ΠΡΟΩΡΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΑ
Ακόμη επιθετικότερη η αντιδραστική πολιτική
Σάββατο 10 Απρίλη 2004 - Κυριακή 11 Απρίλη 2004

Associated Press

Τραπεζικοί, μέλη συνδικάτου προσκείμενου στο ΚΚ Ινδίας (Μαρξιστικού), σε απεργία. Η κυβέρνηση Βάτζπαϊ οραματίζεται την πλήρη απαγόρευση των απεργιών στη χώρα, στο πρότυπο του Ταμίλ Ναντού
Τη δεκαετία του '90 και με γοργότερους ρυθμούς τα τέσσερα χρόνια του νέου αιώνα, η Ινδία διέρχεται μια μεταβατική περίοδο, που σημαδεύεται από ρήξεις με τις αντιλήψεις του πολιτικού της συστήματος στην περίοδο μετά την αποαποικιοποίησή της. Οπως επισήμαινε το 2001 ο συγγραφέας Achin Vanaik, από τις τέσσερις αρχές του Νεχρού που υπήρξαν οι επίσημες καθοδηγητικές κατευθυντήριες του εγχειρήματος εκσυγχρονισμού της Ινδίας από το 1947 - το σοσιαλισμό (με τον ιδιότυπο τρόπο που τον όριζε ο Νεχρού), τη διατήρηση ενός κράτους κοσμικού χαρακτήρα, τη δημοκρατία και, σε διεθνές επίπεδο, την αδέσμευτη πολιτική - η πρώτη κι η τελευταία εγκαταλείφθηκαν, η δεύτερη ανακαθορίστηκε και η τρίτη απειλείται. Η πιο απομονωμένη μεγάλου μεγέθους οικονομία του καπιταλιστικού αναπτυσσόμενου κόσμου υιοθέτησε μια νεοφιλελεύθερη μεθοδολογία ενσωμάτωσης στο διεθνές οικονομικό πεδίο. Στον πολιτικό χώρο, ένα δεξιόστροφο, ινδουιστικό εθνικιστικό κόμμα εκτόπισε αυτό του Κογκρέσου ως το κέντρο βάρους του συστήματος. Ιδωμένες υπ' αυτή την ιστορική προοπτική, οι πρόωρες εκλογές που ξεκινούν στις 20 του Απρίλη κι ολοκληρώνονται στις 10 του Μάη αποτελούν κρίσιμη καμπή: Θα κρίνουν αν το κυβερνών Κόμμα των Λαών της Ινδίας (Bharatiya Janata, στο εξής BJP), από κόμμα ακροδεξιών παριών που ήταν προ 15ετίας, καταφέρει να «θεσμοποιηθεί» ως ο «φυσικός», «κατ' εξοχήν» πολιτικός φορέας της ινδικής αστικής τάξης και διακυβέρνησης.

Η κυβερνώσα παράταξη περί το BJP, η Εθνική Δημοκρατική Συμμαχία (NDA), που συναπαρτίζουν τουλάχιστον 20 κόμματα, ελπίζει να κεφαλαιοποιήσει την ευνοϊκή γι' αυτήν συγκυρία. Στο οικονομικό επίπεδο, τη συναποτελούν η χρηματιστηριακή φαντασμαγορία, η αύξηση του ΑΕΠ στο διάστημα 2003-'4 με ρυθμό 8%, οι εξαγωγές λογισμικού ύψους 16 δισ. δολαρίων, η μεταφορά θέσεων εργασίας από ξένες πολυεθνικές στην ινδική αγορά εργασίας, τα 100 δισ. δολάρια σε συναλλαγματικά αποθέματα κι η πρόοδος του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων - εθνικής σημασίας τομέων, π.χ., της Εταιρίας Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου - που συνδυάζεται με αποεπενδύσεις σε δυνητικά υγιείς εταιρίες του κρατικού τομέα όπως οι αεροπορικές «Air India» και «Indian Airlines», ώστε οι ελλειμματικοί προϋπολογισμοί τους στη συνέχεια να δικαιολογήσουν την ιδιωτικοποίησή τους. Στο διπλωματικό/πολιτικό, τη συνιστούν η έναρξη μιας διαδικασίας εκτενούς «διαλόγου» με το Πακιστάν - ο λαός ήδη κουράστηκε να κατατρομοκρατείται διαρκώς λόγω του επαπειλούμενου, απ' το 1998, πυρηνικού ολοκαυτώματος - και η ένταξη της Ινδίας σε μια «στρατηγική συμμαχία» με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.

