Ο Λευτέρης και το ... «παιδομάζωμα»
Κυριακή 27 Μάρτη 2005

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ο Εμφύλιος πόλεμος, τον οποίο δημιούργησαν και επέβαλαν οι Αγγλοαμερικάνοι ιμπεριαλιστές στη χώρα μας μετά τα «Δεκεμβριανά», βρισκότανε στην τελευταία και πιο κρίσιμη για το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ) φάση του.

Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο πως η τότε κυβέρνηση της Αθήνας είχε αρνηθεί να δεχτεί τις ειρηνευτικές προτάσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ και του ΔΣΕ για παύση των εχθροπραξιών και εθνική συμφιλίωση. Καθώς επίσης και για θέσπιση ισχυρών δημοκρατικών θεσμών, δίχως εξαρτήσεις και δυναστείες κάθε μορφής. Και πιστή στο ιμπεριαλιστικό δόγμα περί συντριβής «κομμουνιστικών ανταρσιών» στις χώρες της σφαίρας επιρροής των «συμμάχων», προχώρησε στη συνέχισή του, προκαλώντας δεκάδες χιλιάδες θύματα και στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές.

Ο πρωθυπουργός της υπόδουλης κυβέρνησης, ο περιβόητος θεμ. Σοφούλης, κι οι δύο αντιπρόεδροι, Κων. Τσαλδάρης και Γ. Παπανδρέου - ο δεύτερος είναι γνωστός από το ματοκύλισμα της Αθήνας που οργάνωσε μαζί με τους Εγγλέζους το Δεκέμβρη του '44, δολοφονώντας τους άοπλους διαδηλωτές οι οποίοι απαιτούσαν πραγματική δημοκρατία κι έξω οι νέοι κατακτητές - φέρουν ακέραια την ευθύνη για κείνη την αντεθνική κι ατιμωτική πράξη της άρνησής τους. Η δε ενοχή τους ήταν διπλά αυταπόδεικτη, μια κι οι προτάσεις είχανε γίνει τους πρώτους κιόλας μήνες του τριετούς αιματηρού Εμφύλιου. Οι παραπάνω πολιτικοί έπρεπε να είχανε περάσει από διεθνές δικαστήριο εγκλημάτων. Ωστόσο, η Ιστορία τούς έχει καταδικάσει ήδη, οριστικά και αμετάκλητα. Ο δε αγώνας συνεχίζεται σήμερα, ακατάπαυστα, μέχρι την τελική νίκη του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.

Οι ευοίωνες προβλέψεις οδηγούν στο συμπέρασμα πως δε θ' αργήσει να 'ρθει και θα φέρει την πολυπόθητη πανανθρώπινη λευτεριά, ειρήνη κι ευτυχία, σε μια αταξική κοινωνία, σ' ολόκληρο τον κόσμο.

* * *

Την τελευταία χρονιά του Εμφύλιου ήμουνα μαθητής της τρίτης τάξης του (τότε εξαταξίου) Γυμνασίου Σουφλίου. Ολοι οι μαθητές της τάξης καρτερούσαμε υπομονετικά να μπει από στιγμή σε στιγμή στην αίθουσα η καθηγήτριά μας για ν' αρχίσει το μάθημα. Ομως, αργοπορούσε κι όλοι αναρωτιόμασταν με αγωνία, γιατί καθυστερεί τόσο πολύ!

Μετά από μισή ώρα περίπου, μπήκε μέσα και μας καλημέρισε ευγενικά, όπως άλλωστε έκανε πάντοτε. Αλλά τούτη τη φορά κάπως λυπημένα. Η θλίψη της ήτανε έντονα ζωγραφισμένη στο άλλοτε χαρούμενο και γελαστό πρόσωπό της.

- Κυρία, γιατί είστε στεναχωρημένη; τη ρωτήσαμε ανήσυχοι! Την αγαπούσαμε πολύ, όπως κι εκείνη εμάς! Ηταν εξαίρετη φιλόλογος με μεγάλη επιστημονική-παιδαγωγική κατάρτιση και με καταπληκτική ικανότητα στη μετάδοση και εμπέδωση των γνώσεων.

- Πήγα στο σταθμό (σιδηροδρομικό) να ξεπροβοδίσω τον άντρα μου, τον καθηγητή σας (επίσης εξαίρετος φιλόλογος - μας δίδασκε Ιστορία). Τον επιστράτευσε ο στρατός να πάει στο Γράμμο να ...πολεμήσει και μ' άφησε μονάχη με το μωρό μου, τον Θοδωράκη, τριών χρόνων (ένα χαριτωμένο και πανέξυπνο παιδάκι).

