Και δε μιλώ μόνο για την άνανδρη δολοφονική επίθεση κατά του Φίλιππα Συρίγου - σιδερένιος φίλε.
Αυτή με σοκάρει, αλλά δε με εκπλήσσει. Στη χώρα των Γκοτζαμάνηδων ζούμε, έτσι κι αλλιώς. Απλά τώρα οι μπράβοι του παρακράτους δε μετακινούνται πλέον με τρίκυκλο. (Κι όποιος δεν καταλαβαίνει, δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει.)
Κι αυτό με σοκάρει, αλλά δε με εκπλήσσει. Η ιδιωτική τηλεόραση εδώ και χρόνια είναι συνώνυμο της απόλυτης βλακείας, της αφόρητης πλήξης και της χειρότερης μορφής κανιβαλισμού. Και οι νόμοι υπάρχουν για να μην εφαρμόζονται.
Τι στην ευχή, κανένας δεν τους είπε ότι οι μισοί πατριώτες της Επανάστασης του '21 δεν ήταν Ελληνες; Τι τους έχουν μάθει για την Μπουμπουλίνα και τον Μάρκο Μπότσαρη;
Πριν από είκοσι χρόνια, στο Γυμνάσιο, είχα συμμαθητή τον Βασίλη, έγχρωμο - τι έγχρωμο, κατράμι, πίσσα ήταν το δέρμα του - γεννημένο στην Ελλάδα από Αραβες γονείς. Ο Βασίλης μιλούσε φαρσί τα ελληνικά, πράγμα που μας έκανε πάντα μεγάλη εντύπωση, δεδομένου ότι στο σπίτι του μιλούσαν κυρίως αραβικά.
Δε θυμάμαι ούτε μια φορά να συνάντησε την απόρριψη ή τη δυσπιστία μας επειδή ήταν άλλης φυλής ή εθνικότητας. Ηταν φίλος μου. Και θα έπαυε να είναι φίλος μου, μόνο αν μου έκανε καμιά «στραβή», ακριβώς όπως και οι υπόλοιποι φίλοι μου.
Πότε γίναν όλα τούτα; Ποιοι καλλιεργούν στα παιδιά τη μισαλλοδοξία και το ρατσισμό; Οι παππούδες τους ήταν μετανάστες στο Βέλγιο και τη Γερμανία, κανείς δεν αγαπάει πια τον παππού του;
Δηλώνω ένοχος, μη νομίσει κανείς ότι βγάζω την ουρά μου απ' έξω. Η γενιά μου, εγκλωβισμένη στο μικρόκοσμό της, παρακολούθησε με απάθεια και άκρατο κυνισμό τον εαυτό της να μεταμορφώνεται σε εκείνο που δήλωνε ότι σιχαινόταν.
Δεν ξέρω τι μπορεί να αλλάξει πια, τι μπορώ εγώ να αλλάξω. Κι αυτό με εξοργίζει. Και το χειρότερο, φοβάμαι ότι κι αυτός ακόμα ο θυμός μου θα εκτονωθεί βρίζοντας τον μπροστινό μου στο φανάρι.
Τα νεύρα μου στο κόκκινο.
Οι τελευταίες μου ελπίδες στο κόκκινο.
Ποντάρω τα ρέστα μου. Στο κόκκινο.