22 ΜΑΗ 1939
Η «Χαλύβδινη Συμφωνία» Γερμανίας - Ιταλίας
Κυριακή 23 Μάη 2004

Μουσολίνι - Χίτλερ
Στις 21 Μάη του 1939 ένα ειδικό τρένο μετέφερε από την Ιταλία στο Βερολίνο υψηλού επιπέδου διπλωματική αποστολή, με επικεφαλής τον Ιταλό υπουργό Εξωτερικών και γαμπρό του Μπενίτο Μουσολίνι, κόμη Τσιάνο. Η αποστολή, μέσα σε κλίμα θερμής υποδοχής, κατέλυσε το ξενοδοχείο «Αλτον» κοντά στην Πύλη του Βρανδεμβούργου και το βράδυ παρακάθισε σε επίσημο δείπνο με 200 παρακαθήμενους, στην παλιά Καγκελαρία. Την επομένη, λίγα λεπτά πριν τις 11π.μ. ο Τσιάνο και η ακολουθία του βρέθηκαν στη νέα Καγκελαρία όπου αυτός, ο Γερμανός ομόλογός του φον Ρίμπεντροπ και φυσικά ο Χίτλερ υπέγραψαν, για λογαριασμό της φασιστικής Ιταλίας και της χιτλερικής Γερμανίας, συμφωνία στρατιωτικής συμμαχίας. Η συμφωνία υπογράφτηκε στην «Αίθουσα των Μαρμάρων» με χαλύβδινες πένες που είχαν κατασκευαστεί στο εργοστάσιο Κρουπ και για το λόγο αυτό ονομάστηκε «Χαλύβδινη Συμφωνία». Η τελετή της υπογραφής έγινε με κάθε επισημότητα και με τις ανάλογες πομπώδεις εκδηλώσεις, όπως συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Μετά την υπογραφή, ο Χίτλερ απένειμε στον Τσιάνο το παράσημο του «Μεγαλόσταυρου του Γερμανικού αετού»1. Λίγο αργότερα, στη δεξίωση που έγινε στην ιταλική πρεσβεία, ο Τσιάνο απένειμε στον Γερμανό ομόλογό του Ρίμπεντροπ το «Παράσημο της Ανουντσιάτα», που με αυτό τον ανακήρυσσε εξάδελφο του βασιλιά της Ιταλίας και «Ανέγγιχτο». Η παρασημοφόρηση του Ρίμπεντροπ προκάλεσε τη φανερή δυσαρέσκεια του Γκέρινγκ, ο οποίος από τη θέση του πρωθυπουργού της χιτλερικής κυβέρνησης θεωρούσε πως είχε κάνει πολύ περισσότερα από τον υπουργό του για την προώθηση της συμμαχίας μεταξύ των δύο χωρών2.

Το περιεχόμενο και ο χαρακτήρας της Συμφωνίας

Εκτέλεση κατοίκων της Λιθουανίας μπροστά σε ομαδικό τάφο το 1941
Ο Χίτλερ βρισκόταν σε καλή διάθεση εκείνη τη μέρα και δεν έκρυβε την ευχαρίστησή του, βλέποντας τους υπουργούς Εξωτερικών των δύο χωρών να υπογράφουν τη Συμφωνία. «Ητο μία ωμώς διατυπωμένη στρατιωτική συμμαχία», γράφει ο William Shirer. Και προσθέτει: «Η επιθετική της φύσις υπεγραμμίζετο από μίαν φράσιν εις την εισαγωγήν, την οποία ο Χίτλερ επέμεινε να την προσθέσουν, και η οποία διεκήρυττεν ότι τα δύο κράτη ''ηνωμένα με την εσωτέραν συγγένειαν των ιδεολογιών των... είναι αποφασισμένα να ενεργήσουν παραπλεύρως αλλήλων και με ηνωμένας δυνάμεις διά να εξασφαλίσουν τον ζωτικόν των χώρον''»3.

Πυρήνας της «Χαλύβδινης Συμφωνίας» ήταν το τρίτο της άρθρο το οποίο έλεγε: «Εάν αντιθέτως προς τας επιθυμίας των δύο υψηλών συμβαλλομένων μερών θα συνέβαινεν, ώστε εν εξ αυτών να εμπλακή εις πολεμικάς επιχειρήσεις με άλλην δύναμιν ή δυνάμεις, το έτερον υψηλόν συμβαλλόμενον μέρος θα σπεύση αμέσως εις βοήθειά του ως σύμμαχος και θα υποστηρίξη τούτο με όλας τας στρατιωτικάς του δυνάμεις κατά ξηράν, θάλασσαν και αέρα». Επίσης, το 5ο άρθρο της Συμφωνίας προέβλεπε ότι σε περίπτωση πολέμου κανένα από τα δύο συμβαλλόμενα κράτη δε θα συνάψει χωριστή ανακωχή ή ειρήνη4.

«Στις προσπάθειες των Δυτικών Δυνάμεων για τη δημιουργία μιας γραμμής αμύνης εναντίον της Γερμανίας - γράφει ο Ουίν. Τσόρτσιλ5- η χώρα αυτή απήντησε με τον ίδιο τρόπο. Συνομιλίες έγιναν στο Κόμο στις αρχές Μαΐου, μεταξύ του Ρίμπεντροπ και του Τσιάνο, οι οποίες και κατέληξαν επισήμως και δημόσια στη συμφωνία που επωνομάσθηκε ''Χαλύβδινο Σύμφωνον'' και υπεγράφη στο Βερολίνο, στις 22 Μαΐου από τους δύο υπουργούς Εξωτερικών. Η απάντηση αυτή της Γερμανίας εφαίνετο πως είναι μια πρόκληση έναντι του ανίσχυρου δικτύου εγγυήσεων που η Μεγάλη Βρετανία είχε δημιουργήσει στην Ανατολική Ευρώπη».

