«Οδοφράγματα και πυρά» παραπληροφόρησης
Κυριακή 23 Απρίλη 2000

Associated Press

Η παραπληροφόρηση δεν έκαμψε την διάθεση των διαδηλωτών
Περισσότερους από τρεις μήνες προετοίμαζαν οι διαδηλωτές τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας τους στην Ουάσιγκτον, κατά τη διάρκεια της εξαμηνιαίας συνάντησης της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Περισσότερους από τρεις μήνες, αρχής γενομένης από τη σύνοδο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στο Σιάτλ, προετοίμαζαν και τα κυρίαρχα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης τη δική τους «συμβολή» στα τεκταινόμενα στην αμερικανική πρωτεύουσα. Οι προσπάθειές τους δε φαίνεται να απέδωσαν τα μέγιστα, εντούτοις δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς την επιτυχημένη, ως ένα βαθμό, απόκρυψη αλλά και διαστρέβλωση της πραγματικότητας, αλλά και τη σημαντική βοήθεια που προσέφεραν στο να καλλιεργηθεί κλίμα τρομοκρατίας, και ταυτόχρονα, φαιδρότητας στην κοινή γνώμη σε σχέση με τις κινητοποιήσεις και τους συμμετέχοντες σε αυτές.

«Τη μετακόμιση ενός γελοίου πανηγυριού, με μολότοφ, πέτρες, και ένα μάτσο παρανοϊκούς» από το Σιάτλ στην Ουάσιγκτον προανάγγελναν το, μεγάλης εμβέλειας, περιοδικό «Newsweek» και η εφημερίδα «Times» της Νέας Υόρκης, κάποιες ημέρες πριν από την έναρξη της συνόδου στην Ουάσιγκτον. Χρησιμοποίησαν, μάλιστα, τους ίδιους και απαράλλακτους χαρακτηρισμούς που είχαν επιλέξει για να περιγράψουν τα γεγονότα, λίγους μήνες νωρίτερα, στο Σιάτλ.

Αναλόγου ύφους και περιεχομένου ήταν και το σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας «Wall Street Journal» (στις 11 του Απρίλη), στο οποίο, μάλιστα, τονιζόταν ότι στόχος των διαδηλωτών δεν είναι παρά η πρόκληση προβλημάτων στην πρωτεύουσα και η δυσφήμιση της χώρας από τις «βίαιες και άναρχες πράξεις τους». Φυσικά, σε κανένα από τα προαναφερόμενα δημοσιεύματα δεν εμπεριέχονται τα αιτήματα, οι θέσεις και οι απόψεις των διαδηλωτών, οι οποίοι χαρακτηρίζονται γενικόλογα και απόλυτα ως «εθνικιστές, πολέμιοι του εμπορίου και της οικονομικής ανάπτυξης, γραφικοί».

Επιλεκτική η κάλυψη των γεγονότων

Εξίσου «αντικειμενική» υπήρξε και η, επιτόπου, κάλυψη των διαδηλώσεων κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ. Οι δύο μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες «New York Times» και «Boston Globe», ένα 24ωρο μετά τη λήξη της συνόδου και το πέρας των βασικότερων κινητοποιήσεων επέλεξαν την απόλυτη σιωπή όσον αφορά στις διαδηλώσεις σαν να μην έγιναν ποτέ. Αντίθετα, φιλοξενούν εκτενή ρεπορτάζ από τις συζητήσεις εντός των θυρών και αναλύσεις για την «κατάργηση των περιορισμών στις εμπορικές συναλλαγές» και την αναγκαιότητα «οικονομικών μεταρρυθμίσεων» ως μονόδρομου προς την ευημερία.