Απομείναμε όλοι κατάπληκτοι και άφωνοι! Είναι δυνατόν να τον επιστρατεύσουν σ' αυτή την ηλικία; Αναρωτιόμασταν. Ητανε πάνω από 35 χρόνων. Αλλά ο «εθνικός» κυβερνητικός στρατός ήταν αποφασισμένος για όλα, προκειμένου να πνίξει στο αίμα την ...«ανταρσία» των καταδιωκόμενων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης.

Μια συμμαθήτριά μας, η Ελλη - πρώτη στην τάξη - βρήκε σε λίγο το κουράγιο, ύστερα απ' τη διάχυτη εκείνη συγκίνηση, και ανέλαβε να της απευθύνει, εξ ονόματος όλων των συμμαθητών, λίγα λόγια παρηγοριάς και συμπαράστασης.

Σήμερα δε ζει. «Εφυγε» πρόωρα, στα μέσα της δεκαετίας του '50, όταν είχε πάρει με τον άντρα της την πολυπόθητη μετάθεσή τους, η οποία συνεχώς αναβαλλόταν, απ' το Σουφλί στη Θεσσαλονίκη.

Το 1956, με τρεις συμμαθητές μου, που υπηρετούσαμε τότε φαντάροι στη Θεσσαλονίκη, πήγαμε στο νεκροταφείο και της εναποθέσαμε λίγα λουλούδια μνήμης κι αγάπης.

Η αναρτημένη φωτογραφία της στο γραφείο των καθηγητών, με τη γλυκιά και στοχαστική μορφή, βεβαιώνει το πολύ σημαντικό παιδευτικό έργο που άφησε στο Σουφλί. Το όνομά της: Ελευθερία Τραϊνού - Καρακότα. Η μνήμη της παραμένει και σήμερα αναλλοίωτη για ολόκληρη την κοινωνία της μικρής πόλης. Είχε προοδευτικές ιδέες για τον κόσμο.

* * *

Μετά από ολιγόλεπτη σιγή στην αίθουσα, η καθηγήτριά μας με άσχημη ψυχολογική κατάσταση, αλλά αφοσιωμένη στο καθήκον της, άνοιξε τον κατάλογο-βαθμολόγιο, καλώντας τρεις μαθητές να πούνε το μάθημα της μέρας και να τους βάλει τον προφορικό βαθμό. Θυμούμαι είχαμε Ιλιάδα, έβδομη ραψωδία, αλλά δεν έχει σημασία αυτό.

Κάλεσε πρώτα την Αρχοντούλα, μετά εμένα και μετά τον Λευτέρη. Οταν φώναξε το όνομα του Λευτέρη, ένας συμμαθητής μας, ο Θανάσης, πετάχτηκε απ' το θρανίο αυθόρμητα και απερίσκεπτα - πιστεύω όχι από κακότητα - και είπε: Κυρία, τον πήραν οι «κατσαπλιάδες» στο βουνό. Είχε πάει χτες με το αμάξι τους, μαζί με τον πατέρα του στον Καρά-Τεπέ να κόψουν μεσέδες (δρύες) για το χειμώνα. Και κείνη μ' ένα σχετλιαστικό επιφώνημα, γεμάτο πόνο, είπε, «Αχ! και μένα τον άντρα μου, όπως σας είπα, τον πήρε ο στρατός...», αφήνοντας να εννοηθεί πως δεν ήθελε να πει περισσότερα γι' αυτόν τον ...πόλεμο, επειδή φοβότανε μάλλον τις συνέπειες που θα είχε στην καριέρα της. Ετσι τουλάχιστον καταλάβαμε.

Η μάνα του Λευτέρη, η θεια-Αντωνιά, όταν γύρισε ο άντρας της το δειλινό, μόνος του, στο σπίτι, δίχως τον αγαπημένο της γιο, άρχισε να τον μαλώνει, γιατί τον έχασε μπροστά απ' τα μάτια του. Και κείνος της είπε, «τι να σ' πω γυναίκα, ούτε κι εγώ κατάλαβα. Τον είχα στείλει να πάει να φέρει απ' την απέναντι λαγκαδιά τις δυο μεσέδες που 'χα κόψει για να τις βάλουμε πάνω στο αμάξι μαζί με τις άλλες και δεν ξέρω τι έγινε, σαν να τον κατάπιε η γης. Πάει τον έφαγε η μαρμάγκα». Το 'λεγε και το ξανάλεγε με πόνο! «Τι να σ' πω άλλο γυναίκα... Ομως, ο Θεός είναι μεγάλος και θα μας τον φέρει». Αυτό πιστεύανε κι οι δυο. Ητανε πολύ θρησκευόμενοι άνθρωποι.