Στο πλευρό του Φράνκο, πολέμησαν και οι Ιταλοί φασίστες κατά τον ισπανικό εμφύλιο
Οι Σοβιετικοί ιστορικοί της Ακαδημίας Επιστημών, λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα είχαν προηγηθεί της «Χαλύβδινης Συμφωνίας» εκτιμούν ότι «πάνω στο έδαφος της κοινής επιθετικής πολιτικής στερεωνόταν η στρατιωτική συμφωνία ανάμεσα στη Γερμανία και στην Ιταλία». Και προσθέτουν αναφορικά με το εν λόγω σύμφωνο: «Το σύμφωνο αυτό προέβλεπε τη μεγαλύτερη δυνατή διεύρυνση της στρατιωτικής και στρατιωτικοοικονομικής συνεργασίας των δύο χωρών»6.

Σε μια άλλη σοβιετική μελέτη γύρω από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο διαβάζουμε τούτη την προσέγγιση: «Το Μάιο του 1939 υπογράφηκε η στρατιωτικοπολιτική συμμαχία της χιτλερικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας, που αποτέλεσε νέο στάδιο στην κατακτητική πολιτική των δύο επιδρομέων. Με τη συμφωνία αυτή υποχρεωνόταν η Ιταλία, σε περίπτωση πολέμου της Γερμανίας με δυτικά κράτη, να της παράσχει άμεση βοήθεια. Και τα δύο μέρη συμφώνησαν πλήρως πάνω σε όλα τα ζητήματα, που αφορούσαν τα κοινά συμφέροντα ή την πανευρωπαϊκή κατάσταση. Η Γερμανία και η Ιταλία αναλάβαιναν την υποχρέωση να παράσχουν ή μία στην άλλη πλήρη διπλωματική και πολιτική υποστήριξη σε περίπτωση που κάποια χώρα θα επιβουλευόταν τα συμφέροντα του ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη. Οι ιθύνοντες κύκλοι της Αγγλίας και της Γαλλίας κατάλαβαν πως είχαν πάρα πολύ προχωρήσει την πολιτική τους της ανοχής προς τους φασίστες επιδρομείς και προσπάθησαν να δείξουν ταυτόχρονα στα φασιστικά κράτη πως δεν είχαν σκοπό να προβούν σε άλλες υποχωρήσεις. Γι' αυτό και υπέγραψαν την άνοιξη του 1939 διάφορες συμφωνίες με τη Ρουμανία, την Πολωνία και την Ελλάδα, δίνοντας την υπόσχεση πως θα υποστηρίξουν τις χώρες αυτές σε περίπτωση επίθεσης εναντίον τους από την πλευρά των φασιστικών κρατών. Το πραγματικό νόημα των συμφωνιών αυτών, το αποκάλυψε ο τότε Γερμανός πρεσβευτής στο Λονδίνο Ντίρξεν. ''Η Αγγλία, έγραφε, με τους εξοπλισμούς και με τους συμμάχους που ψάχνει να βρει θέλει να δυναμώσει και να φτάσει τον άξονα, αλλά ταυτόχρονα θέλει και προσπαθεί με διαπραγματεύσεις να έρθει σε συμβιβασμό με τη Γερμανία..'' Ωστόσο καμία υπόσχεση βοήθειας προς τα μικρά κράτη, ούτε οι προσπάθειες των Αγγλο - Αμερικανών να υπογράψουν με τη φασιστική Γερμανία μια πλατιά συμφωνία πάνω στα πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά ζητήματα, προσπάθειες που έγιναν τον Ιούνιο - Αύγουστο του 1939 στο Λονδίνο, δε σταμάτησαν την επιθετική ορμή των χιτλερικών»7.

Χωρίς αμφιβολία η «Χαλύβδινη Συμφωνία» αποτελούσε το εναρκτήριο λάκτισμα μιας ορμητικής πορείας προς τον πόλεμο, πράγμα που θα φανεί ακόμη περισσότερο με όσα θα αναφέρουμε στη συνέχεια. Πριν, όμως, δούμε με περισσότερες λεπτομέρειες αυτό το ζήτημα, ας ρίξουμε μια σύντομη ματιά στο παρελθόν, για να κατανοήσουμε καλύτερα πώς φτάσαμε έως αυτό το σημείο.

Η άνοδος του φασισμού

Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, που είχαν προκαλέσει τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, κάθε άλλο παρά αμβλύνθηκαν μετά απ' αυτόν. Οι ...αδικίες στο μοίρασμα της λείας, πράγμα φυσιολογικό, αφού ήταν αναπόφευκτες μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών, αργά ή γρήγορα θα έφερναν επί τάπητος το ζήτημα του ξαναμοιράσματος του κόσμου, των αγορών και των σφαιρών επιρροής. Το μοίρασμα, έτσι όπως είχε γίνει, δεν άργησε να παλιώσει κάτι που ο Στάλιν είχε επισημάνει από το 1927. «Πάλιωσε - έλεγε8- κιόλας το ξαναμοίρασμα του κόσμου και των σφαιρών επιρροής που έγινε με τον τελευταίο ιμπεριαλιστικό πόλεμο». Και πρόσθετε: «Η πρωτοφανής αύξηση των εξοπλισμών, ο γενικός προσανατολισμός των αστικών κυβερνήσεων σε φασιστικές μεθόδους διακυβέρνησης, η σταυροφορία ενάντια στους κομμουνιστές, η λυσσασμένη καμπάνια ενάντια στην ΕΣΣΔ, η ανοικτή επέμβαση στην Κίνα, όλα αυτά είναι διάφορες πλευρές του ιδίου φαινομένου, της προετοιμασίας ενός νέου πολέμου για το ξαναμοίρασμα του κόσμου».

