Associated Press |
Το 1953, ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, ένας από τους ιδρυτές του Σοσιαλιστικού Κόμματος Χιλής, έχανε για 3, μόλις, εκατοστιαίες μονάδες τις εκλογές για την Προεδρία. Η, παρ' ολίγον, επιτυχία του τάραξε τα νερά στην Ουάσιγκτον. Ηδη, από το 1961, δύο επιτροπές από αξιωματούχους της CIA, του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Λευκού Οίκου (η μία στην Ουάσιγκτον, η άλλη στο Σαντιάγο της Χιλής) άρχισαν να ασχολούνται με το πώς θα ανακόψουν την πορεία «των ανατρεπτικών στοιχείων» προς την εξουσία.
«Η παρέμβασή μας στα εσωτερικά της Χιλής, από το 1964 και μετά ήταν κραυγαλέα και αισχρή», ομολογεί ένας από τους αρμόδιους αξιωματούχους της CIA, περιγράφοντας εκτενώς την αποστολή εκατοντάδων πρακτόρων, που ανέλαβαν να προετοιμάσουν τις εξελίξεις, «θεμελιώνοντας μακροχρόνιες επιχειρηματικές σχέσεις με τα πολιτικά κόμματα, κατασκευάζοντας μηχανισμούς προπαγάνδας, εκπαιδεύοντας και οργανώνοντας αντικομμουνιστικές ομάδες σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, συνδικάτα και ενώσεις». Η ανάδειξη στην Προεδρία της Χιλής του Εντουάρντο Φρέι, του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, έγινε δεκτή με ικανοποίηση στην Ουάσιγκτον, με τη CIA να εκτιμά ότι «η αντικομμουνιστική εκστρατεία υπό τον τίτλο "ένα σφυροδρέπανο στο μέτωπο του παιδιού σου" αποτέλεσε μια από τις αποτελεσματικότερες προπαγανδιστικές δραστηριότητές της». Τα χαμόγελα, όμως, στην Ουάσιγκτον δεν κράτησαν αρκετά.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να μείνουμε αδρανείς, παρακολουθώντας μια χώρα να γίνεται κομμουνιστική, εξαιτίας της ανευθυνότητας του ίδιου του λαού της», αποφαινόταν, 2 μήνες πριν από τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 1970, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Χένρι Κίσιγκερ, προδιαγράφοντας τη συνέχεια. Εντεκα μέρες μετά τη νίκη της «Λαϊκής Ενότητας», σε σύσκεψη του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, στην Ουάσιγκτον, αποφασιζόταν το σχέδιο ανατροπής της κυβέρνησης Αλιέντε, το οποίο τέθηκε αμέσως σε εφαρμογή: Οικονομικό μποϊκοτάζ, αόρατος αποκλεισμός στην παγκόσμια αγορά, κυρίως του χαλκού (βασικό εξαγωγικό προϊόν της Χιλής), εκκαθάριση σταδιακή, αλλά ριζική, όλων των προοδευτικών στοιχείων από το στράτευμα, ροή πακτωλού χρημάτων προς όλες τις οργανώσεις, ενώσεις και κόμματα, που η CIA είχε, ήδη, καταφέρει να εδραιώσει εντός της χώρας.
«Για τους Αμερικανούς, ο Αλιέντε δεν αντιπροσωπεύει ούτε στρατιωτική, ούτε οικονομική απειλή, αλλά μια καθαρά ιδεολογική, ψυχολογική απειλή, ένα "παράδειγμα προς μίμηση", ενός δημοκρατικά εκλεγμένου σοσιαλιστή, που εξακολουθεί να κυβερνά σύμφωνα με το Σύνταγμα της χώρας... Οι ΗΠΑ δεν έχουν συμφέροντα ζωτικής σημασίας στη Χιλή. Η παγκόσμια στρατιωτική ισορροπία δε θα διαταραχτεί σημαντικά από ενδεχόμενη διακυβέρνηση του Αλιέντε... Μια επικράτησή του, όμως, θα σηματοδοτήσει καθοριστική οπισθοδρόμηση για τις ΗΠΑ σε ιδεολογικό επίπεδο και θα δώσει ψυχολογικό πλεονέκτημα στις μαρξιστικές ιδέες»...
