ΗΠΑ
Δεσμοί των ναζί με αμερικανικές επιχειρήσεις-κολοσσούς και «αποζημιώσεις»...
Κυριακή 14 Μάη 2000

Associated Press

Ανώτατα στελέχη της Τζένεραλ Μότορς σε πρόσφατη διάσκεψη στη Νότια Κορέα
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ (του ανταποκριτή μας ΧΡ. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ).-

Ορισμένες αμερικανικές εταιρίες, που είχαν εργοστάσια στη ναζιστική Γερμανία, σχεδιάζουν τώρα να καθιερώσουν ένα Ταμείο, με σκοπό την παροχή οικονομικής βοήθειας σε άτομα, τα οποία είχαν διωχτεί και τιμωρηθεί άγρια από το χιτλερικό καθεστώς.

Οπως έγραψαν (28/4) οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης» (NYT), η ενέργεια αυτή εκδηλώνεται καθώς ολοένα περισσότερα αμερικανικά πολυεθνικά μονοπώλια παραδέχονται ότι είχαν ωφεληθεί σε αυτή τη χώρα από την καταναγκαστική εργασία στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ωστόσο, η πρωτοβουλία αυτή δεν υπαγορεύτηκε από καθαρά ανθρωπιστικά αισθήματα. Η ίδια εφημερίδα εξηγούσε, ότι το Ταμείο αυτό, που θα τελεί υπό την αιγίδα του Εμπορικού Επιμελητηρίου των ΗΠΑ, κατά ένα μέρος τουλάχιστον αποβλέπει στη ματαίωση υποβολής αγωγών εναντίον πολύ γνωστών αμερικανικών εταιριών, οι οποίες είχαν υποκαταστήματα στη Γερμανία κατά τον πόλεμο ή αργότερα αγόρασαν εταιρίες που λειτουργούσαν εκεί.

Από την πλευρά της, η κυβέρνηση Κλίντον υποστήριξε την ιδέα ενός τέτοιου Ταμείου και προέτρεψε αμερικανικές εταιρίες να προσφέρουν, ώστε να αυξηθεί το ποσόν που διατίθεται σε γηραιάς ηλικίας επιζώντα άτομα από τη ναζιστική τρομοκρατία, το οποίο η ίδια κυβέρνηση αποκάλεσε ανεπαρκές. «Αυτή είναι μια πολύ σημαντική ηθική χειρονομία αύξησης του χρηματικού ποσού για άτομα που υπέφεραν οδυνηρά», δήλωσε ο υφυπουργός Οικονομικών, Στιούαρτ Εϊζενστάτ, που αντιπροσώπευσε την κυβέρνηση Κλίντον στις συνομιλίες επανόρθωσης για το Ολοκαύτωμα. Και πρόσθεσε: «Επίσης, από μια άποψη, για όσους έχουν ήδη μηνυθεί, αυτός είναι ένας τρόπος διευθέτησης αυτών των καταγγελιών».

Associated Press

Η Φορντ είναι και αυτή μεταξύ των «υπόπτων»...
Αυτό το Ταμείο, κατά τους ΝΥΤ πάντα, αποτελεί το έσχατο βήμα σε μια παρατεταμένη και έντονη διαπάλη στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ γύρω από το ποιος πρέπει να αποζημιώσει τα θύματα του ναζιστικού καθεστώτος. Ενα μπαράζ αγωγών και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού ώθησε τη γερμανική κυβέρνηση, γερμανικές εταιρίες και κάποια στο γερμανικό έδαφος υποκαταστήματα αμερικανικών εταιριών να υποσχεθούν 5 (πέντε) δισεκατομμύρια δολάρια αποζημιώσεις αυτό το χρόνο σε θύματα. Ομως, οι δικηγόροι των εναγομένων υποστήριξαν, ότι αμερικανικές μητρικές εταιρίες είχαν κάποια ωφελήματα από τα υποκαταστήματά τους στη Γερμανία στη διάρκεια των πολεμικών χρόνων, αλλά δεν τα παραδέχτηκαν πλήρως.

Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, τουλάχιστον 50 (πενήντα) αμερικανικές εταιρίες είχαν λειτουργούντα εργοστάσια στη Γερμανία στη διάρκεια των χρόνων που οι ναζί βρίσκονταν στην εξουσία, αρχίζοντας από το 1933. Αμερικανικές εταιρίες συνέχισαν να δουλεύουν στη Γερμανία αφότου άρχισε ο πόλεμος το 1939. Μερικές παρέμειναν εκεί ως το τέλος του 1941, όταν οι ΗΠΑ βγήκαν στον πόλεμο. Τότε, η γερμανική κυβέρνηση εθνικοποίησε τα περισσότερα από αυτά τα εργοστάσια, αλλά αυτά ξαναγύρισαν αμέσως μετά τον πόλεμο. Ορισμένες εταιρίες έλαβαν μερίσματα από τη λειτουργία τους στη Γερμανία, τα οποία τους καταβλήθηκαν όταν έληξε ο πόλεμος. Αλλες γλίτωσαν σημαντικές δαπάνες ξαναρχίζοντας τα εργοστάσιά τους στη Γερμανία, γιατί εξαναγκασμένοι μεροκαματιάρηδες, κύρια μη Εβραίοι από την Κεντρική Ευρώπη, και δούλοι εργάτες, κύρια Εβραίοι, είχαν χρησιμοποιηθεί για να διατηρούνται σε εργάσιμη κατάσταση τα εργοστάσια.

