Καθ' οδόν: Στο Αγρίνιο
Κυριακή 28 Μάρτη 2004

Το βιβλίο του Αριστείδη Μπαχραμπά: «Το Αγρίνιο κάποτε...»
Κατά τη μυθολογία, χτίστηκε από τον βασιλιά Αγριο, γιο του Θεστία. Κατά την οικογενειακή μου «μυθολογία», το Βραχώρι, το Αγρίνιο δηλαδή, ήταν ο γενέθλιος τόπος όλων των προγόνων μου από τη μεριά της μητέρας μου. Το γνώρισα στα δεκατέσσερά μου χρόνια. Μεγάλη Παρασκευή ήταν. Πόσες δεκαετίες έχουν περάσει από τότε; Θυμάμαι την εντύπωση που μου έκανε ο χαλκουνοπόλεμος που μαινόταν στην πλατεία Μπέλλου, έτσι λεγόταν τότε η κεντρική πλατεία. Θυμάμαι ότι αυτό το έθιμο μάλλον με είχε ενοχλήσει. Βάρβαρο το είχα χαρακτηρίσει. Τι άλλο θυμάμαι; Λίγα πράγματα. Τους συγγενείς και φίλους, που ήρθαν να μας χαιρετήσουν. Μερικά ωραία μεγάλα σπίτια, που πια δεν υπάρχουν, το πάρκο που καταπράσινο και περιποιημένο ήταν τότε. Μα, εκείνο που με ακολουθεί πιστά από τότε είναι η μυρωδιά, η ευωδιά, θα έλεγα, του καπνού. Η νοσταλγία πάντα χτυπάει ύπουλα και με μέθοδο. Την περασμένη Κυριακή, με παρέσυρε στο Μεσολόγγι, όχι τυχαία. Φυσικό είναι, λοιπόν, να κάνω σήμερα τα τριάντα πέντε χιλιόμετρα που το χωρίζουν από το Αγρίνιο. Και να 'μαι εδώ. Κάθομαι σε ένα καφενείο, ζητάω ένα σκέτο ελληνικό, ανάβω ένα τσιγάρο και ανοίγω το βιβλίο του Θεόδωρου Θωμόπουλου: «Το Αγρίνιο. Απ' την αρχαιότητα μέχρι σήμερα» Αθήνα 1954, που έχει από καιρό εξαντληθεί. Μου αρέσει να ταξιδεύω μέσα από τις σελίδες του.

Ο εξευτελισμός των αγωνιστών...

Το πρώτο θέατρο στο Αγρίνιο, στην οδό Δ. Στάικου
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, οι μεγάλες δυνάμεις εξέλεξαν για βασιλιά της Ελλάδος, τον ανήλικο Βαυαρό πρίγκιπα Οθωνα, με τριμελή αντιβασιλεία, αποτελούμενη από τους Αρμασμπερκ, Χέιδεν και Μάουερ. Οι ξένες επιρροές εκδηλώθηκαν έντονα στα πρόσωπα των τριών ξένων, με τελική επικράτηση της αγγλικής, στο πρόσωπο του κόμητος Αρμασμπερκ. Το Μάη του 1834, εκδόθηκε η απόφαση θανατικής καταδίκης των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα.

«Την εποχή αυτή στο Αγρίνιο (Βραχώρι) έδρευαν δυο τάγματα με επικεφαλής τον ταγματάρχη Ανδριώτη, που φερνόταν στους στρατιώτες με ανάρμοστη διαγωγή. Τους τιμημένους αγωνιστές, που ούτε σπιθαμή γης είχαν, ούτε κανένα βιοποριστικό επάγγελμα ήξεραν, αφού μια ζωή ολόκληρη πολεμούσαν τον κατακτητή και είχαν καταταγεί για ένα πιάτο φαγητό στον τακτικό στρατό, τους υπέβαλε σ' ένα σωρό εξευτελισμούς και ταπεινώσεις, όπως άλλωστε γινόταν σε όλη την Ελλάδα».

Οι πλαγιές της κυρά Βγένας και τα βουνά του Βάλτου και του Ξηρόμερου γέμισαν από τους παραγκωνισμένους αγωνιστές, που ορκίστηκαν να πολεμήσουν τη Βαυαροκρατία. Ετσι, τον Αύγουστο του 1835, κατέβηκαν από τα γύρω βουνά και βοηθούμενοι από τους δυσαρεστημένους τακτικούς, διέλυσαν τα τάγματα του Ανδριώτη.