Σε οικονομικές αναλύσεις και θεωρητικές προσεγγίσεις της «απόλυτης αλήθειας» της παγκοσμιοποίησης αναλίσκονται και οι περισσότερες μεγάλες ευρωπαϊκές εφημερίδες. Η βρετανική εφημερίδα «Financial Times», αν και αφιερώνει αρκετό χώρο στη σύνοδο της Ουάσιγκτον, επιλέγει να αναφερθεί στα επεισόδια μόνο μετά το τέλος των συζητήσεων, αρκούμενη σε μια φωτογραφία και μία ολιγόλογη αναφορά. Με ολιγάριθμες, άνευ σχολίων, φωτογραφίες κάλυψαν τις τριήμερες διαδηλώσεις και οι «Herald Tribune», «The Guardian», οι οποίες μιλούν «για ορισμένα επεισόδια που απείλησαν τη διάσκεψη, αλλά αποτράπηκαν επιτυχώς από τις αστυνομικές δυνάμεις». Τα αιτήματα των διαδηλωτών και δηλώσεις τους φιλοξενεί η γαλλική «Le Monde», μετά το τέλος των συζητήσεων, ενώ η γαλλική «Humanite» τιτλοφορεί το πρωτοσέλιδό της και την κυρίαρχη φωτογραφία από τις συγκρούσεις «Η Ουάσιγκτον ανακάλυψε την πραγματική παγκοσμιοποίηση».

Απροκάλυπτη λασπολογία και διαστρέβλωση

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, όμως, λασπολογίας και παραπληροφόρησης δε θα μπορούσε παρά να προέρχεται από τις ΗΠΑ. Η εφημερίδα «Washington Post» κάλυψε εκτενώς τα γεγονότα στην αμερικανική πρωτεύουσα με το δικό της «χαρακτηριστικό» τρόπο. Αφού εξαίρει, όπως και η πλειοψηφία άλλωστε των ΜΜΕ, την άψογη και αποτελεσματική στάση και οργάνωση των αστυνομικών δυνάμεων, επιχειρεί να παρουσιάσει τις διαδηλώσεις υπό τον τίτλο «Διαμαρτυρόμενοι για τους διαμαρτυρόμενους».

Ο αρθρογράφος της, Μαρκ Φίσερ, επικαλούμενος την προσωπική του μαρτυρία, υποστηρίζει ότι οι διαδηλωτές δεν ήταν παρά «ένα μάτσο πιτσιρίκια που δεν είχαν άλλον τρόπο να εκνευρίσουν τους μεγαλύτερούς τους». «Αποφάσισαν, τονίζει ειρωνικά, να δημιουργήσουν πρόβλημα στην αμερικανική πρωτεύουσα, μην έχοντας κανένα ουσιαστικό αίτημα αλλά ούτε, καν, ένα συγκεκριμένο σχέδιο δράσης».

Ο Φίσερ παραθέτει στιχομυθίες που υποστηρίζει ότι είχε με ορισμένους από τους διαδηλωτές και συμπεραίνει ότι «δεν πρόκειται παρά για καλομαθημένα κολεγιόπαιδα που θέλουν να λένε ότι διαμαρτύρονται για τη φτώχεια και την καταπίεση, δύο πράγματα που δε γνώρισαν ποτέ τους και ουδέποτε θα γνωρίσουν, αφού αρκούνται στο να φιλοσοφούν και να χάνουν τον χρόνο τους ξοδεύοντας τα χρήματα των γονιών τους και καταστρώνοντας τέτοιου είδους διασκεδαστικά δρώμενα». Για να στοιχειοθετήσει, ολοκληρωμένα, την άποψή του, ο Φίσερ κλείνει, διόλου τυχαία φυσικά, το άρθρο του με τα λόγια ενός ηλικιωμένου Σέρβου, ο οποίος «γνωρίζει την πραγματική έννοια της καταπίεσης και της φτώχειας, από τα οποία ξέφυγε με δυσκολία στις αρχές του '50, εγκαταλείποντας με κίνδυνο της ζωής του το καταπιεστικό φασιστικό κομμουνιστικό καθεστώς του Τίτο».

Ο συνομιλητής του Φίσερ, λοιπόν, φέρεται να εκτιμά ότι «κάθε νέα γενιά ψάχνει ένα λόγο για να διαμαρτυρηθεί, κατά συνέπεια είναι φυσιολογική η αντίδραση αυτή, αν και, σε αντίθεση με το παρελθόν, δεν έχει καμία ουσία. Τουλάχιστον, όμως, με αυτόν τον τρόπο θα εκτονωθεί και θα βοηθήσει τους αποπροσανατολισμένους νέους να εκτιμήσουν αυτά που έχουν και να μην ασχολούνται με ανοησίες»! Ανοησίες είναι σε ένα πρώτο επίπεδο το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα και σε ένα δεύτερο επίπεδο ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, όπως φαίνεται.