Σ' αυτά τα αποσπάσματα έκθεσης της CIA, που φέρει την ημερομηνία της 7ης Σεπτέμβρη 1970, λίγο μετά την εκλογική νίκη της «Λαϊκής Ενότητας», συμπυκνώνονται οι αιτίες για τις οποίες η Ουάσιγκτον κήρυξε έναν τόσο δριμύ και ανελέητο πόλεμο στον Σαλβαδόρ Αλιέντε. Εξ ου, προφανώς, και το μένος που περικλείεται στις ιδιόχειρες σημειώσεις του διευθυντή της CIA, Ρίτσαρντ Χελμς, κατά τη διάρκεια συνεδρίασης, με θέμα την αντιμετώπιση της εκλογικής νίκης της «Λαϊκής Ενότητας», το 1970: «Μπορεί να έχουμε μία πιθανότητα στις δέκα να σώσουμε τη Χιλή!.. δε με νοιάζουν τα οποιαδήποτε ρίσκα... 10 εκατομμύρια δολάρια είναι διαθέσιμα άμεσα, και πολύ περισσότερα αν χρειαστεί... κάντε την οικονομία τους να βογκήξει...». Αυτό, άλλωστε, είχαν συμβουλεύσει και οι διευθυντές της αμερικανικής ΙΤΤ, που έχασε τον πλούτο μέσα από τα χέρια της εξαιτίας των κρατικοποιήσεων της κυβέρνησης Αλιέντε. Και αυτό έγινε, με όλους τους δυνατούς τρόπους.
Και είναι ακριβώς το γεγονός αυτό του ανοιχτού, «κραυγαλέου», όπως λένε οι ίδιοι οι αξιωματούχοι της CIA, «πολέμου» απέναντι στην κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας», που θέτει σειρά ερωτημάτων για τον τρόπο που ο Σαλβαδόρ Αλιέντε επέλεξε να τον αντιμετωπίσει. Αδιαμφισβήτητα, στη Χιλή, υπό την κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας», έλαβε χώρα, ίσως, η πιο ολοκληρωμένη και συνειδητή προσπάθεια ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού διά της κοινοβουλευτικής οδού. Ο ίδιος ο Αλιέντε είχε δεσμευτεί σε ένα «δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό», ενώ η κυβέρνηση «Λαϊκής Ενότητας» υποσχέθηκε «προσήλωση στη συνταγματική νομιμότητα».
Στο όνομα της δέσμευσης στην αρχή της νομιμότητας και της συνειδητής συμμετοχής στον κοινωνικό μετασχηματισμό, η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» δεν προχωρεί σε κανενός είδους παρέμβαση στον κρατικό μηχανισμό, στο μηχανισμό των σωμάτων ασφαλείας, αλλά και στο δικαστικό σώμα. Στόχος είναι οι αλλαγές αυτές να «έρθουν από τα μέσα, με συνειδητές αποφάσεις και επιλογές». Η θέση αυτή δεν αλλάζει καθόλου, ακόμη και όταν οι κινήσεις μέσα στο στράτευμα είναι περισσότερο από αποκαλυπτικές για το ότι το πραξικόπημα πλησιάζει: Η δολοφονία του στρατηγού Σνάιντερ, αρχηγού του ΓΕΣ, δύο μέρες πριν ανακηρυχτεί Πρόεδρος ο Αλιέντε από το Κογκρέσο, τον Οκτώβρη του 1970, ήταν απλώς η αρχή.
