Με αφορμή τη νέα, ετήσια διευθέτηση του χρόνου εργασίας που αποφάσισε πρόσφατα η Σύνοδος υπουργών Εργασίας της ΕΕ
Με το νέο κείμενο για την ετήσια διευθέτηση του χρόνου εργασίας δίνεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να παραβιάζουν και το μέσο όρο των 48 ωρών και ο εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας να φθάνει μέχρι και τις 65 ώρες, όταν υπάρχει συμφωνία μεταξύ «κοινωνικών εταίρων σε κατάλληλο επίπεδο» ή αν δεν υπάρχει συνδικαλιστική εκπροσώπηση των εργαζομένων να γίνεται συμφωνία «μεταξύ του εργοδότη και ενός επιμέρους εργαζόμενου». Δηλαδή, η παραβίαση του ωραρίου προβλέπεται να πραγματοποιηθεί είτε με τη σύμφωνη γνώμη των συμβιβασμένων συνδικαλιστικών πλειοψηφιών είτε μέσω του εξαναγκασμού του εργαζόμενου από τον εργοδότη να αποδεχτεί μια τέτοια συμφωνία μπροστά στο φόβο της ανεργίας.
Τέλος, η πρόταση για αναθεώρηση της οδηγίας θεσπίζει μια νέα κατηγορία εφημεριών ετοιμότητας, το «ανενεργό» μέρος εφημεριών ετοιμότητας. Κατά τη διάρκεια της «ανενεργούς εφημερίας» ο εργαζόμενος θα είναι υποχρεωμένος να βρίσκεται στο χώρο εργασίας στη διάθεση του εργοδότη, αλλά αν δε χρειαστεί να δουλέψει, αυτός ο χρόνος δε θα θεωρείται εργάσιμος!!!
Βεβαίως δε γνωρίζουμε πώς ακριβώς θα αξιοποιηθούν οι δυνατότητες ευελιξίας που δίνονται στην κάθε επιχείρηση με την ετήσια διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου. Γιατί υπάρχουν πολλές δυνατότητες. Για παράδειγμα να εργάζεται ο εργάτης τη μια μέρα ή μερικές μέρες 15 ώρες, άλλες μέρες 5 ώρες και άλλες 7 ώρες, άλλωστε ο εργάσιμος χρόνος καθορίζεται εβδομαδιαία ως τις 65 ώρες. Μπορεί επίσης να εργάζονται για μερικούς μήνες σταθερά για 12,5 ώρες και μερικούς μήνες σταθερά για 6,5 ώρες. Θα δούμε λοιπόν όλες αυτές τις περιπτώσεις.
Από τα παραπάνω συνεπάγεται ότι καπιταλιστές επιμένουν να διαμορφωθούν τέτοιες συνθήκες σχετικά με τον εργάσιμο χρόνο, που να αξιοποιούν την εργατική τάξη για όσο χρόνο θέλουν, δηλαδή σ' αυτόν που εξυπηρετεί τις ανάγκες των επιχειρήσεών τους. Και στην 4μηνη διευθέτηση αλλά πολύ περισσότερο στην ετήσια, καταργούν ολοκληρωτικά το σταθερό ημερήσιο εργάσιμο χρόνο. Ετσι, όταν θα έχουν ανάγκη αύξησης της παραγωγής, γιατί αυτό θα ζητά η αγορά, τότε θα αυξάνουν ανάλογα τον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο. Οταν δε θα υπάρχει τέτοια ανάγκη, θα τον μειώνουν. Αυτή η κατάσταση φαίνεται σαν μια παρέμβαση στην παραγωγή σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης, με την οποία θα μπορούν να αυξομειώνουν την παραγωγή τους, έτσι που να ανταποκρίνεται στη ζήτηση, αλλά κυρίως για να μην αναγκαστούν να σταματήσουν την παραγωγή, (κρίση). Ως εδώ σαν επιδίωξη γίνεται φανερή. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό.
Στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου», ο Μαρξ αναφέρει: «Η αναστολή της παραγωγής θα αδρανοποιούσε ένα μέρος της εργατικής τάξης και θα έθετε έτσι το άλλο, το απασχολημένο μέρος της σε συνθήκες, κάτω από τις οποίες θα υποχρεωνόταν να δεχτεί μια πτώση του μισθού της εργασίας κάτω ακόμα και από το μέσο επίπεδο, που για το κεφάλαιο έχει ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα, που θα είχε αν με το μέσο μισθό θα αυξανόταν η σχετική ή η απόλυτη υπεραξία» (322).
Αν λοιπόν σκεφτούμε ότι μόνιμη επιδίωξη είναι η αύξηση των κερδών, ή ακόμη και σε περιόδους οικονομικής κρίσης να έχει τις λιγότερες συνέπειες το κεφάλαιο, επιδιώκουν την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, δηλαδή την αύξηση της υπεραξίας που απομυζούν από τη δουλιά του εργάτη. Ετσι, πίσω απ' αυτές τις επιδιώξεις της ΕΕ για τέτοιες ρυθμίσεις στον εργάσιμο χρόνο, κρύβεται ένα «μυστικό». Το πώς δηλαδή μέσα από τη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου αυξάνουν τα καπιταλιστικά κέρδη. Μόνιμη επωδός των καπιταλιστών στην επιδίωξή τους να επιτύχουν μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα, είναι η μείωση του λεγόμενου εργατικού κόστους κατά τους καπιταλιστές, ή το φτήναιμα του εργάτη, όπως είναι το σωστό. Πώς γίνεται αυτό; Το «κλειδί» για την αποκάλυψη του «μυστικού, μας το δίνει ο Μαρξ.
Ας το παρακολουθήσουμε μέσα από αποσπάσματα από το μνημειώδες έργο του «Το Κεφάλαιο», σχετικά με την εργατική δύναμη και τον εργάσιμο χρόνο.