Το «κλίμα ευφορίας» στο οποίο η κυβέρνηση του Αταλ Μπιχάρι Βάτζπαϊ και των συμμάχων του βάσισε την καμπάνια της, με το σύνθημα «India Shining» («Η εκθαμβωτική Ινδία», αξιοπιστίας ανάλογης με εκείνο περί Ισχυρής Ελλάδας), είναι εξαιρετικά ρηχό. Η επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ οφείλεται κυρίως στους «καλούς μουσώνες» του καλοκαιριού του 2003 που βοήθησαν την αγροτική παραγωγή - κατά τα άλλα, ο μέσος όρος της πενταετίας παραμένει στο 5,8%, δηλαδή ο ίδιος των τελευταίων δύο δεκαετιών. Οι ξένες επενδύσεις δεν έχουν ξεπεράσει το ιστορικό τους ζενίθ, τα 4,7 δισ. δολάρια του 1997. Οι κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες εντάθηκαν: Αν και η καταναλωτική δαπάνη του υψηλότερου εισοδηματικά 20% του αστικού πληθυσμού αυξήθηκε κατά ένα ιστορικά ανεπανάληπτο 30% την εξαετία 1997-2002 και του υψηλότερου εισοδηματικά 20% του επαρχιακού πληθυσμού κατά 10%, την ίδια περίοδο ο υπόλοιπος πληθυσμός, η συντριπτική πλειοψηφία δηλαδή του ινδικού λαού, υπέστη ραγδαία μείωση της αγοραστικής του ικανότητας. Σύμφωνα με στοιχεία που επεξεργάστηκε ο Abhijit Sen του Πανεπιστημίου Τζαουαχαρλάλ Νεχρού για μια μελέτη του στο «Economic and Political Weekly», το 35% των Ινδών, ή περίπου 364 εκατομμύρια ανθρώπων, ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Κατά την εφημερίδα «Asia Times», τα μισά παιδιά στην Ινδία υποσιτίζονται. Και, ενώ το εν τρίτο του πληθυσμού είναι αναλφάβητο, η κυβέρνηση ξοδεύει στην Παιδεία 1,9% του ΑΕΠ - ούτε το μισό, δηλαδή, απ' ό,τι οι υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής Ασίας.

Το πιο σοβαρό στοιχείο στο πεδίο της οικονομίας, που η κυβέρνηση του BJP επιχειρεί να αποκρύψει, είναι ότι η με νεοφιλελεύθερους όρους «ανάπτυξη», για την οποία κομπάζει, συμβαίνει χωρίς να δημιουργούνται θέσεις εργασίας. Το 2002, ο αριθμός των ανέργων ήταν 35 εκατομμύρια, και κατά εκτιμήσεις και στατιστικές προβολές αναμένεται να φθάσει τα 40 εκατομμύρια το 2007. Σε μια προκήρυξη των Ινδικών Σιδηροδρόμων για 20.000 κατωτάτου επιπέδου θέσεις εργασίας, αιτήσεις υπέβαλαν 740.000 άνθρωποι - ανάμεσά τους, δεκάδες χιλιάδες πανεπιστημιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών και κατόχων διδακτορικών διατριβών. Ακόμη και η περιθρύλητη «μεταφορά» θέσεων εργασίας από αμερικανικές και άλλες πολυεθνικές εταιρίες στην Ινδία αποτελεί σταγόνα στον ωκεανό αυτόν. Το 2003, τα call centers (τμήματα τηλεφωνικής εξυπηρέτησης) στην Ινδία ήταν κάπου 400 κι απασχολούσαν στην καλύτερη περίπτωση 100.000 ανθρώπων. Ο Βανάικ εκτιμά ότι αυτό ίσως αποτελεί το αδύναμο σημείο του ινδικού νεοφιλελεύθερου εγχειρήματος: Το «ξεμάγεμα» του πληθυσμού, ειδικά της έως τώρα αποπολιτικοποιημένης, μορφωμένης -και άνεργης - νεολαίας.

Ωστόσο, το BJP μοιάζει υπό τις παρούσες συνθήκες ικανό να καταγάγει μια συντριπτική νίκη, σε βάρος του παραπαίοντος Κογκρέσου, του κόμματος που κυβέρνησε την Ινδία για 40 χρόνια από την αποαποικιοποίηση, με ένα διάλειμμα τριών ετών. Ως το κόμμα που πρωτοεισήγαγε - το 1991, με πρωθυπουργό τον Narasimha Rao - τις νεοφιλελεύθερου τύπου μεταρρυθμίσεις, τη «νέα» οικονομική πολιτική που σήμερα εφαρμόζει πολύ επιθετικότερα το BJP, έχοντας αποξενωθεί από την αστική τάξη και τη μαζική κάποτε πολιτικοκοινωνική του βάση, με δυσεπίλυτα προβλήματα ηγεσίας και ταυτότητας, το κόμμα «των Νεχρού και των Γκάντι», κατά την έκφραση του Τάρικ Αλι, υπέστη συντριπτική ήττα στις τοπικές εκλογές σε τέσσερα κρατίδια το Δεκέμβρη του 2003. Χαρακτηριστικό της ένδειας όσον αφορά στη διατύπωση εναλλακτικών πολιτικών προτάσεων είναι το ότι η έμφαση μεταφέρθηκε στα πρόσωπα, όχι σε ένα διακριτό πολιτικό πρόγραμμα: Ετσι, ανακοινώθηκε με τυμπανοκρουσίες και κανονιοβολισμούς η ένταξη των Πριναγιάκα και Ραχούλ, παιδιών της Σόνια Γκάντι, χήρας του εκλιπόντος πρώην πρωθυπουργού Ρατζίβ, στα ψηφοδέλτια του Κογκρέσου. «Τα παιδιά των Γκάντι», σχολίασε χωρίς να έχει εντυπωσιαστεί ιδιαίτερα η σύνταξη της εφημερίδας «Times of India» σε κύριο άρθρο της, «μπορεί να προσδώσουν μια αίσθηση αίγλης στο γερασμένο κόμμα τους... αλλά όχι να το αναζωογονήσουν». Χειρότερα, εκπρόσωπος του Κογκρέσου παραδεχόταν το Μάρτη μιλώντας στο περιοδικό «Frontline» ότι ενώ απέμενε ένας μήνας έως τις εκλογές, δεν είχε σχηματοποιηθεί ακόμη η συνθηματολογία που θα «αντιμετώπιζε» εκείνη του BJP.

