Εγκλειστος στο Μακρονήσι, έκανε σοφές αναλύσεις σε μικρές ομάδες, που μέσα στις φοβερές συνθήκες παρακολουθούσαν το λόγο του.
Και διότι, - συνεχίζει - ο Χριστός - λαός δεν ήρθε «βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν». Και με την ιδιοτυπία του που τον χαρακτήριζε συμπληρώνει:
«Αλλο δε μένει, αλήθεια, των πληθών, παρά τ' αλάργεμα από τον κόσμο του δυναστή...»
«... ολοκάθαρα ο βόγκος κ' η φοβέρα των φτωχών και των αλυσιδωμένων λαών, κατά των πλουσίων και το στυλοπάτι τους, τη Ρώμη - (σ.σ. όπως θα λέγαμε σήμερα για το καπιταλιστικό Imperium). Ενα imperium που χαρακτηρίζει ως «τη μεγάλη μητέρα των πορνών και των βδελυγμάτων... Οι αλυσόδετοι λαοί, καλοφρουρούνται από τις λεγεώνες και από τους ντόπιους (τους υποταγμένους και ξενοκίνητους).
Με τη γλωσσοπλαστική του ικανότητα καταγγέλλει.
«... Η ισοσύνη (ισότητα) μπροστά στο θεό, όχι μόνο δεν καταλεί την Ανισοσύνη, πάνου στη γη, μα τήνε δικαιώνει κι όλας και την καλοθεμελιώνει... Το πρόβλημα της σκλαβιάς είναι στοιχείο στο σύστημα του θεόχτιστου κόσμου»... (όπως των ξαναγεννημένων Χριστιανών του Μπους).