Θα ακολουθήσουν δύο αποτυχημένες απόπειρες δολοφονίας του Αλιέντε (το 1971 και το 1972), αποκάλυψη σχεδίου στρατιωτικής ανατροπής από φασιστική οργάνωση (το 1972), η απόπειρα πραξικοπήματος από στάση σε τάγμα τεθωρακισμένων που κατεστάλη από τον αρχηγό ΓΕΣ, στρατηγό Πρατς (τον Ιούλιο του 1973) και η παραίτηση του Πρατς (τον Αύγουστο 1973) με αυτές ακριβώς τις καταγγελίες. Ο Πρατς θα δολοφονηθεί στην Αργεντινή λίγες μέρες μετά την ανατροπή του Αλιέντε. Ολα αυτά συμβαίνουν, ενώ εντός των σωμάτων ασφαλείας γίνονται, ανοιχτά, «εκκαθαρίσεις» όσων κατώτερων ή ανώτερων αξιωματικών συμπαθούν την κυβέρνηση «Λαϊκής Ενότητας» και δηλώνουν πίστη στο Σύνταγμα, και ενώ θεριεύει, εντός της χώρας, η προπαγάνδα που υποκινεί η CIA, σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.
Η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» είχε την ευκαιρία να λύσει οριστικά το ζήτημα της εξουσίας, αναφέρει ο Δημήτρης Καλτσώνης σε σχετικό άρθρο του στην ΚΟΜΕΠ (Μάρτης 2000), ιδιαίτερα μετά την απόλυτη εκλογική της επικράτηση στις δημοτικές εκλογές του 1971. «Ωστόσο, η κυβέρνηση, παρότι διέθετε και την τυπική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, δεν αποφάσισε να αξιοποιήσει τη συνταγματική δυνατότητα για διάλυση της Βουλής μέσω δημοψηφίσματος και την προκήρυξη εκλογών για την τροποποίηση του Συντάγματος».
«Μια τέτοια λύση, συνεχίζει ο Δ. Καλτσώνης, θα παρείχε τη δυνατότητα ενός, σύμφωνου με το Σύνταγμα, χτυπήματος της αντιδραστικής αντιπολίτευσης και μάλιστα σε συνθήκες και σε χρονική στιγμή από τις πλέον κατάλληλες για τις αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αφού η δημοτικότητά της ήταν στο απόγειο.... Επειδή, όμως, είναι φανερό ότι αυτή η επιλογή θα όξυνε την ταξική πάλη, φόβισε τις μικροαστικές δυνάμεις που συμμετείχαν στο συνασπισμό και δεν ήταν αποφασισμένες να οδηγηθούν στην τελική σύγκρουση με την εξουσία της ολιγαρχίας...».
Ιδιαίτερη αξία, όμως, έχει το πώς «βλέπουν» οι ίδιοι οι συμμετέχοντες στην κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» το ζήτημα. Κατά τον Λουίς Κορβαλάν, πρώην ΓΓ του ΚΚ Χιλής, η κυβέρνηση του Αλιέντε «είχε πολλές ευκαιρίες για να λάβει μέτρα κατά των αντιδραστικών δυνάμεων, αλλά δεν τις αξιοποίησε ποτέ». Οπως αναφέρει στο βιβλίο «Η άλλη 11η Σεπτεμβρίου - Η δολοφονία του Αλιέντε και χιλιάδων Χιλιανών πριν από 30 χρόνια», «αρχικά οι ιδεαλιστικές αντιλήψεις του Αλιέντε ήταν ισχυρότερες από την επιθυμία του να περιορίσει και να καταστείλει την αντίδραση. Οταν πλέον ήταν έτοιμος να την απωθήσει... η κατάσταση είχε, ήδη, οξυνθεί τόσο, που απέμενε μόνον η λύση του δημοψηφίσματος. Κάτι τέτοιο, πιθανώς, να έσωζε πολλές ανθρώπινες ζωές και να διέσωζε μερικά δημοκρατικά επιτεύγματα, αλλά δε θα μπορούσε να εμποδίσει το τέλος της συγκεκριμένης διακυβέρνησης», καταλήγει.