Η πραγματικότητα ήταν, όντως, αυτή. Στη δεκαετία του '20 σε μια σειρά χώρες εγκαθιδρύονται φασιστικά ή αυταρχικά καθεστώτα. Στην Ουγγαρία το 1920, στην Ιταλία το 1922, στη Βουλγαρία και στην Ισπανία το 1923, στην Αλβανία το 1924, στην Ελλάδα το 1925, στη Λιθουανία, την Πολωνία και την Πορτογαλία το 1926 και στη Γιουγκοσλαβία το 1929. Αμέσως μετά τον πόλεμο, η επαναστατική κρίση, που τραντάζει μια σειρά χώρες, αντιμετωπίζεται με τη βία και την ανοικτή ενίσχυση του φασισμού κάτι που στην περίπτωση της Ιταλίας βρίσκει την πιο κλασική του έκφραση. Ο κίνδυνος του μπολσεβικισμού είναι ο υπ' αριθμόν ένας κίνδυνος που βρίσκει σύμμαχες όλες τις αστικές τάξεις. Τα χαρακτηριστικά του κόσμου, όπως τα αναφέρει ο Στάλιν στο παραπάνω απόσπασμα που παραθέσαμε, θα πάρουν εκρηκτική μορφή με την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση 1929 - 1933. Ορισμένα στοιχεία γύρω από αυτή την κρίση είναι άκρως αποκαλυπτικά Ο δείκτης της βιομηχανικής παραγωγής (1929 = 100) ήταν το 1932 στην Αγγλία -83, στη Γαλλία -72, στις ΗΠΑ -54 και στη Γερμανία -53. Το 1938 στη Γαλλία ανέβηκε μόνο στο 76 και στις ΗΠΑ έως το 72. Η ανεργία τραντάζει όλες τις κεφαλαιοκρατικές χώρες, παίρνοντας καταστροφικές διαστάσεις. Το 1932 στην Αγγλία υπήρχαν 3,5 εκατομμύρια άνεργοι, στη Γερμανία 8 εκατομμύρια και στις ΗΠΑ 17 περίπου εκατομμύρια9. Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες οι αστικές τάξεις σκληραίνουν τη στάση τους απέναντι στο προλεταριάτο, με την τρομοκρατία και την ανοικτή υποστήριξη του φασισμού, μέσω του οποίου επιδιώκουν την ενίσχυση της θέσης τους. Ταυτόχρονα, το κυνηγητό των εξοπλισμών παίρνει νέες διαστάσεις, η οικονομία στρατιωτικοποιείται.

Η στρατιωτικοποίηση της οικονομίας είναι ιδιαίτερα εμφανής ως τάση για την αντιμετώπιση της κρίσης στη Γερμανία και την Ιαπωνία και υποδήλωνε με σαφήνεια ότι το θέμα του ξαναμοιράσματος του κόσμου έμπαινε επί τάπητος. Στις δύο προαναφερόμενος χώρες, και φυσικά στην Ιταλία, ο φασισμός θα γίνει κυρίαρχη μορφή διακυβέρνησης «η ανοικτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, σοβινιστικών και ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου»10. Η κυριαρχία του φασισμού έρχεται πρώτα στην Ιταλία, ακόμη από το 1922. Στην Ιαπωνία ο εκφασισμός γίνεται αργά και σταδιακά μέσα από τον κρατικό μηχανισμό. Στη Γερμανία το μονοπωλιακό κεφάλαιο αρχίζει να ενισχύει το φασισμό από τη δεκαετία του 1920. Τον Απρίλη του 1927 ο Χίτλερ συναντιέται στη βίλα του Κρουπ στην Εσση με 400 επιχειρηματίες του Ρουρ, οι οποίοι με την πράξη τους αυτή δηλώνουν την υποστήριξή τους στο Ναζιστικό κόμμα και αρχίζουν να το χρηματοδοτούν. Τον Οκτώβρη του 1931 συγκροτείται το «μέτωπο του Χάρτσμπούργκ», που ήταν ένας συνασπισμός των φασιστών με τα μονοπώλια, τους στρατηγούς και τους Γιούνκερς. «Η μεγαλοαστική τάξις, που χρηματοδοτούσε αναφανδόν το κόμμα του Χίτλερ - γράφει Ν. Χάγερ11- ύστερα από τη συμφωνία που είχε κλείσει μαζί του, προετοίμαζε σιγά - σιγά την ολοκληρωτική παράδοση της εξουσίας σ' αυτόν». Ομως, η οριστική απόφαση για πέρασμα της εξουσίας στους Ναζί λήφθηκε στις 4 Γενάρη του 1933 στη σύσκεψη που έγινε στο σπίτι του τραπεζίτη Σρέντερ στην Κολωνία12.