* * *

Η ίδια το 'χε μεγάλο μαράζι! Πώς εξαφανίστηκε τόσο αναπάντεχα ο Λευτεράκος της! Δυο βράδια δεν είχε κλείσει μάτι. Είχε όμως μεγάλη πίστη πως θα τον βρει. Την πρώτη μέρα απ' την εξαφάνισή του, ανηφόρισε ταχιά ταχιά την παλιόστρατα κι έφτασε στον Αϊ-Λια, ένα λόφο δυτικά απ' το Σουφλί. Από κει ροβόλησε τον αμαξιτό δρόμο κι έφτασε στου Μπαντιάνη την καλύβα, δυο-τρία χιλιόμετρα μακριά απ' τα τελευταία σπίτια της πόλης. Κάθισε λίγο να ξεκουραστεί και μετά συνέχισε άλλα δυο χιλιόμετρα περίπου κι έφτασε σ' ένα λοφίσκο κοντά στο Γιρλίσιο, μια δασώδη έκταση. Από κει φώναξε μ' όλη τη δύναμη της ψυχής της: Λευτέρηηη, Λευτεράκο μουουου, πού είσαι καρδούλα μου; Αλλά καμιά απόκριση στα πολλά καλέσματά της και γύρισε στο σπίτι κλαμένη και κατάκοπη.

Τη δεύτερη μέρα πάλι, ταχιά ταχιά, είχε πάρει τον ίδιο δρόμο να πάει να τον βρει. Μια γυναίκα απ' τη συνοικία της καρκατσηλιάς, η κυρα- Πασκαλιά, όταν την είδε της είπε:

- Αντωνιά, σε βλέπω και σήμερα ν' ανηφορίζεις τον Αϊ-Λια. Τι συμβαίνει; Φαίνεσαι και λίγο κλαμένη.

- Το Λευτέρη, το Λευτεράκο μ' πάω να βρω. Προχτές το δείλι, όταν γύρισε ο άντρας μου με τ' αμάξι απ' τον Καρά-Τεπέ, δεν ήτανε μαζί του. Μου είπε ότι τον είχε χάσει απ' τα μάτια του. Τι να σ' πω... Υποψιάζομαι πως θα τον πήραν οι αντάρτες και δεν ξέρω τι θα τον έχουνε κάνει.

- Πάψε, μη λες τέτοια λόγια, θα έγινε κάποιο λάθος, γιατί ο άντρας σ' είναι εδώ, δεν είναι στο βουνό, θα το γυρίσουν πίσω το παιδί. Μη στεναχωριέσαι, κάνε κουράγιο... Δεν ξέρεις τι έκανε ο άντρας μου ο αχαΐρευτος, ο χοντροκέφαλος; Είχε πάει πριν ένα μήνα στο δήμαρχο κι έγραψε το Λάκη μας να πάει στη Λέρο, στην «παιδούπολη» της βασίλισσας, για να γλιτώσει απ' τους αντάρτες και να μάθει πολλά γράμματα. Ετσι του είχε πει ένας χωροφύλακας. Αντί για γράμματα, όμως, τα παιδιά μαθαίνουν άλλα πράγματα, άσχημα. Και παθαίνουν απ' τα μεγαλύτερα παιδιά κι από τους ίδιους τους υπεύθυνους των θαλάμων (δεσμοφύλακες) πράξεις, που δε λέγονται. Χώρια που τα σπάνε στο ξύλο για το παραμικρό, όπως μας έγραψε στο γράμμα, με κάποιο γείτονα που είχε περάσει από κει. Με το ταχυδρομείο φοβήθηκε, φαίνεται, να το στείλει.

Ακούγοντας αυτά η θεια-Αντωνιά έφριξε κι ο λογισμός της πήγε στο δικό της παιδί, μπας και γίνονται τα ίδια στο Λευτέρη, τις δυο μέρες που λείπει στο βουνό. Ομως, συνεχίζοντας το δρόμο της, διαλύθηκαν οι τέτοιοι φόβοι και συνειρμοί, γιατί πίστευε πως δεν ήτανε δυνατό να έχουν συμβεί αυτά στο παιδί της από τους αντάρτες.

