Οι «ερυθρόλευκοι» με χαρακτηριστική ευκολία αλλάζουν προπονητές και αυτό τις περισσότερες φορές το έχουν πληρώσει ακριβά
Ας δούμε λοιπόν από την αρχή την «περιπέτεια» του Ολυμπιακού με τους προπονητές. Πετυχημένους ή όχι.
Το 1960 στο πρώτο εθνικό πρωτάθλημα, ίδρυση της Α' Εθνικής, στον πάγκο ήταν ο Ιταλός Μπρούνο Βάλε. Ποτέ δεν κατάφερε να μπει στην ελληνική νοοτροπία και έτσι η 3η θέση μάλλον θα άφησε ευχαριστημένους τους φίλους των Πειραιωτών. Την επόμενη σεζόν ο Τζ. Σιμονόφσκι από τη Γιουγκοσλαβία πρόσφερε καλό έργο, όμως τότε ήταν που μεσουρανούσε ο ΠΑΟ και έτσι το '61 όπως και το '62 ο Ολυμπιακός ήταν δεύτερος. Τη χρονιά έβγαλε ο Αλ. Χατζησταυρίδης που και την επόμενη σεζόν ήταν τιμονιέρης, όμως η 3η θέση ήταν το μόνο που κατάφερε. Ο επόμενος ήταν ο Ούγγρος Αντρέι Ντόλγκος, όμως ούτε αυτός κατάφερε να σπάσει την παντοδυναμία του Παναθηναϊκού.
Ενας άλλος Μαγυάρος την επόμενη χρονιά ο Ναντ Τσιέρνα επίσης, δεν μπόρεσε να δώσει τίτλο στους «ερυθρόλευκους».
Στα 1969 ο Γιουγκοσλάβος Λ. Σπάιτς έπιασε... λιμάνι. Εφτασε στη βρύση αλλά δεν ήπιε νερό αφού ήταν δεύτερος στο πρωτάθλημα και φιναλίστ στο κύπελλο.
Την επόμενη χρονιά ήρθε ο καταξιωμένος από τους τίτλους με τον Παναθηναϊκό Στέφαν Μπόμπεκ, όμως δεν έβγαλε τη χρονιά και τον διαδέχτηκε προσωρινά ο Ηλίας Υφαντής. Η χρονιά του 1971 είναι μια από τις χειρότερες στην ιστορία του Ολυμπιακού. Κατάφερε όπως και φέτος ν' αλλάξει τρεις προπονητές. Ξεκίνησε με Νταν Γεωργιάδη, συνέχισε ο Γιώργος Δαρίβας, έκλεισε με τον Αγγλο Αλαν Ασμαν. Στο πρωτάθλημα ήταν 7ος, όμως μπόρεσε να πάρει το κύπελλο.
Από το '72 ως το '75 έχουμε τη χρυσή εποχή του Γουλανδρή. Ηρθαν παίκτες μεγάλης κλάσης (Κελεσίδης, Γκλέζος, Τριαντάφυλλος, Αργυρούδης, Δεληκάρης) και η επικράτηση ήταν απόλυτη. Τρία πρωταθλήματα, δύο κύπελλα δεν είναι και λίγο πράγμα. Τιμονιέρης της μεγάλης ομάδας ήταν ο μακαρίτης Λάκης Πετρόπουλος. Ο «γόης» ήξερε να παίρνει τα μέγιστα από τους παίκτες του και δε θεωρείται άδικα από τους κορυφαίους προπονητές που ανέδειξε η χώρα μας. Στα τέλη του '75 ήρθε ο συνήθης υπηρεσιακός Γ. Δαρίβας που θα τον βρούμε και στο εγγύς μέλλον, δηλαδή του... χρόνου. Το '76 ξεκίνησε με τον Αγγλο Βικ Μπάκανγχαμ όμως πάλι ο Δαρίβας έκλεισε τη σεζόν.
Επέμεινε εγγλέζικα η διοίκηση Ηρακλή Τσιτσαλή το '77 και έδωσε τα ηνία στον Λες Σάνον. Προπονητής που έκανε μεγάλο τον ΠΑΟΚ των Κούδα, Σαράφη, Παρίδη, Αποστολίδη, Γούναρη, Ιωσηφίδη, Φουντουκίδη, Στέφα. Η 2η θέση θεωρήθηκε... αποτυχία και τις τύχες ανέλαβε για σχεδόν τρία χρόνια ο Τόζα Βεσελίνοβιτς. Αμφιλεγόμενος προπονητής, αφού σαν παίκτης ήταν κορυφαίος, όχι όμως και σαν καθοδηγητής ομάδας. Αλλωστε δεν πήρε τίποτα, μόνο ορισμένα εκατομμύρια (κατά δικές του δηλώσεις) από το Καζίνο της Πάρνηθας όπου ήταν τακτικός θαμώνας. Το πάθος του για τον τζόγο ίσως να στοίχισε στη δεύτερη καριέρα του.