Με την άνοδό του στην εξουσία, ο φασισμός έβαζε την ταφόπλακα στο καθεστώς που είχαν δημιουργήσει οι συνθήκες ειρήνης Βερσαλλιών - Ουάσιγκτον, ένα καθεστώς πάνω στο οποίο στηρίζονταν οι μεταπολεμικές ισορροπίες. Ειδικά στη Γερμανία, η καταγγελία των Βερσαλλιών ήταν ένα από τα κεντρικά ζητήματα που έθετε στο πρόγραμμά του το Ναζιστικό κόμμα. Ετσι ξεκίνησε η προετοιμασία του πολέμου.

Η προετοιμασία του πολέμου

Ο κίνδυνος ενός νέου παγκοσμίου πολέμου φάνηκε καθαρά από την αρχή της δεκαετίας του '30, όταν στις 18/9/1931 η Ιαπωνία εισέβαλε στη Βορειοανατολική Κίνα (Μαντζουρία) και προς το τέλος του ίδιου χρόνου την κατέλαβε, δημιουργώντας (στις 9/3/1932) το κράτος - μαριονέτα Μαντσουκούο. Στις 27/3/1933 η Ιαπωνία κάνει ένα ακόμη μεγάλο βήμα προς τον πόλεμο, παραμερίζοντας και το τυπικό εμπόδιο στην επεκτατική της πολιτική. Εγκαταλείπει επίσημα την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ). Τέσσερα χρόνια μετά, το Καλοκαίρι του 1937, τα ιαπωνικά στρατεύματα αρχίζουν την επιχείρηση για την κατάληψη ολόκληρης της Κίνας, πράγμα που καταφέρνουν, στο μεγαλύτερο βαθμό, ένα χρόνο αργότερα. Τον Οκτώβρη του 1938 ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος του κινεζικού εδάφους, τα βιομηχανικά κέντρα της χώρας και τις βασικές σιδηροδρομικές αρτηρίες. Ταυτόχρονα, στο διάστημα αυτό εντείνονται οι ιαπωνικές προκλήσεις κατά της ΕΣΣΔ, μέσω του Μαντσουκούο - πολλές απ' αυτές τις προκλήσεις παίρνουν χαρακτήρα πολεμικών συγκρούσεων - και το Μάη του 1939 εξαπολύονται επιθέσεις εναντίον τη ΛΔ Μογγολίας, που κράτησαν τέσσερις μήνες και έληξαν με νίκη των σοβιετικών στρατευμάτων, που, βάσει συμφωνίας έτρεξαν προς βοήθεια της τελευταίας.

Στη Γερμανία, οι Ναζί, αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας, προχωρούν στη στρατιωτικοποίηση της οικονομίας και της χώρας ολόκληρης. Από το καλοκαίρι του 1933, η χιτλερική Γερμανία θέτει θέμα αποικιών και ζητά να της επιστραφούν οι αποικίες της στην Αφρική. Στις 19/10/1933 αποχωρεί από την ΚτΕ και δύο χρόνια, περίπου, μετά - στις 16/3/1935 - εκδίδεται νόμος στη χώρα που εισάγει τη γενική υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και προβλέπει τη δημιουργία στρατού μισού εκατομμυρίου ατόμων. Ενα χρόνο αργότερα, το Μάρτη του 1936, χιτλερικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη του Ρήνου. Το Καλοκαίρι του ίδιου έτους η Γερμανία μπαίνει στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο στο πλευρό του Φράνκο. Στη σύνθεση της λεγόμενης λεγεώνας ΚΟΝΔΩΡ υπήρχαν 250 αεροπλάνα και στο διάστημα 1936 - 1939 μάχονται στο πλευρό των φρανκιστών πάνω από 50 χιλιάδες Γερμανοί στρατιώτες και αξιωματικοί. Το Μάρτη του 1938, η Αυστρία προσαρτάται στη Γερμανία και το Φθινόπωρο του ίδιου έτους αρχίζει η αποψίλωση της Τσεχοσλοβακίας που θα φτάσει μέχρι την κατάργησή της ως ανεξάρτητου κράτους. Μετά την Τσεχοσλοβακία, η Γερμανία καταλαμβάνει το λιθουανικό λιμάνι Μέμελ και τη γύρω περιοχή.

Στην Ιταλία, οι φασίστες από τον Ιούνη του 1925 που πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο του φασιστικού κόμματος ξεκαθαρίζουν πως στόχος τους είναι η δημιουργία της ιταλικής αυτοκρατορίας. Η μετατροπή της Μεσογείου σε ιταλική λίμνη και η ένταξη των κρατών της Βαλκανικής στη σφαίρα επιρροής της Ιταλίας από τότε θεωρούνταν επίσημο πρόγραμμα της ιταλικής πολιτικής. Με γοργούς ρυθμούς στρατιωτικοποιείται η χώρα και η οικονομία της και τον Δεκέμβρη του 1934 εκδίδεται νόμος για την πλήρη στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας. Με βάση αυτό το νόμο, η στρατιωτική εκπαίδευση αρχίζει από τη στιγμή που το παιδί μπαίνει στο σχολείο και συνεχίζεται σ' όλη τη διάρκεια ενηλικίωσής του μέχρι, πολίτης πια, να είναι σε θέση να χειρίζεται τα όπλα.

Στις 3/10/1935 τα ιταλικά φασιστικά στρατεύματα εισβάλλουν στην Αιθιοπία (Αβησσυνία), την οποία στη συνέχεια καταλαμβάνουν. Η επόμενη επιθετική κίνηση της Ιταλίας ήταν η ενεργός συμμετοχή της στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο στο πλευρό των φασιστών του Φράνκο. Στο διάστημα 1936 - 1939 η Ιταλία ενίσχυσε τον Φράνκο με 150 χιλιάδες Ιταλούς αξιωματικούς και στρατιώτες, με πάνω από 240 χιλιάδες ντουφέκια, γύρω στις 2 χιλιάδες κανόνια, 950 τανκς και θωρακισμένα οχήματα και 1.000 αεροπλάνα. Το Δεκέμβρη του 1937, η Ιταλία εγκαταλείπει επιδεικτικά την ΚτΕ και τον Απρίλη του 1939 εισβάλλει στην Αλβανία και την καταλαμβάνει.

