Δεκατέσσερα χρόνια λείπει ο ποιητής της Ρωμιοσύνης
Πάνω στο ρυθμικό σύνθημα «Κου-Κου-Ε», του οποίου ήταν μέλος, χτυπούσε η καρδιά του. Το 1934 αρχίζει τη συνεργασία του με το «Ριζοσπάστη» και κυκλοφορεί την πρώτη του συλλογή, «Τρακτέρ».
«Χαίρε Ρωσία, συντρόφισσα. Στο νέον ορίζοντα της γης,/
ήλιου σημαία ριπίζεται η εργατικιά ποδιά σου./
Του κόσμου οι προλετάριοι, πίσω απ' τα τείχη της σιγής,/
ακούν το χάλκινο παλμό της σταθερής καρδιάς».
Το 1935 κυκλοφορεί η δεύτερη συλλογή του, με τίτλο «Πυραμίδες».
με την πεποίθησή της ζω και με τη δύναμή της./
Αλλοτε μόνος έπινα σαν κώνειον το λυγμό/
και τώρα σπέρνει πυρκαϊά της πέννας μου ο κομήτης».
Στις 9 του Μάη του 1936, η φτωχομάνα Θεσσαλονίκη θρηνεί τους νεκρούς προλετάριους γιους της, καταμεσής του δρόμου. Κλαίγοντας ο ποιητής, έχοντας μπροστά του το ματωμένο πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη» της 10/5/1936, γράφει τον «Επιτάφιο» που θα διαδοθεί χέρι με χέρι σε 10.000 αντίτυπα. Τον «Επιτάφιο», που θα κάψουν οι στεμματοφόροι φασίστες στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, στις 4 Αυγούστου του '36.
«Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι,/
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε./
(...)
Κι ακολουθάς και συ νεκρός, κι ο κόμπος του λυγμού μας/
δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας./
(...)
Γιε μου, στ' αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου/
σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου εσύ πουλί μου».
Κατοχή. Μορφωτικό Τμήμα του ΕΑΜ. Ο Ρίτσος, αν και κατάκοιτος, αρνείται ευγενικά τον έρανο που άρχισε, μετά από δημοσίευμα της «Ακρόπολης», όταν σε χρονογράφημα του Αλέκου Λιδωρίκη δημοσιεύεται επιστολή του ηθοποιού Στέλιου Βόκοβιτς, στην οποία παρουσιάζεται η άσχημη κατάσταση της υγείας του ποιητή. «Προστατέψτε τις πνευματικές αξίες του τόπου», προτρέπει, με τη φωνή του, που μοιάζει με «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» (1943), ενώ αγόγγυστα υπομένει τη «Δοκιμασία» του, την οποία απαγόρευσε η γερμανική λογοκρισία.
Παραμονές Πρωτομαγιάς. Οι μάνες σιδερώνουν τα κόκκινα/ πουκάμισα του Σικάγου/
τα παιδιά πλέκουν στεφάνια τη φωτιά για τις πόρτες μας».
«Μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας ο λαός διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα». 1944. Ο ματωμένος Δεκέμβρης, η Καισαριανή, οι 33 μέρες της αδούλωτης πολιτείας. Και ύστερα η υποχώρηση και η πορεία ως τη Λαμία. Σφίγγει τα χέρια με τον Αρη. Συνεχίζει την πορεία έως την Κοζάνη και γράφει το «Η Αθήνα στ' άρματα». Επιστροφή στην Αθήνα μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Τα ΕΑΜικά «Ελεύθερα Γράμματα», που διευθύνει ο Δημήτρης Φωτιάδης, δημοσιεύουν τη συλλογή «Ο σύντροφός μας Νίκος Ζαχαριάδης». Συνεργάζεται με το καλλιτεχνικό τμήμα της ΕΠΟΝ. Τα ματωμένα χρόνια δεν τέλειωσαν. 1948. Η Ιστορία γράφεται με μικρά ονόματα στους βαμμένους με ώχρα τοίχους του στρατοπέδου στη Λήμνο, όπου ο Ρίτσος σμιλεύει το «Καπνισμένο τσουκάλι» της μνήμης.
«Ηταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ ...δύσκολος δρόμος./
Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος. Τον κρατάς/
όπως κρατάς το χέρι του φίλου σου και μετράς το σφυγμό του/
πάνου σε τούτο το σημάδι που άφησαν οι χειροπέδες./
Κανονικός σφυγμός. Σίγουρο χέρι. Σίγουρος δρόμος».
