Από τη συγκεκριμένη αυτή διάταξη που επανακαθορίζει το τι θεωρείται χρόνος εργασίας άρχισε την παρέμβασή του στην Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου ο ευρωβουλευτής του ΚΚΕ Γιώργος Τούσσας. Στη συνέχεια, στη συζήτηση που έγινε την προηγούμενη Τετάρτη 6 Οκτώβρη, ο ευρωβουλευτής του Κόμματος υπογράμμισε:
Στο άρθρο 22, προστίθεται νέα παράγραφος (1α) που στο σημείο γ (εξετάζοντας τη δυνατότητα εξαίρεσης από το άρθρο 6 - μέγιστος εβδομαδιαίος χρόνος απασχόλησης) ορίζει ότι «κανένας εργαζόμενος δεν μπορεί να δουλεύει περισσότερο από 65 ώρες την εβδομάδα, εκτός αν η συλλογική σύμβαση ή συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών ορίζει διαφορετικά».
Δηλαδή εν δυνάμει όλοι οι εργαζόμενοι μπορούν να δουλεύουν και πάνω από τις 65 ώρες, αφού «η συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών» μπορεί να επέλθει κάτω από την πίεση της εργοδοσίας. Η «μεμονωμένη συγκατάθεση» του εργαζόμενου, την οποία η οδηγία θεωρεί «απαραίτητη», μπορεί να αποσπαστεί και μετά την υπογραφή της εν λόγω σύμβασης.
Ετσι - όπως σημείωσε στην παρέμβασή του ο Γ. Τούσσας - «ενώ μέχρι τώρα το Ηνωμένο Βασίλειο είχε πετύχει και εφάρμοζε σωρηδόν τις ατομικές ρήτρες εξαίρεσης "optout" από το μέγιστο εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας των 48 ωρών, τώρα όλα τα κράτη - μέλη μπορούν να θεσπίζουν μέτρα σε εθνικό επίπεδο για την εφαρμογή της ατομικής ρήτρας εξαίρεσης από το μέγιστο εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας των 48 ωρών. Μόνο που ο εργοδότης δε θα μπορεί να λαμβάνει τη συναίνεση του εργαζόμενου για εξαίρεση κατά τη στιγμή της υπογραφής της σύμβασης... αλλά λίγο μετά!
Την αντίθεσή του εξέφρασε ο ευρωβουλευτής και για την περίφημη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, όπου σύμφωνα με τη νέα οδηγία η περίοδος αναφοράς για το ανώτατο όριο εβδομαδιαίας εργασίας, από 4 μήνες επεκτείνεται στον ένα χρόνο, για τεχνικούς, αντικειμενικούς λόγους, σχετικούς με την οργάνωση της εργασίας (άρθρο 16, παρ.β). Θα μπορεί έτσι ο εργοδότης να ξεζουμίζει τον εργαζόμενο για μεγαλύτερο διάστημα όταν τον χρειάζεται και μάλιστα και πάνω από 65 ώρες. Το υπόλοιπο διάστημα μπορεί να τον απασχολεί λιγότερο, έτσι ώστε στον ετήσιο υπολογισμό ο μέσος εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας να είναι 48 ώρες. Ετσι τυπικά δε θα υπερβαίνει το ανώτατο όριο των 48 ωρών. Στην πραγματικότητα όμως ο ημερήσιος και εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας θα έχει σμπαραλιαστεί.
Στο στόχαστρο μπαίνει και ο χρόνος ανάπαυσης τον οποίο διαθέτουν σήμερα οι εργαζόμενοι μεταξύ δύο περιόδων εργασίας. Βάσει των άρθρων 3 και 5 της προηγούμενης οδηγίας - που διατηρούνται σε ισχύ - οι εργαζόμενοι δικαιούνται εβδομαδιαία ανάπαυση 11 διαδοχικές ώρες ανά περίοδο 24 ωρών και 24 ώρες για περίοδο επτά ημερών. Σε περίπτωση που υπάρχουν παρεκκλίσεις από αυτό (σημειώνεται ότι δεν τηρείται ούτε αυτό το μίνιμουμ), οι εργαζόμενοι δικαιούνται μια ισοδύναμη αντισταθμιστική ανάπαυση. Η νέα πρόταση που περιλαμβάνεται στην οδηγία ορίζει ότι η αντισταθμιστική ανάπαυση δε θα παρέχεται απαραίτητα αμέσως, αλλά εντός των επόμενων 72 ωρών (άρθρο 17 παρ. 2).
Ολα τα παραπάνω δικαιώνουν το συμπέρασμα του ευρωβουλευτή του ΚΚΕ, ότι μοναδικό κριτήριο της οδηγίας είναι να μπορούν οι εργοδότες να «οργανώνουν με ελαστικότητα το χρόνο εργασίας. Να στύβουν τους εργάτες όσο και όταν τους χρειάζονται».
Γι' αυτό, κατέληξε ο ευρωβουλευτής το ΚΚΕ, το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα καλεί τους εργαζόμενους να παλέψουν για σταθερή και πλήρη απασχόληση, να μην αποδεχτούν τον Μεσαίωνα της «ευελιξίας», να διεκδικήσουν τη μείωση του χρόνου εργασίας με σταθερό καθημερινό ωράριο, δηλαδή: 7ωρο, 5ήμερο, 35ωρο.