Μέσα στη δεκαετία του '30 διαμορφώνονται και οι συμμαχίες των φασιστικών κρατών. Στις 25/10/1936 υπογράφεται στο Βερολίνο ιταλογερμανική συμφωνία για το διαχωρισμό των σφαιρών οικονομικής επιρροής στα Βαλκάνια και στο λεκανοπέδιο του Δούναβη, για κοινό αγώνα εναντίον της Δημοκρατικής Ισπανίας, για αναγνώριση της ιταλικής κατάληψης της Αιθιοπίας. Ετσι συγκροτείται ο άξονας Ρώμης - Βερολίνου. Το 1936, στις 25 Νοεμβρίου, Γερμανία και Ιαπωνία υπογράφουν το ΑΝΤΙΚΟΜΙΝΤΕΡΝ (αντικομμουνιστικό) ΣΥΜΦΩΝΟ. Ενα χρόνο μετά, στις 6/11/1937, προσχώρησε σ' αυτό η Ιταλία και τον Φλεβάρη - Μάρτη του 1939 στο αντικομιντέρν σύμφωνο μπήκαν η Ουγγαρία, η Ισπανία και το κράτος - μαριονέτα Μαντσουκούο. Πέντε χρόνια μετά τη συγκρότηση του αντικομμουνιστικού Συμφώνου, στις 25/11/1941, σε μια λαμπρή τελετή, αφιερωμένη στην ανανέωσή του ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Φον Ρίμπεντροπ έλεγε τα εξής αποκαλυπτικά και ως προς το χαρακτήρα του συμφώνου και ως προς τις προθέσεις του φασισμού: «Με τους αντιπροσώπους των κρατών τούτων, τα οποία αγαπούν την τάξιν, και εις τα οποία προσεχώρησε και η Κίνα, εκυρώσαμεν χθες ένα ιερόν σύμφωνον εναντίον του κομμουνισμού, το οποίο εκφράζει τη θέλησιν των λαών των, όπως συνεργασθούν μέχρι τελειωτικής απολυτρώσεως των χωρών μας εκ του κομμουνισμού και όπως μη αναπαυθούν πριν ή παραμερισθή και το τελευταίον υπόλοιπον της φοβερωτάτης ταύτης πνευματικής ασθενείας της ανθρωπότητος»13.

Η καπιταλιστική Δύση ενθαρρύνει το φασισμό

Χωρίς αμφιβολία, ο φασισμός θα ήταν αδύνατο να σηκώσει κεφάλι αν δεν είχε την ανοικτή ενθάρρυνση των ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών της καπιταλιστικής Δύσης που είδε στο «πρόσωπό του» την αιχμή του δόρατος ενάντια στο παγκόσμιο εργατικό - κομμουνιστικό κίνημα και την ΕΣΣΔ. Η παράθεση ορισμένων στοιχείων εν συντομία, για του λόγου το αληθές, κρίνεται απαραίτητη.

Η ιταλική επίθεση στην Αιθιοπία έγινε με την ουσιαστική έγκριση της Γαλλίας - ύστερα από συνάντηση του Μουσολίνι με τον Γάλλο υπουργό Εξωτερικών Π. Λαβάλ που αργότερα καυχιόταν ότι «χάρισε στον Ντούτσε την Αιθιοπία». Αλλά και η Αγγλία είχε δώσει «πράσινο φως», πράγμα που έκανε τον Α. Ηντεν να λέει στα απομνημονεύματά του ότι «εμείς μετατρέψαμε τον Μουσολίνι σε σημαντική δύναμη». Οι ΗΠΑ, επίσης, έδωσαν κι αυτές τη βοήθειά τους στους Ιταλούς φασίστες στο συγκεκριμένο θέμα. Τον Αύγουστο του '35 το Κογκρέσο, με νόμο που ψηφίζει, απαγορεύει τις εξαγωγές όπλων και πυρομαχικών σε εμπόλεμες χώρες. Ετσι, το θύμα εξισώνεται με τον θύτη και στην περίπτωση της Αιθιοπίας - που ας σημειωθεί ήταν και μέλος της ΚτΕ - εκείνος που έχει ανάγκη από όπλα, για να προστατευθεί δεν είναι η Ιταλία, η οποία επωφελείται από το αμερικανικό εμπάργκο παρά ζημιώνεται.

