Ο τίτλος και το εξώφυλλο αφορούν απόλυτα στο θεματικό «πυρήνα» του βιβλίου και στο στόχο της δημιουργού του. Πριν έντεκα χρόνια μια Τουρκάλα δικηγόρος, που ξέρει ελληνικά, τηλεφώνησε στη συγγραφέα και της μίλησε για τους Χανιώτες παππούδες της, οι οποίοι έφυγαν από την Κρήτη με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Αυτό το τηλεφώνημα ήταν το έναυσμα για να αρχίσει από τότε η Μ. Δούκα να ψάχνει και να διαβάζει ιστορικά αρχεία, παλιά δημοσιεύματα και βιβλία (ιστορικά, λογοτεχνικά, ποιητικά, θρησκειολογικά, ακόμα και το Κοράνι), να συλλέγει μαρτυρίες, αλλά και να αναθυμάται ιστορίες που της διηγιόταν η γιαγιά της για τη συμβίωση χριστιανών και μουσουλμάνων Κρητών, έως το 1924, προκειμένου να γράψει ένα βιβλίο για την ιστορία της αγαπημένη της γενέτειρας από τη φραγκοκρατία και εντεύθεν.
«Για το παρόν της πόλης, αλλά εμποτισμένο με το ιστορικό παρελθόν της. Ερευνώντας και γράφοντας διαπίστωνα πόσες προκαταλήψεις είχα κι εγώ η ίδια για τους μουσουλμάνους. Αρχισα να κατανοώ τη θρησκεία τους. Να καταλαβαίνω το μεγάλο βαθμό της μισαλλοδοξίας και της εθνικιστικής υπεροψίας μας, την οποία εκδηλώνουμε και σήμερα απέναντι στους μετανάστες. Να διαπιστώνω ότι αποτρόπαιες πράξεις γίνονταν και από τις δύο πλευρές. Να αναγνωρίζω και να σέβομαι τον πολιτισμό των άλλων», υπογράμμισε η συγγραφέας.
Κράμα μυθοπλασίας και πραγματικότητας, ο κεντρικός ήρωας του μυθ-ιστορήματος, ο χανιώτικης καταγωγής «μουσουλμάνος» Αρίμ Καούρ, είναι ένας σημερινός ερευνητής, που ζει στο Λονδίνο και με «οδηγό» το ημερολόγιο του παππού του πάει στα Χανιά να βρει τις «ρίζες» του, ξέροντας, ότι όπως στην εποχή της «Ιεράς Συμμαχίας», έτσι και σήμερα «η διαμόρφωση της υποκειμενικότητας, η δημιουργία δηλαδή των απαιτήσεων, των προτιμήσεων, των αντιλήψεων του ανθρώπου, παρασκευάζεται στα ειδικά εργαστήρια της παγκόσμιας αγοράς». Οτι «τους λαούς σήμερα δεν τους θέλουν παρά μόνο ως εξωτική, πολύχρωμη τοπικότητα στην υπηρεσία των αναγκών του κεφαλαίου», όπως βάζει η συγγραφέας τον ήρωά της να λέει.