«Την ίδια νύχτα πιάσαν τον Αλέκο./Ο Αλέκος δε μαρτύρησε./
Ο Αλέκος έμεινε κρεμασμένος τρία μερόνυχτα. Δε μαρτύρησε./
Ο Αλέκος πέθανε σαν μέλος του Κόμματος./Πέθανε σαν αληθινός σύντροφος».
Μακρόνησος. «Πέτρινος Χρόνος» πάνω στα πυρακτωμένα βράχια. Ανεμοι μαστιγώνουν τις σκηνές. Τα «λιγνά σου πόδια, μπαρμπα-φεγγάρι θα πληγιαστούν μέσα στα χοντροπάπουτσα των συντρόφων». Σκορπιοί... με γαλόνια δαγκώνουν τα χέρια του ποιητή για να μη γράφει. Κι όμως εκείνος σμιλεύει μολύβι με τα μάτια των συντρόφων του. Μακρόνησος, οι σύντροφοι όλοι και ο Κατράκης. Τα ποιήματά του τα θάβουν σε μπουκάλια μέσα στη γη. Ζεστό αίμα στις μπουκωμένες από το μίσος αρτηρίες της κόλασης:
«Α.Β.Γ».
«Σε τούτα τα βράχια τουφεκίστηκαν οι 300 του Α Τάγματος./
Τούτα τα φύκια είναι μια τούφα μαλλιά ξεκολλημένα μαζί με το
δέρμα/
απ' το καύκαλο ενός συντρόφου που αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση».
Αρματαγωγό για τον Αη Στράτη. Μια παγκόσμια φωνή υψώνεται: Ο Αραγκόν, ο Νερούδα, ο Πικάσο, στο πλευρό του, γονατίζουν και προσκυνούν το αίμα του εκτελεσμένου Μπελογιάννη (1952). Κι ο Ρίτσος τον υμνεί:
ν' ακούς τα βήματα της λευτεριάς να βαδίζουν στο μέλλον,/
ν' ακούς το μέλλον να ξεδιπλώνει εκατομμύρια κόκκινες σημαίες/
πάνω απ' το γέλιο των παιδιών και των κήπων(...)».
1954. Παντρεύεται τη Φαλίτσα Γεωργιάδου. Κι η Σάμος γίνεται «σπίτι» του. Γράφει την «Αγρύπνια» και ένα χρόνο αργότερα για το «Πρωϊνό Αστρο» της ζωής του, την κόρη του, Ερη. Ακολουθεί το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, εξ ημισείας με τον Αρη Δικταίο, για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Ταξιδεύει στη χώρα του προλεταριακού Οχτώβρη. Ακολουθεί δίωξή του, μαζί με τους Μάρκο Αυγέρη και Νικηφόρο Βρεττάκο, γιατί έγραψε αφιέρωμα για τα 40χρονα της Οχτωβριανής Επανάστασης στην «Επιθεώρηση Τέχνης». Τη δίωξη ακολουθούν έντονες διαμαρτυρίες από το εξωτερικό και απαλλαγή των διωκομένων με βούλευμα.
Γνωρίζεται (1962) με τον Ναζίμ Χικμέτ. Ξαγρυπνά στη Θεσσαλονίκη, στο πλευρό του Λαμπράκη. Απαγγέλλει το ποίημα «Λαός» στην προεκλογική συγκέντρωση της ΕΔΑ (29/10/1963). Την επομένη (30/10/1963) απαγορεύονται οι δύο πρώτοι τόμοι των «Απάντων» του, με εντολή του υπουργείου Προεδρίας.
«Ξελασπώστε το μέλλον» παρακινεί ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι, μέσα από τη δική του μετάφραση. Και ο λαός αναρριγά στις πλατείες με τη «Ρωμιοσύνη» του, που μελοποίησε ο Μίκης. Το ημερολόγιο δείχνει 1966...
«Οταν σφίγγουν το χέρι ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο/
Οταν χαμογελάνε ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσ' απ' τ' άγρια γένια τους/
Οταν κοιμούνται δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους,/
Οταν σκοτώνονται η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα».
«Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια/
για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι./
Κάτω απ' τη γλώσσα του κρατεί τους βόγκους και τα ζήτω/
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί ραγίζουν τα λιθάρια».