Φανερή υπήρξε η ενθάρρυνση που έδωσαν Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ στην Ιαπωνία σχετικά με την εισβολή της τελευταίας στη Μαντζουρία. Μάλιστα, ο Αμερικανός Πρόεδρος, Χ. Χούβερ, χαρακτήρισε την εισβολή σαν «αποκατάσταση της τάξης» στην Κίνα14. Στη συνδιάσκεψη των 18 κρατών στις Βρυξέλλες (3 έως 24/11/1937), όπου εξετάστηκε η κατάσταση στην Απω Ανατολή δεν πάρθηκε κανένα πρακτικό μέτρο κατά της Ιαπωνίας, στην ουσία επιβεβαιώθηκε η ανεκτική - το λιγότερο - στάση των δυτικών απέναντί της και απορρίφθηκε η πρόταση των Σοβιετικών για συνεργασία με την ΕΣΣΔ και υπεράσπιση της ειρήνης στην περιοχή. Το θέμα, όμως, με τις ιαπωνικές κτήσεις στην Απω Ανατολή δε σταματάει εδώ. Οταν η Ιαπωνία εισέβαλε στη ΛΔ Μογγολίας - και πριν ακόμη λήξουν οι συγκρούσεις - η Αγγλία και οι ΗΠΑ προσέτρεξαν να συμπαρασταθούν στον ιαπωνικό επεκτατισμό, ώστε αυτός να συνεχίσει αμείωτα κατά της ΕΣΣΔ. Τον Ιούλη του 1939, Αγγλία και Ιαπωνία υπογράφουν συμφωνία, με την οποία η Αγγλία αναγνώριζε τις ιαπωνικές κατακτήσεις στην Κίνα και οι ΗΠΑ παρέτειναν για 6 μήνες την ακυρωμένη προηγούμενη εμπορική συμφωνία τους με τους Ιάπωνες15.

Η ευνοϊκή στάση των Δυτικών απέναντι στο φασισμό είναι εξίσου προκλητική στο θέμα του ισπανικού εμφυλίου πολέμου και στο γεγονός ότι αποδέχτηκαν την προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία. Σχετικά με τον ισπανικό εμφύλιο αξίζει να σημειώσουμε ότι Γαλλία και Αγγλία κρατούν στάση ...ουδετερότητας. Οι ΗΠΑ, με απόφασή τους το Γενάρη του 1937, συμπεριλαμβάνουν στο εμπάργκο όπλων και την Ισπανία, πράγμα που σήμαινε στέρηση της Δημοκρατικής Ισπανίας από πηγές όπλων και έμμεση ενίσχυση των φασιστών του Φράνκο, αφού αυτοί ενισχύονταν με όπλα και έμψυχο υλικό από Γερμανία και Ιταλία.

Ακόμη πιο προκλητική είναι η στάση των Δυτικών, όσον αφορά στο ζήτημα του επανεξοπλισμού της Γερμανίας. Στις 16/3/1935, όπως έχουμε ήδη πει, στη Γερμανία εκδίδεται ο νόμος για την υποχρεωτική θητεία. Τρεις μήνες μετά, στις 18/6/1935 υπογράφεται στο Λονδίνο αγγλογερμανική συμφωνία, βάσει της οποίας επιτρέπεται στη χιτλερική Γερμανία να σχηματίσει πολεμικό στόλο, που να φτάνει όσον αφορά στα πλοία στο 35% της χωρητικότητας του βρετανικού πολεμικού στόλου και όσον αφορά στα υποβρύχια στο 45%. Δηλαδή, η Γερμανία αύξησε πάνω από 5 φορές το στόλο της, εξισώθηκε με την πολεμική ναυτική δύναμη της Γαλλίας και έτσι της επιτράπηκε να κυριαρχήσει στη Βαλτική Θάλασσα. Παράλληλα, τα μονοπώλια των ΗΠΑ και της Αγγλίας εφοδίαζαν το Ράιχ με πατέντες, πρώτες ύλες και στρατηγικά υλικά. Βοήθεια, όμως, ουσιαστικά έδωσε και η Γαλλία στη Γερμανία, όσον αφορά σε αυτό το θέμα. Πέρα απ' όλα τ' άλλα, όταν ο γερμανικός στρατός κατέλαβε την αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη του Ρήνου ήταν ασυγκρίτως κατώτερος του γαλλικού και σε μια στρατιωτική αντίδραση της Γαλλίας είχε διαταγή να υποχωρήσει. Τέτοια, όμως, γαλλική αντίδραση δεν υπήρξε ποτέ.

Η προκλητική στάση ενθάρρυνσης του φασισμού από τις δυτικές αντιδραστικές δυνάμεις θα ξεπεράσει κάθε όριο, όταν η Γερμανία θα βάλει στο χέρι την Τσεχοσλοβακία με το περιβόητο Σύμφωνο του Μονάχου (29- 30/9/1938), το οποίο φέρει τις υπογραφές των ηγετών της Αγγλίας Τσάμπερλεν, της Γαλλίας Νταλαντιέ, της Ιταλίας Μουσολίνι, της Γερμανίας Χίτλερ, καθώς και τις ευλογίες των ΗΠΑ.

Συνοψίζοντας γύρω από τη στάση των ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών της Δύσης απέναντι στο φασισμό - ιδιαίτερα το γερμανικό φασισμό - οφείλουμε να σταθούμε σε μερικές επισημάνσεις του Λίντελ Χαρτ, ο οποίος γράφει16: «Ο Χίτλερ ενθαρρύνθηκε ακόμη πιο πολύ από το συμβιβαστικό τρόπο, με τον οποίο οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Γαλλίας δέχτηκαν την εισβολή του στην Αυστρία και την ενσωμάτωση αυτής της χώρας στο Γερμανικό Ράιχ (Η μόνη δυσχέρεια σ' αυτό το εύκολο πραξικόπημα ήταν ο τρόπος με τον οποίο πολλά απ' τα άρματά του έπαθαν βλάβες στο δρόμο προς τη Βιέννη). Ακόμα μεγαλύτερη ενθάρρυνση έλαβε όταν άκουσε ότι ο Τσάμπερλεν και ο Χάλιφαξ είχαν απορρίψει τις ρωσικές προτάσεις, μετά απ' το πραξικόπημα αυτό, να συναντηθούν και να συζητήσουν για ένα ομαδικό σχέδιο εξασφαλίσεως εναντίον της γερμανικής προωθήσεως. Εδώ πρέπει να προστεθεί ότι, όταν η απειλή κατά των Τσέχων έφτασε στο κατακόρυφο, το Σεπτέμβρη του 1938, η κυβέρνηση της Ρωσίας γνωστοποίησε και πάλι, επίσημα και ανεπίσημα, την πρόθεσή της να συνεργαστεί με τη Γαλλία και τη Βρετανία για τη λήψη μέτρων προς υπεράσπιση της Τσεχοσλοβακίας. Η προσφορά αγνοήθηκε. Κι ακόμη. Η Ρωσία αποκλείστηκε επιδεικτικά από τη διάσκεψη του Μονάχου, όπου κανονίστηκε η τύχη της Τσεχοσλοβακίας. Αυτός ο παραμερισμός είχε μοιραίες συνέπειες τον επόμενο χρόνο». Περισσότερα σχόλια περιττεύουν.