Η Φορντ, η Τζένεραλ Μότορς, η Εξον-Μόμπιλ και η Κόντακ είναι ανάμεσα στον αυξανόμενο αριθμό των αμερικανικών πολυεθνικών, που λεν ότι έχουν βρει μαρτυρία («evidence») πως τα υποκαταστήματά τους χρησιμοποιούσαν αναγκαστική εργασία στη διάρκεια εκείνων των χρόνων. Και ισχυρίστηκαν, ότι τα όποια («any») ωφελήματα προέκυψαν από τη χρησιμοποίηση αναγκαστικής εργασίας, τον καιρό που αυτοί δεν είχαν τον έλεγχο στα εργοστάσια, ήταν ελάχιστα.

Ως αυτή τη στιγμή, συνέχιζε το άρθρο των ΝΥΤ, δεν είναι σαφές πόσες εταιρίες είναι πρόθυμες να συνεισφέρουν στο αμερικανικό αυτό Ταμείο. Ενας οργανωτής, που ζήτησε να μείνει ανώνυμος, είπε ότι μια χούφτα εταιρίες έχουν υποσχεθεί να δώσουν 100 (εκατό) εκατομμύρια δολάρια. Ομως, άλλες χαρακτήρισαν τον ποσό αυτό πολύ μεγάλο, προσθέτοντας ότι μόνο ένας μικρός αριθμός εταιριών ξέρει ως τώρα κάτι γύρω από το Ταμείο και πως η επίσημη συγκέντρωση χρημάτων δεν έχει αρχίσει.

Ενας εξέχων υποστηρικτής του νέου αυτού Ταμείου είναι ο Νεοϋορκέζος δικηγόρος Μέλβιν Ουάις, ο οποίος έχει υποβάλει αγωγές κατά της Φορντ και της Τζένεραλ Μότορς και έχει απειλήσει ότι θα προχωρήσει σε νομική δίωξη 40 (σαράντα) άλλων αμερικανικών εταιριών, οι οποίες, όπως λέει, ωφελήθηκαν από τη ναζιστική εργασία δουλείας. Ο Ουάις ανέφερε ότι έχει πει σε αυτές τις εταιρίες πως είναι πρόθυμος να αποσύρει τις αγωγές, αν συνεισφέρουν στο νέο Ταμείο.

Ειδικότερα η εταιρία Φορντ, που αποτελεί κύριο στόχο νομικών ενεργειών λόγω του μεγάλου εργοστασίου της στη Γερμανία και της συμπάθειας που είχε δείξει αρχικά ο ιδρυτής της προς τον Χίτλερ, έχει ήδη υποσχεθεί ποσό στο γερμανικό ταμείο επανόρθωσης και ηγήθηκε στην προσπάθεια να αρχίσει ένα σκιώδες ταμείο («shadow fund»), σύμφωνα με πληροφορίες από το περιβάλλον αυτό. Ενας εκπρόσωπος της Φορντ, ο Ρον Ιόρι, δήλωσε ότι η εταιρία αυτή είδε το ταμείο του Εμπορικού Επιμελητηρίου σαν μια πλατιά ανθρωπιστική εντολή, πέρα από την παροχή χρήματος στα θύματα των ναζίδων. Αλλά η Φορντ, είπε, θεώρησε πως ήταν λογικό για τη μητρική εταιρία να κάνει δωρεά, που να είναι χωριστή από αυτήν του υποκαταστήματός της στη Γερμανία. «Είναι απαραίτητο να έχει ένα αμερικανικό συμπλήρωμα σε αυτό», διευκρίνισε ο Ιόρι.

Το Εμπορικό Επιμελητήριο είχε αρχικά αποφασίσει να δημιουργήσει ένα φιλανθρωπικό Ταμείο για τα μέλη του, που ήθελαν έναν οργανωμένο τρόπο παροχής βοήθειας στα θύματα των φυσικών καταστροφών, αλλά ορισμένες εταιρίες εξέφρασαν ενδιαφέρον για ένα Ταμείο που να γίνει το αμερικανικό όχημα για βοήθεια προς τα θύματα της ναζιστικής Γερμανίας.

Η συγκρότηση του Ταμείου αυτού έγινε καθώς αμερικανικές εταιρίες, ορισμένες από τις οποίες έχουν αναθέσει σε ειδικούς να κάνουν έρευνα για την ιστορία των δικών τους επιχειρήσεων στη Γερμανία, αποκάλυψαν δεσμούς με την καταναγκαστική και δουλική εργασία.