Ο Κορβαλάν υποστηρίζει ότι το συγκυβερνών ΚΚ Χιλής είχε, επανειλημμένως, προτείνει τη λήψη αυστηρότερων μέτρων κατά της αντίδρασης. Ο πρώην ΓΓ του ΚΚ Χιλής, πάντως, σπεύδει να αναφέρει ότι η κυβέρνηση Αλιέντε δεν ανατράπηκε εξαιτίας των λαθών της, αλλά εξαιτίας των μεγάλων επιτυχιών της, που ήταν εν δυνάμει επικίνδυνες για τις αντιδραστικές δυνάμεις, εκτός συνόρων της Χιλής.
Ενα άλλο στέλεχος του ΚΚ Χιλής, ο Χόρχε Ινσούνσα, και ενώ τα γεγονότα είναι ακόμη νωπά, το 1977, σε σειρά άρθρων στο περιοδικό «Προβλήματα της Ειρήνης και του Σοσιαλισμού», εκτιμά, και με αυτοκριτική διάθεση, ότι η «Λαϊκή Ενότητα» είχε «απολυτοποιήσει τον ειρηνικό δρόμο... η τακτική έγινε στρατηγική. Ταυτόχρονα, ο όρος "ειρηνικός" ταυτίστηκε με τη δράση μόνον εντός του πλαισίου των νομίμων αστικών μορφών». «Η πείρα, καταλήγει ο Ινσούνσα, μας επιβεβαίωσε ότι οι δρόμοι της επανάστασης, ειρηνικοί ή μη ειρηνικοί, δεν μπορούν και δεν πρέπει να αποκλείουν ο ένας τον άλλον. Οι μπολσεβίκοι, από τον Απρίλη έως τον Οκτώβρη του 1917, άλλαξαν 4 φορές εκτίμηση για το αν θα πρέπει να κάνουν ένοπλη ή όχι εξέγερση. Τελικά, ήταν έτοιμοι και για τις 2 μορφές». Αλλωστε, όπως αναφέρει και ο Λένιν, ο μηχανισμός του αστικού κράτους πρέπει να απονεκρωθεί και όχι απλώς να μεταρρυθμιστεί.
Εξαιρετικά γλαφυρό για το «πείραμα της Χιλής» είναι το σχόλιο ενός απόστρατου στρατηγού της KGB, του Νικολάι Λεόνοφ, ο οποίος συμμετείχε στις επαφές που είχε ο Αλιέντε όταν μετέβη στη Μόσχα. «Ο Αλιέντε φαινόταν να χαϊδεύει το "πόδι της τίγρης", για να μην την εξαγριώσει. Η πείρα, μας έχει διδάξει ότι με έναν τέτοιο ιδεαλισμό είναι αδύνατο να κρατήσεις την εξουσία απέναντι στις αντιδραστικές δυνάμεις».
«Η πλέον δραματική αντίφαση στη ζωή του Αλιέντε, σημειώνει ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, δεν ήταν παρά η εκ γενετής εχθρότητά του στη βία, ενώ την ίδια στιγμή ήταν παθιασμένος επαναστάτης. Πίστευε ότι θα επιλύσει αυτήν την αντίφαση με μια ειρηνική εξέλιξη προς το σοσιαλισμό, θεωρώντας ότι οι συνθήκες στη Χιλή ευνοούν κάτι τέτοιο» (162 χρόνια συνεχούς κοινοβουλευτικής ζωής το 1973, ήταν όντως ένας άθλος για τη Λατινική Αμερική).
«Και όλα αυτά εντός του συστήματος της αστικής δημοκρατικής νομιμότητας. Η εμπειρία τον δίδαξε πολύ αργά.... ότι ένα σύστημα δεν αλλάζει από την κυβέρνηση... Προφανώς, συμπεραίνει ο Μαρκές, αυτή η καθυστερημένη συνειδητοποίηση τον οδήγησε να υπερασπιστεί, με ένα όπλο που έπιανε για πρώτη φορά, το Προεδρικό Μέγαρο, το σύμβολο ενός συστήματος, που ο ίδιος είχε δεσμευτεί να αφανίσει χωρίς να ρίξει ούτε μία σφαίρα».