* * *

Μετά από μια ώρα έφτασε στον ίδιο λοφίσκο και άρχισε να φωνάζει πάλι δυνατά: Λευτέρηηη, Λευτεράκο μουουου. Στο βάθος του δάσους άκουσε ένα, ουουου. Στην αρχή νόμισε πως ήταν ο αντίλαλος απ' τη φωνή της. Μετά, όταν άκουσε, Μάνααα έρχομαι, κατευθύνθηκε στο μονοπάτι του δάσους και είδε τον Λευτέρη να τρέχει προς την αγκαλιά της. Τον έσφιξε δυνατά και γλυκοφιλώντας τον, τον ρώτησε: «Πώς χάθηκες παιδί μου; Σε πήρανε οι αντάρτες; Σε κάνανε κακό;». Και ο Λευτέρης της απάντησε: «Μου είχε πει ο πατέρας να πάω στην απέναντι λαγκαδιά να φέρω δυο μεσέδες, που είχε κόψει. Είχα δει λίγο πιο μακριά μια καστανιά και πήγα να μαζέψω κάστανα. Ηρθανε κοντά μου δυο αντάρτες και με ρώτησαν αν είμαι του Στάθιου (Ευστάθιου) το παιδί. Εγώ τους είπα όχι. Δε με πιστέψανε και με πήγανε στο Αρχηγείο τους (στην Γκίμπραινα). Μου είπανε να περιμένω μέχρι να γυρίσει ο Στάθιος, ο τάχα πατέρας μου, από τη μάχη των Μεταξάδων (χωριό της επαρχίας Διδυμοτείχου, κοντά στα ελληνοβουλγάρικα σύνορα) για να με δει και ο ίδιος. Ηρθε την άλλη μέρα και είπε στους άλλους αντάρτες πως δεν είμαι ο γιος του και ότι κάνανε λάθος. Κακό δε μου κάνανε. Μου δώσανε φαγητό και κουβέρτες να κοιμηθώ το βράδυ. Ο καπετάνιος μου είπε αν θέλω να μείνω δυο-τρεις μέρες στο Αρχηγείο τους και μετά να με στείλουν με 4 άλλα παιδιά ανταρτών στη Βουλγαρία ή σ' άλλη χώρα (σοσιαλιστική) να τελειώσω το Γυμνάσιο και μετά να σπουδάσω στο Πανεπιστήμιο, όλα δωρεάν. Εγώ τους είπα δε θέλω γιατί οι γονείς μου είναι στο Σουφλί και "στραβά-κουτσά" θα μάθω γράμματα. Μου είπαν, εντάξει, Λευτέρη, θα πας στους γονείς σου. Με συνόδευσαν δυο αντάρτες μέχρις εκεί δα και γύρισαν αυτοί πίσω στα λημέρια τους».

Βέβαια, ο Λευτέρης έκανε εδώ στην Ελλάδα σπουδές, στραβές-κουτσές, μ' όλη τη σημασία της παροιμιώδικης έκφρασης.

Την παραπάνω σκηνή της «απαγωγής» του Λευτέρη στην καστανιά και τα όσα ειπώθηκαν στο Αρχηγείο των ανταρτών είναι ακριβώς τα ίδια που άκουσα από πρώην αντάρτη και νυν πολιτικό πρόσφυγα, κατά την αφήγησή του πριν μερικά χρόνια σε καφενείο. Στην «απαγωγή» ήτανε και ο ίδιος, όπως μας είπε. Πρόσθεσε δε ότι έγινε λάθος στη μέρα που θα γινόταν η συνοδεία του παιδιού του αντάρτη Στάθιου από τον Σύνδεσμο του Σουφλίου και η παράδοσή του στο σημείο (καστανιά) όπως είχε οριστεί. Η παράδοση όμως του παιδιού του Στάθιου θα γινόταν την επομένη. Τέτοια λάθη στο δίκαιο αγώνα του ΔΣΕ δυστυχώς γίνονταν.

Η θεια-Αντωνιά και ο γιος της πήραν το δρόμο για το σπίτι. Ο γολγοθάς της εξαμελούς αυτής οικογένειας ν' απαλλαγεί απ' την καταραμένη φτώχεια της συνεχιζόταν. Η δωρεάν μόρφωση των παιδιών της αποτελούσε όνειρο άπιαστο.

