Οι «ενεργητικές πολιτικές για την απασχόληση» που επιτάσσει η στρατηγική της Λισαβόνας επιβεβαιώνουν ότι καμία πολιτική διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος δεν μπορεί να απαντήσει στο πρόβλημα της ανεργίας
Motion Team |
Η ομοιομορφία των μέτρων που εφαρμόζονται για την καταπολέμηση δήθεν της ανεργίας σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ αναδεικνύει τον κοινό παρονομαστή κάθε διαχειριστικής πολιτικής: Την αξιοποίησή της ως άλλοθι για την παραπέρα ενίσχυση της καπιταλιστικής κερδοφορίας, με τη μείωση του «κόστους» εργασίας, τη συρρίκνωση έως και κατάργηση των ασφαλιστικών και εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Το παράδειγμα της Γερμανίας με την εφαρμογή της μεταρρύθμισης «Χαρτζ 4» από 1-1-2005 έρχεται να ενισχύσει το παραπάνω συμπέρασμα.
Στην Ελλάδα των 520.000 επίσημα καταγραμμένων ανέργων, «σοσιαλδημοκράτες» και «νεοφιλελεύθεροι» συμφωνούν ότι η καταπολέμηση της ανεργίας περνάει αποκλειστικά μέσα από την άσκηση «ενεργητικών πολιτικών» για την απασχόληση, μέσα δηλαδή από την επιτάχυνση της «ανάπτυξης» προς όφελος του κεφαλαίου.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του («Χώρα», 3/1/2005) ο υπουργός Απασχόλησης, Π. Παναγιωτόπουλος, κάνει λόγο για «επανασχεδιασμό όλων των προγραμμάτων του ΟΑΕΔ ώστε να υλοποιούν πλέον στοχευμένες πολιτικές υπέρ της απασχόλησης». Επί της ουσίας, αυτό που μεθοδεύεται είναι η διανομή των κονδυλίων του ΟΑΕΔ σε μια χούφτα επιχειρηματιών, με το πρόσχημα ότι η τόνωση της επιχειρηματικότητας με τα λεφτά των ίδιων των εργαζομένων θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. Τουλάχιστον 760.000.000 ευρώ ζεστό χρήμα (το 35% του φετινού προϋπολογισμού του ΟΑΕΔ) αναμένεται να ξεκοκαλίσει το ελληνικό κεφάλαιο μέσα στο 2005.
Ακόμα και αυτό το μηδαμινό επίδομα ανεργίας των 320 ευρώ χαρίζεται στους εργοδότες προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί το εργατικό κόστος. Αυτό ξεκαθαρίζει ο υπουργός της ΝΔ, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Απασχόληση συμπεριλαμβάνεται και η «σταδιακή μετατροπή του επιδόματος ανεργίας σε επιδότηση θέσεων εργασίας». Η εργατική δύναμη αγγίζει έτσι την έσχατη τιμή πώλησής της στο μεγάλο κεφάλαιο, το κόστος της γίνεται σχεδόν μηδενικό.
Το ΠΑΣΟΚ πλειοδοτεί στην κυβερνητική πολιτική για την απασχόληση. Ο Γ. Παπανδρέου σημειώνει ότι «για τη μείωση της ανεργίας απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ανάπτυξη» («Ελευθεροτυπία», 3/1/2005) και διασαφηνίζει ότι ανάπτυξη για τους Ελληνες σοσιαλδημοκράτες σημαίνει νέες επιδοτήσεις στο κεφάλαιο: «Χρειάζονται μέτρα όπως αυτά που εμείς προτείναμε πριν από τις εκλογές για να μειωθεί το κόστος πρόσληψης των νέων και να τους δοθεί η πρώτη ευκαιρία απασχόλησης. Εχουμε προτείνει να διατεθεί το 40% του 4ου ΚΠΣ σε επενδύσεις σε ανθρώπινο δυναμικό».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η πρόταση για «στοχευμένες πολιτικές που να αντιμετωπίζουν την ανεργία στους νέους και τις γυναίκες». Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ επαναφέρει το ζήτημα της κατάργησης των ασφαλιστικών εισφορών των επιχειρήσεων γι' αυτές τις κατηγορίες εργαζομένων και τη μετακύλησή τους στο κράτος. Και μπορεί ο καπιταλισμός να μην μπορεί να δώσει δουλιά σε χιλιάδες ανέργους, μπορεί όμως να δημιουργήσει νέους ...επιχειρηματίες, όπως διαβεβαιώνει ο Γ. Παπανδρέου με την πρότασή του για «γενναία στήριξη στη νεανική και γυναικεία επιχειρηματικότητα».
Ο ΣΥΝ αρκείται στη διάγνωση ότι «η υψηλή ανεργία δεν είναι μοιραία εξέλιξη. Αποτελεί τελικά πολιτική επιλογή των κυρίαρχων κύκλων για τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων και του κοινωνικού κράτους, την εξάρθρωση μισθών και συντάξεων» (Α. Αλαβάνος, «Ελευθεροτυπία», 1/1/2005). Αποφεύγει, ωστόσο, έντεχνα να πει ότι το Μάαστριχτ, το οποίο υποστήριξε και ψήφισε ο ΣΥΝ, συμπύκνωσε στο έπακρο όλες τις παραπάνω «πολιτικές επιλογές των κυρίαρχων κύκλων» και έδωσε το σύνθημα για τις ριζικές ανατροπές στα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων τις οποίες ενσωμάτωσαν όλες οι επόμενες συνθήκες της ΕΕ.
Εμφανίζεται έτσι σήμερα σαν πολέμιος του συμπτώματος της ανεργίας προτείνοντας «να καταργηθεί το λεγόμενο Σύμφωνο Σταθερότητας και να αντικατασταθεί από μια νέα συμφωνία για την ανάπτυξη, το κοινωνικό κράτος, τη σύγκλιση και την απασχόληση σε ευρωπαϊκή κλίμακα», ό,τι δηλαδή επαγγέλλεται και η στρατηγική της Λισαβόνας. Η πολιτική που θέλει την ανεργία να εκλείπει με «διορθωτικές» κινήσεις στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος μόνο αυταπάτες μπορεί να καλλιεργεί στους εργαζόμενους και να αποπροσανατολίζει το κίνημα.