Εν συντομία
Κυριακή 11 Ιούλη 2004

Πεταγόμαστε μέχρι τη Μυτιλήνη; Τέτοια ώρα τέτοια λόγια, θα πείτε. Μακριά είναι. Η φαντασία μας, όμως, τρέχει σαν τρελή, καθώς το μάτι μας πέφτει σε μια σελίδα γραμμένη από τον Φώτη Κόντογλου:

«Τι έκπληξη, τι αναπάντεχο κάτι μπορεί να περιμένει κανένας, βάζοντας το πόδι του απάνου στο μουράγιου μιας πόλης σαν τη Μυτιλήνη; Ολα είναι προεξοφλημένα: Λες: Δεν είναι ανάγκη να δουλεύουν τα αισθητήριά μου. Πέφτεις ψόφιος απάνου σε μια καρέκλα, σα να μην ήθελες να σηκωθείς ποτέ, κοιτώντας ό,τι γίνεται μπροστά σου, σαν ένας γέρος απόμαχος, κουρασμένος από τις παράτες. Καν η σκέψη πως ένας λωποδύτης σου φερμάρει την τσέπη δε σε δροσίζει με την ευχάριστη ανησυχία της. Τίποτ' απ' αυτά τα κίντυνα δε θέλει να 'ρτει σε βοήθειά σου να σου διώξει τη νύστα, να σε γλιτώσει απ' το μούδιασμα, η ατμόσφαιρα είναι γεμάτη από ασφάλεια...

Ο ήλιος είναι η μόνη θέληση που λύνει κάθε άλλη, αναβρύζοντας έναν καταρράχτη φλόγες. Απορείς βλέποντας γύρω σου το κάθε τι, σπίτια, καράβια, μαγαζιά, εμπόρια, υποθέσεις, που μαρτυρούν πως μια φορά είναι θέληση. Τώρα πει! Το χέρι μου μοιάζει πως δεν είναι σε θέση να μετατοπιστεί για να διώξει τις μύγες που βόσκουν το μούτρο. Ποιος να έχει φτιάσει όλα αυτά τα βαριά πράγματα που μου ψήνουν το μυαλό να τα κοιτάζω...».