Το Αγρίνιο κάποτε

Μια νέα, πολυτελέστατη έκδοση, ένα αξιόλογο λεύκωμα με πλουσιότατο φωτογραφικό υλικό, γραμμένο με κάποια πίκρα και με μεγάλη νοσταλγία, κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ERGO, Αθήνα 2003. Πρόκειται για μια πανέξυπνη ιδέα του Αριστείδη Μπαχραμπά, που μονάχα όποιος κατάγεται ή ζει ακόμη στο Αγρίνιο θα μπορέσει να το απολαύσει. Ο αναγνώστης θα έχει την ευκαιρία να δει τις αόρατες, πολλές φορές, γοητευτικές όψεις της πόλης και να μάθει κάποιες άγνωστες στον πολύ κόσμο καθοριστικές στιγμές στην ιστορία του. Η όψη της καρδιάς της Αιτωλοακαρνανίας έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια. Αγνώριστη έχει γίνει. Προς το καλύτερο; Δεν είμαι σίγουρη. Φυσικά, το σημερινό Αγρίνιο είναι μια σύγχρονη πόλη, που αναπτύσσεται συνεχώς, με ταχύτατους ρυθμούς και δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από άλλες επαρχιακές πόλεις και, φυσικά, πανομοιότυπη είναι με τις υπόλοιπες. Προσωπικά, αυτή η καθυστερημένη επίσκεψη μού προκαλεί πόνο στη μνήμη μου. Ανακαλώ εκείνα τα λίγα που έζησα στην εφηβεία μου και διαπιστώνω πως είναι βαθιά χαραγμένα, όπως και εκείνα που συνέβησαν πολύ πριν γεννηθώ. Από τις διηγήσεις των μεγάλων. Και τώρα, με τούτο το εξαιρετικό λεύκωμα, ξαναγυρίζω πίσω στο χρόνο και ακούω τη φωνή της γιαγιάς μου να με προσκαλεί να περάσω μέσα στο δίπατο ευρύχωρο γκρίζο σπίτι (οι τεχνίτες είχαν χρησιμοποιήσει ψαμμίτη λίθο και καλά πελεκημένο με ισόδομο σύστημα, μου εξηγεί).

Μαθητικά συσσίτια φτωχών παιδιών στα Προσφυγικά
«Τα γκρίζα σπίτια είναι ένα μύθος», σημειώνει στο βιβλίο ο Χρήστος Ε. Κατσιμπίνης, «που δημιουργήθηκε σε κάποια ιστορική στιγμή για την πόλη του Αγρινίου. Είναι το πέρασμα από μια εποχή αρχιτεκτονικής νοοτροπίας και ενός ρυθμού, που ποτέ δεν μπόρεσε να εξελιχθεί και να ολοκληρωθεί».

Αυτό, όμως, το ημιτελές που θεωρείται μια ιδιορρυθμία και που πέρασε σαν ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της πόλης, σήμερα έδωσε τη θέση του σ' έναν άλλο τύπο οικοδομής και αρχιτεκτονικού ρυθμού, την πολυκατοικία...

Προτιμώ την ιδιορρυθμία του ημιτελούς. Προχωρώ την οδό Παπαστράτου, χαρούμενη και μελαγχολική συγχρόνως. Δεν είμαι μόνη. Οι ιδανικές φωνές κι αγαπημένες με ακολουθούν. Κοιτάζω τις πολυτελείς προθήκες των καταστημάτων. Τι απέμεινε από το παλιό Αγρίνιο αναρωτιέμαι, καθώς ανηφορίζω και κοντεύω να φτάσω στο Πάρκο, τι απέμεινε από μένα την ίδια; Η μυρωδιά του καπνού, που έχει ποτίσει το χώμα και τον αέρα, αλλά και το ...ολοκληρωτικό ιδιόρρυθμο χιούμορ των κατοίκων.

Μου είπε κάποτε ένας φίλος: «Την παλιά εποχή, εκείνη που εσύ νοσταλγείς, όταν ένας εργάτης κατέβαζε δυο ποτηράκια, ήταν ένας μπεκρής για την άρχουσα τάξη. Οταν οι γαιοκτήμονες άδειαζαν μπουκάλες και παραπατούσαν στην κυριολεξία, τελούσαν εν ευθυμία...».

Το Αγρίνιο, εκείνο που εγώ γνώρισα, ξαναζεί χάρη σε τούτο το υπέροχο λεύκωμα που είναι αφιερωμένο στην καπνεργατική τάξη Αγρινίου, στα είδωλα απόντων του λευκώματος και στην οικογένεια του Αριστείδη Μπαχραμπά.

Γωνία Μπουκογιάννη και Παπαστράτου. Το περίπτερο Στεργίου
Η ώρα πέρασε. Αποχαιρετώ την πόλη με τους στίχους του Πάνου Χατζόπουλου. «Εκλεισα όλους τους λογαριασμούς/ λευτερώθηκα για πάντα από το δρόμο, από την τσάντα, από τα συμβατικά χαριεντίσματα/ Γεια σου σύντροφε, για πάντα».



Διαφημιστική αφίσα των καπνών Αγρινίου


Στα νταμάρια, εργάτες στην εξόρυξη του ψαμμόλιθου με πρωτόγονα μέσα


Εργάτριες και εργάτες στα καπνά, σε αρμάθιασμα