Ο Πικάσο (1881-1973) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. Δημοκράτης και δημιουργός του μοναδικού έργου «Γκουέρνικα», το οποίο αποτέλεσε «κραυγή» διαμαρτυρίας στη φρικαλεότητα του πολέμου και στο δικτατορικό καθεστώς του Φράνκο. Ο μεγάλος δημιουργός προσέγγισε για πρώτη φορά την αρχαία ελληνική τέχνη στις σχολές της Λα Κορούνια και της Βαρκελώνης, ζωγραφίζοντας σπουδές από εκμαγεία αρχαίων γλυπτών. Η «Γαλάζια περίοδος» που ακολούθησε, με έργα τα οποία αναφέρονταν στη νυχτερινή ζωή του Παρισιού και στην τραγικότητα των φτωχών και ταλαιπωρημένων, έδωσε τη θέση της στη «Ροζ περίοδο» της αισιοδοξίας.
Γύρω στα 1905, η τάση επιστροφής στις κλασικές πηγές, η λεγόμενη ανάκληση στην τάξη που προασπίζονταν λογοτέχνες και καλλιτέχνες (Α. Gide, M. Denis, J. Cocteau, A. Maillol, κ.ά.) άρχισε να γίνεται αρκετά δημοφιλής στους παρισινούς κύκλους των διανοουμένων. Εκείνη την περίοδο, ο Πικάσο πήγαινε τακτικά στο Μουσείο του Λούβρου, όπου μελετούσε την τέχνη των αρχαίων πολιτισμών. Την πρώτη του ουσιαστική αναφορά στις μεσογειακές πηγές και στις αρχαϊκές παραδόσεις ενέπνευσε το ταξίδι του, το 1906, στο Γκοσόλ, ένα απομονωμένο χωριό στα Πυρηναία.
Ενα χρόνο αργότερα, ο Πικάσο γνώρισε τον Ζ. Μπρακ, με τον οποίο συνεργάστηκε στενά έως το 1914, στο πλαίσιο μιας νέας εικαστικής γραφής, του κυβισμού. Το πρώτο κίνημα της αφηρημένης τέχνης, όπως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο κυβισμός, έμελλε να επηρεάσει βαθιά την εξέλιξη της τέχνης στα χρόνια που ακολούθησαν. Κατά την κυβιστική περίοδο, ο Πικάσο εγκατέλειψε προσωρινά το διάλογο με την αρχαιότητα, όμως οι αρχαιοελληνικές επιρροές εντάθηκαν ύστερα από το ταξίδι του στην Ιταλία, το 1917. Τα έργα του καλοκαιριού στο Biarritz (1918) είναι σκηνές από την παραλία, των οποίων το μέτρο και η αρμονία παραπέμπουν στη «Χρυσή Εποχή» του κλασικισμού.
Στις αρχές της δεκαετίας του '30, δημιούργησε γλυπτά εμπνευσμένα από αρχαϊκές φόρμες και τεχνικές, ενώ το 1947-'48 η σχέση του με την αρχαία τέχνη εκφράστηκε μέσα από τη συστηματική παραγωγή κεραμικών έργων στο Vallauris.