* * *

Το λεγόμενο παιδομάζωμα των ανταρτών είναι εκείνο που έσωσε χιλιάδες παιδιά της υπαίθρου στη Βόρεια Ελλάδα απ' την αστυνομοκρατία και δυστυχία που βασίλευε στη χώρα. Τα παιδιά που «απήχθησαν βιαίως» απ' τις μανάδες τους, όπως έγραφαν οι εκθέσεις της ντόπιας και αγγλοαμερικάνικης μαύρης προπαγάνδας, δεν ήταν άλλα από τα παιδιά των ανταρτών του ΔΣΕ. Τα ήθελαν οι γονείς τους μαζί γιατί δεν είχαν εδώ στην καπιταλιστική Ελλάδα στον ήλιο μοίρα. Επίσης και πολλά άλλα παιδιά που οι γονείς τους απευθύνονταν, μέσω του παπά του χωριού με γραπτές εκκλήσεις προς το Αρχηγείο του ΔΣΕ να τα στείλει στις Λαϊκές Δημοκρατίες για να γλιτώσουν από τον καθημερινό εφιάλτη των αεροπορικών βομβαρδισμών των χωριών και των σχολείων τους από την αμερικάνικη και την κυβερνητική αεροπορία. Οι συνεχείς και ισοπεδωτικοί βομβαρδισμοί πραγματοποιούνταν για να καταστραφούν, κατόπιν σχεδίου, τα αντιστασιακά χωριά που βοηθούσαν το ΔΣΕ. Στη συνέχεια στέλνονταν από Επιτροπή εκπαιδευτικών στις σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης να σπουδάσουν δωρεάν και ελεύθερα. Να ζήσουν μακριά από το βούρδουλα του χωροφύλακα και την άγρια δυστυχία που βίωναν στα χωριά τους. Ηταν ένα πραγματικό παιδοσώσιμο και όχι παιδομάζωμα.

Ολα σχεδόν τα παιδιά εκείνα σπούδασαν σε σχολές μέσης, ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης και επέστρεψαν στην Ελλάδα, ύστερα από τριαντάχρονη υπερορία και παραμονή στις φιλόξενες σοσιαλιστικές χώρες, επιστήμονες και τεχνικοί. Και αντί να δουλέψουν σύμφωνα με τις γνώσεις που κατείχαν, αναγκαστήκανε να κάνουν οποιαδήποτε δουλιά, αφού συνάντησαν μια μεθοδευμένη απαξίωση και έναν ιδιότυπο αποκλεισμό. Μερικές φορές και εγκληματικούς διωγμούς. Γνωστή είναι η υπόθεση της βάρβαρης επίθεσης που δέχτηκαν τρία Ελληνόπουλα, προσφυγόπουλα απ' την Τασκένδη, από τραμπούκους ακροδεξιάς οργάνωσης σε δρόμο της Κυψέλης, αρχές της δεκαετίας του '80, επειδή μιλούσαν ρώσικα, με αποτέλεσμα να βρει το θάνατο ο Ευαγγελόπουλος και να διακομιστούν οι άλλοι δύο στο νοσοκομείο με βαριές κακώσεις. Αυτήν την τύχη επιφύλαξε και επιφυλάσσει μέχρι σήμερα η «πονόψυχη» μάνα της Ελλάδας για τους πολιτικούς πρόσφυγες από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες.

Επίσης, «πονόψυχη» και «πρώτη μάνα» αποκαλούσαν την Γερμανίδα βασίλισσα Φρειδερίκη, μέλος της ναζιστικής νεολαίας τη δεκαετία του '30, τα παιδιά που ζούσαν στις λεγόμενες παιδουπόλεις-στρατόπεδα γκέτο. Οταν επέστρεψαν τα παιδιά αυτά στα χωριά τους από το παιδομάζωμα της Φρειδερίκης, πολλά είχανε προβλήματα προσαρμογής στο κοινωνικό περιβάλλον, επειδή άκουγαν τα ειρωνικά πειράγματα σε βάρος τους, περί «παιδιών της Φρειδερίκης», κ.ά. Καθώς επίσης είχανε και προβλήματα αφομοίωσης της διδακτέας ύλης στο σχολειό, λόγω ιδιόμορφης νοητικής υστέρησης.

Να, λοιπόν, ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο παιδοσώσιμο του ΔΣΕ και στο παιδομάζωμα της Φρείκης, όπως ήτανε το προσωνύμιο της Φρειδερίκης.


Μενέλαος ΓΟΥΒΕΤΑΣ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
«Αυτό ήταν το "παιδομάζωμα", που μας κατηγορούν ότι κάναμε»... (2009-03-01 00:00:00.0)
Το πραγματικό παιδομάζωμα της Φρειδερίκης (2008-08-30 00:00:00.0)
Ο δράκος και το παιδί (2008-06-15 00:00:00.0)
Θα πρόφταιναν τον ήλιο (2005-09-04 00:00:00.0)
Ο κόκκινος γάτος (2004-01-11 00:00:00.0)
Ο Λευτεράκης (2001-02-03 00:00:00.0)