια ήταν αυτή; Ακόμα και για τον Μάρεϊ τότε, ξέχασα πολύ γρήγορα. Οταν ύστερα ανταμώναμε κάπου κάπου, ποτέ σχεδόν δε μιλούσαμε, όχι μόνο για το λύκο αλλά για τίποτα, και ξαφνικά τώρα, μετά είκοσι χρόνια, στη Σιβηρία, θυμήθηκα όλη αυτή τη συνάντηση με τέτοια διαύγεια, μέχρι την πιο μικρή λεπτομέρεια. Αυτό σημαίνει ότι το περιστατικό αποτυπώθηκε στην ψυχή μου, μόνο του, χωρίς τη θέλησή μου και απρόσμενα ήρθε στη μνήμη μου, ακριβώς όταν έπρεπε. Ηρθε στη μνήμη αυτό το τρυφερό, το μητρικό χαμόγελο του φτωχού δουλοπάροικου χωριάτη, τα σταυροκοπήματά του, το κούνημα του κεφαλιού: «Για δες, φοβήθηκες, παλικάρι μου!». Ειδικά αυτό το χοντρό, το λερωμένο από το χώμα δάχτυλό του, με το οποίο χάιδεψε αργά και με συνεσταλμένη τρυφερότητα τα τρεμάμενα χείλη μου. Ο καθένας, βέβαια, θα έδινε θάρρος σ' ένα παιδί, αλλά εδώ, σ' αυτή την απομονωμένη συνάντηση, έγινε, ας πούμε, κάτι τελείως διαφορετικό. Αν ήμουν το δικό του παιδί, δε θα μπορούσε να με κοιτάξει με βλέμμα που να φεγγοβολούσε με περισσότερη αγάπη. Ποιος, όμως, τον υποχρέωνε γι' αυτό; Αν ήταν δικός μας δουλοπάροικος, εγώ, βέβαια, θα ήμουν το αρχοντόπουλο. Κανένας δε θα μάθαινε τον τρόπο που με χάιδεψε, ούτε θα τον είχε ανταμείψει. Λέτε να αγαπούσε τόσο πολύ τα μικρά παιδιά; Τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν. Το μέρος που συναντηθήκαμε ήταν απόμερο, ένα ερημικό χωράφι κι ίσως μόνον ο Θεός έβλεπε από πάνω με ποιο βαθύ και φορτισμένο ανθρώπινο αίσθημα και με πόση λεπτή, γυναικεία σχεδόν τρυφερότητα μπορεί να γεμίσει η καρδιά κάποιου άξεστου και κτηνωδώς αστοιχείωτου δουλοπάροικου Ρώσου χωρικού, που ακόμα δεν είχε την ελπίδα και δε μάντευε τότε την κατοπινή ελευθερία του...


Του
Φ. ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