Σύγχρονη σάτιρα και παντοτινός Ιψεν
Τετάρτη 2 Μάρτη 2005
«Και καλά Χριστούγεννα» από την «Πράξη»

«Και καλά Χριστούγεννα»
Η «Πράξη» έχει καταξιωθεί στη συνείδηση των ανθρώπων και των φίλων του θεάτρου, ακριβώς επειδή συνεπέστατα, με τις μελετημένες ρεπερτοριακές επιλογές και την ποιότητα των παραστάσεών της παράγει υψηλού αισθητικού επιπέδου και αληθινά ψυχ-αγωγού κοινωνικής ουσίας θέατρο. Για την τρέχουσα περίοδο, η «Πράξη» έκανε μια «τομή» στο δραματικό, συνήθως, ρεπερτόριό της, ανεβάζοντας, στο «Θέατρο οδού Κεφαλληνίας», το έργο του Αλαν Εϊκμπορν «Και καλά Χριστούγεννα». Ο Εϊκμπορν είναι σπουδαίος μάστορας της κωμωδίας χαρακτήρων και καταστάσεων, με ευρηματική πλοκή, υπονοηματικό και παιγνιώδη λόγο και πληθωρικό, συχνά καυστικό χιούμορ, του οποίου η γραφή διακρίνεται για τη δημιουργική αφομοίωση στοιχείων διαφόρων ειδών της κωμωδίας, αλλά και της κοινωνικής σάτιρας. Προς την τελευταία, την κοινωνική σάτιρα, βαραίνει το «Και καλά Χριστούγεννα». Ακριβώς γι' αυτό το επέλεξε η «Πράξη», αναθέτοντας το ανέβασμά του στον Τάσο Μπαντή, έναν σκηνοθέτη με συνείδηση ότι κανένα έργο δεν είναι κοινωνικά άχρωμο, αλλά και με ικανότητα να αναδείχνει το κοινωνικό υπόστρωμα των έργων. Ηταν αναμενόμενο, λοιπόν, η σκηνοθεσία του Τάσου Μπαντή (ο ίδιος υπογράφει και τη μετάφραση) να «διαβάσει» το έργο του Εϊκμπορν σαν ειρωνικότατο κοινωνικό σχόλιο, μια κλιμακούμενη σάτιρα των καταστάσεων και των χαρακτήρων που πλάθει ο συγγραφέας, κινώντας τους μέσα σε μια εθιμική κοινωνική συνθήκη. Μια χριστουγεννιάτικη σύναξη μελών και συγγενών μιας μεσοαστικής οικογένειας, και ενός επισκέπτη. Ενός άσημου συγγραφέα, υποψήφιου εραστή της ανύπαντρης αδελφής, ο οποίος θα γίνει μήλον ερωτικής έριδος, κορυφώνοντας τις αυτοαποκαλύψεις και αλληλοαποκαλύψεις (ελαττωμάτων, ηθών, συμπεριφορών, ψυχολογικών συνδρόμων, συζυγικής ρουτίνας, ακόμα και επιχειρηματικών σχεδίων) μεταξύ των μελών της οικογένειας, έως την αναχώρησή του, οπότε όλα «κουκουλώνονται» και όλοι συνεχίζουν τον πρότερο βίο τους.

«Βρικόλακες»
Η κοινωνική τάξη των προσώπων και η σατιρική «ματιά» της σκηνοθεσίας υπογραμμίστηκε από τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου (ιδίως με τα σκοπίμως κιτς γυαλιστερά γυναικεία κοστούμια), αλλά και από τις συνολικά πολύ καλές ερμηνείες των ηθοποιών. Προεξάρχουσα, κοινωνικά καυστική και ταυτόχρονα αναλογούσα στο ανάλαφρο βουλεβαρδιέρικο στοιχείο του ρόλου της, είναι η ερμηνεία της Μπέτυς Αρβανίτη. Γλυκόπικρα σατιρικές, αλλά και λεπτά ψυχογραφικές ερμηνείες καταθέτουν ο Χρήστος Στέριογλου (απολαυστικός στην αλληγορική σκηνή του κουκλοθεάτρου), και η Σμαράγδα Σμυρναίου. Η παραστασιακή ποιότητα, όμως, στηρίζεται και στις ερμηνείες των Γιάννη Βόγλη, Αλκη Παναγιωτίδη, Νίκου Αρβανιτάκη, Μαριάνθης Σοντάκη, Ράνιας Σχίζα, Δημήτρη Αλεξανδρή.