Ας επανέλθουμε, όμως, στο αρχικό μας θέμα αναφορικά με τη «Χαλύβδινη Συμφωνία» και ας δούμε την επόμενη μέρα από την υπογραφή της, ούτως ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα την ιστορική της σημασία.

«Χαλύβδινη Συμφωνία»:
Η επόμενη μέρα

Την επομένη της υπογραφής του Συμφώνου, ο Χίτλερ κάλεσε στο γραφείο του τη στρατιωτική ηγεσία της χώρας του και της ανάγγειλε την εκτίμηση ότι ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος κι ότι «στην πρώτη ευκαιρία (η Γερμανία) έπρεπε να επιτεθεί κατά της Πολωνίας»17.

Ο λόγος εκείνος του Χίτλερ καταγράφηκε από τον υπασπιστή του, αντισυνταγματάρχη Ρούντολφ Σμουντ κι έχει αξία να τον παρακολουθήσουμε στα βασικά του σημεία, γιατί φανερώνει τις βαθύτερες αιτίες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Γερμανός δικτάτορας άρχισε την ομιλία του, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να λυθούν τα οικονομικά προβλήματα της Γερμανίας. «Αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί - είπε - αν δεν ''μπούμε μέσα'' σε άλλα κράτη ή αν δεν πλήξουμε τις θέσεις άλλων λαών. Η αναλογία του ζωτικού χώρου και της μεγαλοσύνης μιας χώρας είναι απαραίτητη για κάθε δύναμη. Θα μπορούσε κανείς να τα βγάλει πέρα για λίγο καιρό χωρίς αυτό, αλλά αργά ή γρήγορα τα προβλήματα θα απαιτήσουν τη λύση τους με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα. Οι εναλλακτικές λύσεις είναι άνοδος ή πτώση. Σε δεκαπέντε με είκοσι χρόνια, η λύση θα μας επιβληθεί από μόνη της. Κανένας Γερμανός πολιτικός δε θα μπορεί να αποφύγει το πρόβλημα».

Αναφερόμενος στο ζήτημα της Πολωνίας, ο Χίτλερ υπήρξε ωμός. «Εδώ - είπε - δεν είναι το Ντάντσιχ που διακυβεύεται. Για μας το θέμα αφορά στην επέκταση του ζωτικού μας χώρου προς την Ανατολή, στη διασφάλιση των αποθεμάτων τροφίμων και επίσης, στη λύση του προβλήματος των Βαλτικών χωρών. Τα αποθέματα των τροφίμων μπορούν να αποκτηθούν από αραιοκατοικημένες περιοχές. Ασχέτως με τη γονιμότητα αυτών των περιοχών, η διεξοδική καλλιέργειά τους από τους Γερμανούς θα αυξήσει σημαντικά την παραγωγή. Αλλες περιπτώσεις για ανοίγματα στην Ευρώπη δεν υπάρχουν». Κατόπιν, περνώντας από τα οικονομικά στα στρατιωτικά ζητήματα, ο Χίτλερ υπογράμμισε ότι το πρόβλημα με την Πολωνία δεν μπορούσε να διαχωριστεί από την αναμέτρηση με τη Δύση. Εκτίμησε ότι σε περίπτωση επίθεσης πρώτα στη Δύση, η Πολωνία θα κατέρρεε υπό το βάρος της Σοβιετικής Ενωσης που θα επιχειρούσε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση και ως εκ τούτου κατέληξε στο συμπέρασμα: Είναι αναγκαίο «να επιτεθούμε στην Πολωνία με την πρώτη κατάλληλη ευκαιρία. Δεν μπορούμε να περιμένουμε μια επανάληψη όσων συνέβησαν με την Τσεχία. Θα έχουμε πόλεμο. Στόχος μας είναι να απομονώσουμε την Πολωνία. Η απομόνωσή της είναι αποφασιστικής σημασίας»18.

