«Την εποχή αυτή στο Αγρίνιο (Βραχώρι) έδρευαν δυο τάγματα με επικεφαλής τον ταγματάρχη Ανδριώτη, που φερνόταν στους στρατιώτες με ανάρμοστη διαγωγή. Τους τιμημένους αγωνιστές, που ούτε σπιθαμή γης είχαν, ούτε κανένα βιοποριστικό επάγγελμα ήξεραν, αφού μια ζωή ολόκληρη πολεμούσαν τον κατακτητή και είχαν καταταγεί για ένα πιάτο φαγητό στον τακτικό στρατό, τους υπέβαλε σ' ένα σωρό εξευτελισμούς και ταπεινώσεις, όπως άλλωστε γινόταν σε όλη την Ελλάδα».
Οι πλαγιές της κυρά Βγένας και τα βουνά του Βάλτου και του Ξηρόμερου γέμισαν από τους παραγκωνισμένους αγωνιστές, που ορκίστηκαν να πολεμήσουν τη Βαυαροκρατία. Ετσι, τον Αύγουστο του 1835, κατέβηκαν από τα γύρω βουνά και βοηθούμενοι από τους δυσαρεστημένους τακτικούς, διέλυσαν τα τάγματα του Ανδριώτη.
Μια νέα, πολυτελέστατη έκδοση, ένα αξιόλογο λεύκωμα με πλουσιότατο φωτογραφικό υλικό, γραμμένο με κάποια πίκρα και με μεγάλη νοσταλγία, κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ERGO, Αθήνα 2003. Πρόκειται για μια πανέξυπνη ιδέα του Αριστείδη Μπαχραμπά, που μονάχα όποιος κατάγεται ή ζει ακόμη στο Αγρίνιο θα μπορέσει να το απολαύσει. Ο αναγνώστης θα έχει την ευκαιρία να δει τις αόρατες, πολλές φορές, γοητευτικές όψεις της πόλης και να μάθει κάποιες άγνωστες στον πολύ κόσμο καθοριστικές στιγμές στην ιστορία του. Η όψη της καρδιάς της Αιτωλοακαρνανίας έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια. Αγνώριστη έχει γίνει. Προς το καλύτερο; Δεν είμαι σίγουρη. Φυσικά, το σημερινό Αγρίνιο είναι μια σύγχρονη πόλη, που αναπτύσσεται συνεχώς, με ταχύτατους ρυθμούς και δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από άλλες επαρχιακές πόλεις και, φυσικά, πανομοιότυπη είναι με τις υπόλοιπες. Προσωπικά, αυτή η καθυστερημένη επίσκεψη μού προκαλεί πόνο στη μνήμη μου. Ανακαλώ εκείνα τα λίγα που έζησα στην εφηβεία μου και διαπιστώνω πως είναι βαθιά χαραγμένα, όπως και εκείνα που συνέβησαν πολύ πριν γεννηθώ. Από τις διηγήσεις των μεγάλων. Και τώρα, με τούτο το εξαιρετικό λεύκωμα, ξαναγυρίζω πίσω στο χρόνο και ακούω τη φωνή της γιαγιάς μου να με προσκαλεί να περάσω μέσα στο δίπατο ευρύχωρο γκρίζο σπίτι (οι τεχνίτες είχαν χρησιμοποιήσει ψαμμίτη λίθο και καλά πελεκημένο με ισόδομο σύστημα, μου εξηγεί).
Αυτό, όμως, το ημιτελές που θεωρείται μια ιδιορρυθμία και που πέρασε σαν ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της πόλης, σήμερα έδωσε τη θέση του σ' έναν άλλο τύπο οικοδομής και αρχιτεκτονικού ρυθμού, την πολυκατοικία...
Προτιμώ την ιδιορρυθμία του ημιτελούς. Προχωρώ την οδό Παπαστράτου, χαρούμενη και μελαγχολική συγχρόνως. Δεν είμαι μόνη. Οι ιδανικές φωνές κι αγαπημένες με ακολουθούν. Κοιτάζω τις πολυτελείς προθήκες των καταστημάτων. Τι απέμεινε από το παλιό Αγρίνιο αναρωτιέμαι, καθώς ανηφορίζω και κοντεύω να φτάσω στο Πάρκο, τι απέμεινε από μένα την ίδια; Η μυρωδιά του καπνού, που έχει ποτίσει το χώμα και τον αέρα, αλλά και το ...ολοκληρωτικό ιδιόρρυθμο χιούμορ των κατοίκων.
Μου είπε κάποτε ένας φίλος: «Την παλιά εποχή, εκείνη που εσύ νοσταλγείς, όταν ένας εργάτης κατέβαζε δυο ποτηράκια, ήταν ένας μπεκρής για την άρχουσα τάξη. Οταν οι γαιοκτήμονες άδειαζαν μπουκάλες και παραπατούσαν στην κυριολεξία, τελούσαν εν ευθυμία...».
Το Αγρίνιο, εκείνο που εγώ γνώρισα, ξαναζεί χάρη σε τούτο το υπέροχο λεύκωμα που είναι αφιερωμένο στην καπνεργατική τάξη Αγρινίου, στα είδωλα απόντων του λευκώματος και στην οικογένεια του Αριστείδη Μπαχραμπά.