«Βρικόλακες» στο «Απλό Θέατρο»

Οπως σήμερα το ΕΪΤΖ αποτελεί μια μεγάλη κοινωνικοηθική νόσο, μαρτύριο αμέτρητων ανθρώπων, που ακόμα και από «αμαρτία γονέων» παιδεύει και τέκνα, έτσι μάστιγα στην εποχή του Ιψεν (και μέχρι τη φαρμακευτική καταπολέμησή της) ήταν η σύφιλη (νόσος παιδεύουσα πολύμορφα επτά γενιές, έλεγαν οι παλιοί). Τη νόσο της σύφιλης, ως πρόσχημα, μεταχειρίστηκε ο κορυφαίος δραματουργός, πρωτοπόρος του κριτικού κοινωνικού ρεαλισμού στο θέατρο, Ιψεν, στο αριστουργηματικό δράμα του «Βρικόλακες», για να μιλήσει για άλλες μάστιγες της αστικής κοινωνίας σε βάρος των δικαιωμάτων, των πόθων και της φύσης του ανθρώπου. Για να καυτηριάσει τους «βρικόλακες» μιας βαριά νοσούσας κοινωνίας. Την υποκρισία, τον πουριτανισμό, τον εκφυλισμό, το ρόλο της εκκλησίας, τη θρησκοληπτική τύφλωση, αλλά και το θεσμό του γάμου σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, η οποία θεωρούσε προνόμιο, ως εκ φύσεως, και επόμενα συγχωρητέες, τις εξωσυζυγικές ερωτικές σχέσεις του άνδρα, αλλά και απαγορευμένα, ως εκ φύσεως, όλα τα ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα της γυναίκας και κάθε γυναίκα «ιδιοκτησία» κάποιου άνδρα. Τη σύζυγο «ιδιοκτησία» ακόμα και ενός έκφυλου, μοιχού συζύγου - αφέντη και κάθε κόρη «ιδιοκτησία» ακόμα και ενός θετού και εκπορνευτή πατέρα - αφέντη. Το αγέραστο αυτό ιψενικό έργο (γράφτηκε το 1881), που δεν παύει να συναρπάζει με τη δραματουργική δύναμη και οικονομία του, με την ψυχογραφική και χαρακτηρολογική εμβέλεια των προσώπων, αλλά και με την κοινωνική αλήθεια του, ανέβασε, σε θεατρικά εύγλωττη μετάφραση (Μαργαρίτα Μέλμπεργκ) ο Αντώνης Αντύπας, σε μια ρεαλιστικού μέτρου, ατμοσφαιρική και χαμηλόφωνα «μουσική» παράσταση, από τις πιο αξιόλογες του χειμώνα. «Στυλοβάτες» της παράστασης, το λιτά και επιβλητικά ρεαλιστικό σκηνικό και τα καλαίσθητα, αρμόζοντα στην εποχή, κοστούμια του Γιώργου Πάτσα, το ανησυχαστικά μελωδικό μουσικό θέμα της Ελένης Καραΐνδρου, οι σκιεροί φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου, που προοιωνίζονται το επερχόμενο κακό και βέβαια οι ερμηνείες. Ερμηνείες, που καθιστούν διαχρονικό, οικείο στο σύγχρονο θεατή το δράμα των προσώπων και το κοινωνικό μήνυμα του έργου. Ανθρώπινης «θερμοκρασίας» και αλήθειας είναι οι ερμηνείες της Ράνιας Οικονομίδου και του Δημήτρη Καταλειφού. Εξαιρετική η πλέον ακριβοζυγισμένη και λιτά ρεαλιστική ερμηνεία της Αγγελικής Παπαθεμελή. Σεμνή και αισθαντική του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου. Ο Γιάννης Καρατζογιάννης έπλασε με μέτρο τον διεφθαρμένο φτωχοδιάβολο Εγκσραντ.


ΘΥΜΕΛΗ