Η γραφή του ταξιδεύει πάνω στις νότες του Μίκη Θεοδωράκη και ξεσηκώνει νέο διεθνές κίνημα καταδίκης της χούντας και συμπαράστασης στον Ρίτσο. Τον αφήνουν να επιστρέψει στην Αθήνα. Ο δικτάτορας Παττακός διατίθεται να του δοθεί διαβατήριο υπό τον όρο να απέχει από κάθε κριτική της χούντας. Αρνείται. Ξανασυλλαμβάνεται λόγω της άρνησής του. Ο χρόνος στη Σάμο έχει πετρώσει στα 1970. Πρέπει να περιμένει άλλον ένα χρόνο για να επιστρέψει.
1973. Πολυτεχνείο. Πάνω στην πύλη του, η ζεστή ανάσα των νεολαίων πυρακτώνει τα κάγκελά της. Ο Ρίτσος είναι εκεί. Τανκς, η ατμόσφαιρα μυρίζει ιώδιο και ξίδι. Κραυγάζει: «Πώς μπορείτε και κοιμάστε;». Ερχεται το ανάπηρο καλοκαίρι του 1974 και τα μπλαβισμένα από τις κλοτσιές, made in USA, πλευρά...
Η μορφή του Λένιν καρφιτσώθηκε στο πέτο του ποιητή. Βραβείο για την Ειρήνη, το 1977. Συνεχίζει να γράφει. Παραμένει ζωντανή φλέβα, κόντρα στις... αποστειρωμένες δεκαετίες που έπονται.
Πάνω στο τραπέζι του έμειναν 50 συλλογές ανέκδοτων ποιημάτων, έτσι καθώς άνοιξε την πόρτα και βγήκε... στις 11 Νοέμβρη 1990. Ανάμεσά τους και το ποίημα «Το τελευταίο καλοκαίρι»:
«Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών. Καιρός να ετοιμάσεις/
τις τρεις βαλίτσες - τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα -/
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε/
παρ' ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις. Εγώ,/
τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω/
τους στίχους που έγραψα Ιούλιο και Αύγουστο/
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον/
πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσά τους διαφαίνεται/
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι/
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,/
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,/
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ' τα μπαλκονάκια/
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα 'ναι το τελευταίο».
(Καρλόβασι, 3 ΙΧ '89. Από την ανέκδοτη συλλογή «Σφυρίγματα πλοίων»).
Πολυαγαπημένε μας Ποιητή, είχες πει πως «ερχόμαστε από πολύ μακριά και τραβάμε για πολύ μακριά» και σπαθί μας έδωσες, για να ανοίξουμε δρόμο στα σκοτάδια των τωρινών καιρών...
Δύσκολοι οι καιροί. Είδαμε να λασπώνουν το όνομά σου σε τηλεοπτικές χωματερές, άνθρωποι χωρίς πρόσωπο, και άλλους να προσπαθούν με νερά λησμονιάς να σβήσουν το κόκκινο της γραφής σου.
Από τις χούφτες σου παίρνουμε κόκκινα πετράδια να συνεχίσουμε το ψηφιδωτό του κόσμου από εκεί που το άφησες. Μέσα από το ανοιχτό παράθυρο της ποίησής σου ανασαίνει η καρδιά μας. Με τον αυριανό ήλιο που εσύ μας έδειξες, ζεσταίνεται η σκέψη μας. Στην αριστερή τσέπη του πανωφοριού είναι και οι «Θέσεις» για το 17ο Συνέδριο. 86 χρόνια μετρά το ΚΚΕ, ποιητή. Γεμάτα χρόνια, εσύ το ξέρεις καλά. Το καθένα αντιστοιχεί σε δεκαετίες των άλλων. Και όποιος θέλει να μάθει για περασμένα και μελλοντικά, για το πώς η συνείδηση γίνεται τραγούδι, δεν έχει παρά να διαβάσει τις συλλογές σου. Για να ανοίξουμε δρόμο προσπαθούμε. Και όταν καμιά φορά κοντοστεκόμαστε αναλογιζόμενοι με πόσα έχουμε να αναμετρηθούμε, μας ακουμπά στον ώμο η διαλεκτική φωνή σου: «Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος» κι έτσι παραμερίζουμε ρουτίνα και γκριζάδα, σκύβουμε και μελετάμε, μιλάμε, αγωνιζόμαστε και τραγουδάμε, σμίγοντας με τον κόσμο.