Η επένδυση της επόμενης σεζόν ήταν στον Ολλανδό και με περγαμηνές Γκεόργκ Κέσλερ. Λίγα πράγματα. Τα «πέτρινα» χρόνια είχαν ξεκινήσει για τα καλά. Μόλις στην 4η θέση. Η περίοδος του '86 ήταν επίσης άσχημη. Ο Αντώνης Γεωργιάδης έφερε την ομάδα μια θέση παρακάτω. Εχασε και το κύπελλο με συντριβή από τον ΠΑΟ. Το '87 είχαμε την τελευταία αναλαμπή με την κατάκτηση του πρωταθλήματος από τον Αλκέτα Παναγούλια. Πάντα στα δύσκολα ο «Αμερικάνος» ήταν εκεί.
Αποφράδα χρονιά αυτή του 1988, παρά τον πακτωλό χρημάτων που έριξε ο φυλακισμένος Κοσκωτάς. Με ξένα... κόλλυβα ο τραπεζίτης - φάντασμα «επένδυε» στον Ολυμπιακό, όμως η 8η θέση ήταν ένα ισχυρό χαστούκι. Παναγούλιας, Γρηγοριάδης και ο Τάις Λίμπρεχτς προσπάθησαν... μάταια.
Το 1989 ούτε η έλευση του Λάγιος Ντέταρι έσωσε την κατάσταση. Προπονητής ο απόλυτα πετυχημένος Γιάτσεκ Γκμοχ, όμως δεν άντεξε πολύ. Ο Γιάννης Γούναρης και ο Γιώργος Παπαμάλης έκλεισαν μια ακόμη μέτρια χρονιά. Η έλευση πολλών παικτών ήταν το σημαντικότερο πρόβλημα και έτσι η χημεία της ομάδας ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί.
Στην εποχή Αργύρη Σαλιαρέλη που ανέτειλε, ο Ολυμπιακός βρήκε καλό προπονητή, καλό υλικό, αλλά πρόεδρο που είχε, για δεύτερη φορά, προβλήματα με τη Δικαιοσύνη. Ο Ολεγκ Μπλαχίν για δύο χρόνια με όσα μύρια προβλήματα κατάκτησε το κύπελλο, ενώ είχε την ομάδα στη δεύτερη θέση. Ηταν η παντοδυναμία της ΑΕΚ.
Στα 1994 ο Σωκράτης Κόκκαλης αποφάσισε να φέρει το μεγάλο όνομα. Ο Λιούπκο Πέτροβιτς, πρωταθλητής Ευρώπης με τον Ερυθρό Αστέρα ανέλαβε δουλιά. «Νύχτα» έφυγε κι αυτός και οι Κώστας Πολυχρονίου και Νίκος Αλέφαντος τέλειωσαν τη χρονιά.
Ο «Αλε» άρχισε το 1995 αλλά γρήγορα γρήγορα Ν. Γιούτσος, Τάις Λίμπρεχτς κράτησαν τα... προσχήματα με την τελική 2η θέση.
Οι... εμπνεύσεις του Σ. Κόκκαλη έφτασαν στο «ζενίθ» το 1996, όταν τα ηνία της ομάδας παρέλαβε ο Σταύρος Διαμαντόπουλος. Από τον Εδεσσαϊκό στον Ολυμπιακό. «Πριν αλέκτορα φωνήσαι» το κουμάντο πήρε ο Τάκης Περσίας που και έβγαλε τη χρονιά...
Υστερα από 10 χρόνια φαγούρας επιτέλους πάρθηκε η σωστή απόφαση. Ο Ντούσαν Μπάγεβιτς μετά τα... θαύματα στην ΑΕΚ (4 πρωταθλήματα) κλήθηκε με το μαγικό του ραβδί να αναμορφώσει τον Ολυμπιακό και το πέτυχε. Τρία συνεχόμενα πρωταθλήματα, ένα κύπελλο, δεν είναι δα και λίγο πράγμα. Ποιο ήταν το... ευχαριστώ. Μεσούσης της περιόδου και ενώ η ομάδα ήταν πρώτη, ο πρόεδρος έλυσε τη συνεργασία του με τον Ντούσκο φέρνοντας στη θέση του τον Ιταλό Αλμπέρτο Μπιγκόν. Ενα εκλέκτορα που ποτέ δε συμπάθησε ο κόσμος. Ισως αυτό να το πλήρωσε ακριβά. Μια ακόμη σύμπτωση και αυτός απολύθηκε έχοντας τον Ολυμπιακό στην κορυφή. Μυστήρια πράγματα. Τώρα τις τύχες των περσινών πρωταθλητών Ελλάδας κρατά στα χέρια του ο Γιάννης Μαντζουράκης. Ενας ικανός Ελληνας προπονητής που όμως δεν έχει εργαστεί σε μεγάλες ομάδες. Αν τα καταφέρει η όχι θα φανεί στην πορεία. Αυτό που δεν μπορεί να «φανεί» από τώρα είναι αν και του χρόνου ο κ. Μαντζουράκης θα είναι στον πάγκο του Ολυμπιακού. Ετσι δεν είναι κύριε Πρόεδρε;