Η καμπάνια του τις τελευταίες μέρες για την οικονομία, που επικεντρώθηκε, κατά ανταποκριτές του BBC, στον εξακοντισμό κατηγοριών περί «οικονομικής κακοδιαχείρισης» του BJP, ήταν διστακτική και φοβισμένη, καθώς, όπως παρατηρούσαν οι Sarath Kumara και Keith Jones σε ανάλυσή τους για το World Socialist, το κεντρώο Κογκρέσο επ' ουδενί θέλει να συγκρουστεί με τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Αν η αδυναμία διατύπωσης αντιπολιτευτικού λόγου από το Κογκρέσο στον τομέα της οικονομίας εντυπωσιάζει, στο πολιτικό επίπεδο κόβει την ανάσα. Η ποιοτική στροφή προς τα δεξιά εκφράστηκε με συνταρακτικά γεγονότα τα τελευταία 6 χρόνια: Την πυρηνικοποίηση το 1998, το πογκρόμ κατά των μουσουλμάνων στο Γκουτζαράτ το 2002, την απειλή πολέμου με το Πακιστάν το 1999 και ξανά το 2001-'02, την περσινή απαγόρευση των απεργιών στο Ταμίλ Ναντού, τη σύμπλευση της κυβέρνησης Βάτζπαϊ με τον πόλεμο «κατά της τρομοκρατίας» και το φλερτ της με την ιδέα να στείλει στρατεύματα συνεπικουρώντας στην κατοχή του Ιράκ. Σ' όλα αυτά - και ειδικά στην καμπάνια μίσους και μισαλλοδοξίας έναντι των μουσουλμάνων, που αποκορυφώθηκε με τις κρατικά ενορχηστρωμένες σφαγές τουλάχιστον 2.200 ανθρώπων και τον εκτοπισμό από τις εστίες τους κάπου 150.000 ακόμη - το Κογκρέσο ελάχιστα διαφοροποιήθηκε, και μάλιστα σε επουσιώδεις πλευρές. Ακόμη και στην υπόθεση του Γκουτζαράτ, όταν σημειώθηκε ένα ανεπανάληπτο όργιο προσχεδιασμένης κρατικής τρομοκρατίας με ενορχηστρωτή τον τοπικό πρωθυπουργό και ιδεολόγο της φασιστικής ιδεολογίας οργάνωσης RSS (από όπου προήλθε το BJP), Ναρέντρα Μόντι, το Κογκρέσο απέφυγε να υψώσει πολύ τους τόνους, αφού εν μέρει παραδέχεται τα περί «ινδουιστικής ταυτότητας» του κράτους και, το σημαντικότερο, δεν ήθελε να υποστεί βαρύ πολιτικό κόστος.

Υπό αυτές τις συνθήκες εντεινόμενης επίθεσης της λεγόμενης νέας ινδικής Δεξιάς - που γεννήθηκε από τις στάχτες και τα συντρίμμια του μουσουλμανικού τεμένους στην Αγιόντχα το 1990, και έφθασε κατά απίστευτο τρόπο να διεκδικεί σ' αυτές τις εκλογές την εδραίωση της κυριαρχίας της - τα δύο μεγάλα κόμματα της Αριστεράς στην Ινδία, το ΚΚΙ και το ΚΚΙ(Μ), θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν τις καθόλου ευκαταφρόνητες δυνάμεις τους με αυτόνομες υποψηφιότητες, ενώ, παράλληλα, υιοθετούν μια τακτική στήριξης «κοσμικών» δυνάμεων, περιλαμβανομένου ακόμη και του Κογκρέσου, για την αναχαίτιση του BJP, καθώς θεωρούν ότι οι πολιτικές του θέτουν σε κίνδυνο το ίδιο το πολίτευμα. Η έκβαση των εκλογών, τα αποτελέσματα των οποίων θα αρχίσουν να γίνονται γνωστά στις 13 του Μάη, θα δείξει...


Μπ. Γ.