Η Πολωνία, λοιπόν, είχε μπει στο στόχαστρο της χιτλερικής Γερμανίας και αποτελούσε τον άμεσο στόχο της. Εντούτοις, υπήρχε ακόμη καιρός να αλλάξουν τα πράγματα, να συναφθεί μέτωπο εναντίον της πολεμικής απειλής που συνιστούσε ο φασισμός για ολόκληρη την Ευρώπη. Για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να υπάρξει μια συνεννόηση που θα κατέληγε σε συμφωνία, τουλάχιστον ανάμεσα στην ΕΣΣΔ, στη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία. Πράγματι, οι σχετικές διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν την άνοιξη του '39 και συνεχίστηκαν ως το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου του ιδίου έτους. Ωστόσο, οι Αγγλογάλλοι δεν ενδιαφέρονταν να καταλήξουν σε συμφωνία. Απλά κωλυσιεργούσαν, για να διατηρούν την πίεση προς τη Γερμανία και να παραλύσουν την εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ, καλλιεργώντας την ελπίδα ότι κάποτε θα υπάρξει συμφωνία κι έτσι η τελευταία θα πετύχει την απαραίτητη ασφάλειά της. Το χειρότερο δε είναι ότι η Αγγλία από το Μάη έως τον Αύγουστο του '39, διεξήγαγε μυστικές διαπραγματεύσεις με τη Γερμανία για μια ευρεία αγγλογερμανική συμφωνία, που θα έλυνε όλα τα εκκρεμή ζητήματα, μεταξύ των δύο χωρών. Συγκεκριμένα, η Αγγλία αναγνώριζε ως «φυσικό ζωτικό χώρο της Γερμανίας την Ανατολική Ευρώπη», της επέστρεφε τις αποικίες που της είχε πάρει ως αποτέλεσμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και αναλάμβανε την υποχρέωση να παραιτηθεί απ' όλες τις συμμαχίες περικύκλωσης της Γερμανίας που είχε ή επιδίωκε στην Ανατολική Ευρώπη. Η Γερμανία, μεταξύ άλλων, ως προσπάθεια περικύκλωσής της, θεωρούσε και τις διαπραγματεύσεις ΕΣΣΔ - Αγγλίας - Γαλλίας που διεξάγονταν εκείνο τον καιρό19.

Το αποτέλεσμα ήταν όλες αυτές οι μεθοδεύσεις να γυρίσουν μπούμερανγκ στον αγγλοαμερικανικό ιμπεριαλισμό. Οι γενικότερες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις ήταν τέτοιες που δεν μπορούσαν να επιτρέψουν ένα συμβιβασμό ανάμεσα στη Γερμανία και τη Βρετανία, ούτε τον προσανατολισμό της γερμανικής πολεμικής μηχανής αποκλειστικά προς την Ανατολή. Την 1η Σεπτέμβρη του 1939, ώρα 4.30' π.μ. ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στην Πολωνία, δίνοντας έτσι το σύνθημα, για να ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Στη συνέχεια, η γερμανική πολεμική μηχανή στράφηκε προς τη Δύση. Ο πόλεμος επέστρεφε σ' αυτούς που τον παρασκεύασαν.

1. Louis Saurel: «Η Δίκη της Νυρεμβέργης», εκδόσεις Νικολάου Δαμιανού, σελ. 134 - 135.

2. Στο ίδιο, σελ. 135.

3. William Shirer: «Η Ανοδος και η Πτώσις του Γ' Ράιχ», εκδόσεις «Αρσενίδη», τόμος Β', σελ. 106.

4. William Shirer, στο ίδιο, σελ. 106 - 108.

5. Ουίνστον Τσόρτσιλ: «2ος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδόσεις «Ελληνική Μορφωτική Εστία», τόμος Α', σελ. 311.

6. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος Θ1 - Θ2, σελ. 732.

7. Υπουργείον Αμύνης ΕΣΣΔ: «Β' Παγκόσμιος Πόλεμος 1939 - 1945», εκδόσεις ΚΥΨΕΛΗ, τόμος Α', σελ. 19.

8. Ι. Στάλιν: «Απαντα», εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ, 1952, τόμος 9ος, σελ. 363 - 364.

9. «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 1ος, σελ. 14.

10. «Ο Φασισμός, ο κίνδυνος του πολέμου και τα καθήκοντα των Κ. Κομμάτων - Θέσεις που ψηφίστηκαν από την 13η Ολομέλεια της ΕΕ της Κομμουνιστικής Διεθνούς», Παράρτημα ΚΟΜΕΠ, Αθήνα. Γενάρης 1934, σελ. 3.

11. Ν. Χάγερ: «Αδόλφος Χίτλερ», εκδόσεις ΠΕΛΛΑ, σελ. 215.

12. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια ιστορία», εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος Θ1 - Θ2, σελ. 274 και Ρ. Α. Στεϊνιγκερ: «Η δίκη της Νυρεμβέργης», Αθήνα 1960, σελ. 65.

13. «Λόγος του υπουργού των Εξωτερικών του Ράιχ Φον Ρίμπεντροπ της 2ης Νοεμβρίου 1941», κατοχική προπαγανδιστική έκδοση στα ελληνικά, σελ. 3.

14. Υπουργείο Αμύνης ΕΣΣΔ: «Β' Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδόσεις «20ός αιώνας», Αθήνα 1959, σελ. 22.

15. Στο ίδιο, σελ. 46 - 47.

16. Λ. Χαρτ: «Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου», έκδοση 7ου ΕΓ/ΓΕΣ, τόμος Α', σελ. 9 - 10.

17. Μ. Πανκράσοβα, Β. Σίπολς: «Μπορούσε να μη γίνη ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος;», εκδόσεις «Πλανήτης», σελ. 51 - 52.

18. Ian Kershaw: «Χίτλερ 1936 - 1945: Νέμεσις», εκδόσεις «Scripta», σελ. 174 - 175.

19. Μ. Πανκράσοβα, Β. Σίπολς: «Μπορούσε να μη γίνη ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος;», εκδόσεις «Πλανήτης», σελ. 134- 135 και Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», εκδόσεις «Μέλισσα», Τόμος Θ1 - Θ2, σελ. 718.


Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