Ο λάκκος με τα «φίδια»
Κυριακή 23 Απρίλη 2000

Θα το έχετε ακούσει και σεις πολλές φορές να λέγεται πως οι Ελληνες μπροστά στον κίνδυνο ενώνονται ανεξάρτητα από ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές. Ανεξάρτητα από την κοινωνική τους προέλευση και τις οικονομικές τους δυνατότητες. Και ως παραδείγματα, για να υποστηριχτεί αυτή η άποψη, αναφέρονται η Κατοχή, η Εθνική Αντίσταση, η χούντα. Φυσικά, δε λέω πως όλ' αυτά δεν είναι διδακτικά και άκρως παραδειγματιστικά. Ετσι, εξάλλου διεγείρονται οι λανθάνουσες εθνικές ευαισθησίες του ελληνικού λαού, αίρονται οι ταξικές αντιθέσεις, οι στρατηγικές πολιτικές της κυβέρνησης εξευγενίζονται. Και οι νέοι; Αχ αυτοί οι νέοι! Συντρίβοντες τους ανυπόμονους καλάμους τους που λέγονται «φραπέ», «μάρλμπορο» ή «μαλάκας» κατακλύζουν τα στάδια του ευγενικού ανταγωνισμού και της κερκιδικής κουλτούρας υποσχόμενοι προς τους απανταχού παρόντες «πληρωμένους» διαιτητές ότι αυτοί θα γίνουν «πολλώ κάρρονες».

Υπάρχει ένα λάθος όμως εδώ. Ενα κενό επικίνδυνο στην ιστορικότητα της εθνικής διαπίστωσης. Θέλω να πω δηλαδή πως έχουνε δίκιο όλοι αυτοί που επιμένουν και λένε πως οι Ελληνες συσπειρώνονται και ομοψυχούν μπροστά στους σπαρακτικούς μεγάλους κινδύνους που χαρακτηρίζουν τις «μεγάλες» στιγμές της εθνικής μας περιπέτειας. Ξεχνούν όμως την πιο τελευταία από αυτές τις στιγμές και ίσως την πιο «μεγαλειώδη» και άκρως επικίνδυνη. Και είναι αυτή η μεγάλη στιγμή των συνεδριάσεων του Χρηματιστηρίου. Την ομοψυχία των Ελλήνων μπροστά στην απειλή του αποτελέσματος αυτών των συνεδριάσεων δεν την αναφέρει, δυστυχώς, κανείς. Γιατροί, νοσοκόμοι, υδραυλικοί, πιλότοι, σεισμοπαθείς ή όχι, αλιείες, αχθοφόροι, σφαγείς και εκδορείς, αρχαιολόγοι και αρχαιοκάπηλοι, αστρονόμοι και γεωλόγοι, οπαδοί και αντίπαλοι του ΒΑΝ ομοψυχούν και παίζουν. Ναι, όλοι οι Ελληνες έχουν αναγάγει το θέμα της εθνικής τους ευαισθησίας σε αναλογική ή ψηφιακή, δεν έχει σημασία, συμμετοχή τους στο παιχνίδι του μεγάλου τζόγου. Αγοράζουν οικονομικές εφημερίδες για να ενημερωθούν, ακούνε στη θεσσαλονίκη το «Χρήμα FM», ανταλλάσσουν χρηματιστηριακές πληροφορίες στα κατώφλια των φτωχικών τους σπιτιών, στα περίπτερα μπροστά, στη λαϊκή αγορά, στους προθαλάμους των οδοντογιατρών, έξω από τις κλειστές πόρτες της εντατικής. Και όλ' αυτά στο όνομα ενός άπιαστου ονείρου, μιας κακοφτιαγμένης και δόλια κακοσυντηρημένης προοπτικής ζωής. Ενός εύκολου, τυχοδιωκτικού πλουτισμού. Γιατί, φυσικά αυτό το σαθρό και εξ ορισμού μη πραγματοποιήσιμο όνειρο ούτε τους «ομοψυχούντες» μπροστά στην απειλή του επερχόμενου «ινδοευρωπαϊκού» τζόγου αναβαθμίζει ούτε, βεβαίως, την ελληνική οικονομία ενισχύει. Ενας βδελυρός και καταχθόνιος χαρτοπόλεμος είναι, όμοιος μ' αυτόν που παίζουν μεθυσμένοι οι αρλεκίνοι και οι κολομπίνες στην ψεύτικη πραγματικότητα του καρναβαλιού. Ενα γλυκό αποκοίμισμα είναι μπροστά στα άλυτα προβλήματα της καθημερινής μας ζωής. Είναι αυτό που θα έλεγε και ο Λένιν «το όπιο του λαού». Γιατί δεν μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε αλλιώς όλ' αυτά που αποκοιμίζουν τον εργαζόμενο, τον αχρηστεύουν, τον αποπροσανατολίζουν και τον παγιδεύουν στην αναμονή της «έλευσης» μιας Μεσσιανικής Λύσης. Εννοώ τα γήπεδα, τα τηλεοπτικά μπούτια, τις ελληνοτουρκικές κοκορομαχίες και τους χρηματιστηριακούς αυτοηδονισμούς.

Και το μεγάλο ερώτημα μπροστά σε όλη αυτή τη νεοελληνική «ομοψυχία» είναι: τι θέση, τέλος πάντων, παίρνουν οι κυβερνήτες αυτής της υπνώττουσας και τζογοηδονιζόμενης νεοελληνικής κοινωνίας; Μα καμιά. Γιατί κι αυτοί παγιδεύονται στο ηδονικό παιχνίδι του τζόγου που κανοναρχούν από ψηλά, όπως παλιά ο Ξέρξης θέλησε να παρακολουθήσει τη νίκη των καραβιών του στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, από το Αιγάλεω με τη γνωστή κατάληξη. Το θλιβερό συμπέρασμα, λοιπόν, όλης αυτής της καθημερινής ιστορίας είναι πως ο τζόγος δεν είναι μόνο το όπιο του λαού, αλλά και των κυβερνητών. Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι ποιος θα κερδίσει πιο γρήγορα, αλλά ποιος θα «απεξαρτηθεί» πρώτος! Ποιος θα βγει, τέλος πάντων μπροστά «ειδικός» ή «αρμόδιος», χαμένος ή κερδισμένος να φωνάξει με όλη τη δύναμη της καρδιάς του: Οχι, αυτή η μαύρη τρύπα γεμάτη «χρηματιστήριο» ούτε τέλος έχει ούτε διέξοδο. Μόνο με φίδια είναι γεμάτη κι αυτά δαγκώνουν!


Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