Η «Washington Post» επιμένει και δε διστάζει σε άλλο άρθρο της, το οποίο αναδημοσίευσε και το ελληνικό ΒΗΜΑ, να χαρακτηρίσει, εμμέσως πλην σαφώς, εκτός τόπου και χρόνου τους διαδηλωτές. «Εφόσον δηλώνουν πολέμιοι της φτώχειας και της καταπίεσης, υπογραμμίζεται, θα έπρεπε να διοργανώνουν συγκεντρώσεις συμπαράστασης προς τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς και υποστήριξης της παγκοσμιοποίησης, στην οποία οφείλεται η καταπολέμηση της φτώχειας σε μεγάλο μέρος του πλανήτη».

Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρεται η περιοχή της ανατολικής Ασίας, όπου «εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι που ζούσαν κάτω από τα όρια της φτώχειας ανήκουν σήμερα στη μεσαία τάξη χάρη στην παγκοσμιοποίηση». Το συγκεκριμένο δημοσίευμα, μάλιστα, τονίζει ότι «ευχής έργο θα ήταν να επαναληφθεί το ίδιο φαινόμενο και σε άλλες περιοχές του πλανήτη». Εννοείται ότι δεν υπάρχει καμία αναφορά στις συνθήκες και στους όρους υπό τους οποίους οι διεθνείς οργανισμοί απεργάστηκαν αυτήν τη «θαυματουργή» οικονομική ανάπτυξη και ενθάρρυναν τις εξαγωγές και το ελεύθερο εμπόριο «από τις φτωχές χώρες προς τις πλούσιες».

Οι «τρύπες» του Internet

Για άλλη μια φορά, ο κύριος όγκος των πραγματικών τεκταινόμενων στην Ουάσιγκτον, τα αιτήματα και η ουσία των μαζικών διαδηλώσεων έφθασαν στο ευρύ κοινό μέσω του διαδικτύου και του εναλλακτικού «γραφείου Τύπου» που έστησαν οι συμμετέχουσες οργανώσεις, όπως και στο Σιάτλ, μέσω των ηλεκτρονικών και εντύπων μέσων που οι ίδιες διαθέτουν. Και αυτήν τη φορά, το εναλλακτικό κέντρο πληροφόρησης και οι τακτικές ενημερώσεις, στις οποίες προχώρησε, συνέβαλλαν τα μέγιστα στην, όσο το δυνατόν, πληρέστερη ενημέρωση της κοινής γνώμης αλλά και στην αντιμετώπιση της προσπάθειας αποπροσανατολισμού, λασπολογίας και τρομοκρατίας που εξαπέλυσαν τα κυρίαρχα ΜΜΕ.

Εντούτοις, αυτό που έγινε αντιληπτό, όπως οι ίδιοι οι διοργανωτές υποστήριζαν, είναι ότι το διαδίκτυο παραμένει το μοναδικό μέσο τόσο, ευρείας εμβέλειας, επικοινωνίας με την κοινή γνώμη αλλά, ταυτόχρονα, είναι εξίσου προσιτό στις αστυνομικές αρχές. Αυτό που έγινε σαφές στις κινητοποιήσεις της Ουάσιγκτον είναι ότι οι διοικητές των αρχών ασφαλείας γνώριζαν μέσω του διαδικτύου το μεγαλύτερο μέρος του σχεδίου δράσης των διαδηλωτών.

«Το ομορφότερο πράγμα στον κόσμο είναι η ελευθερία έκφρασης» υπογράμμιζε ο Διογένης, πολλούς αιώνες νωρίτερα, τονίζει σε άρθρο του ο δημοσιογράφος Νόρμαν Σόλομον, του εναλλακτικού ηλεκτρονικού δικτύου πληροφόρησης. Δεν υπάρχει, όμως, ελευθερία να ακουστεί η γνώμη σου, συμπληρώνει. «Σε μια χώρα που ευαγγελίζεται την ελευθερία της έκφρασης ως υπέρτατη αρχή, δεν υπάρχει, ούτε καν η στοιχειωδέστερη μνεία, για την ελευθερία της ενημέρωσης, διότι, καταλήγει ο Σόλομον, ακόμη και ένας κατάδικος μπορεί να μιλά ελεύθερα αλλά μόνο στους τοίχους του κελιού του».


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