Πάμε για καφέ;
Κυριακή 27 Μάρτη 2005

«Πάμε βόλτα στη Ραφήνα να πνιγούμε στη ρετσίνα», έλεγε το τραγουδάκι. Ομως, επειδή δε θέλουμε να πνιγούμε ούτε μεταφορικά ούτε κυριολεκτικά, θα δεχτούμε την πρόσκληση του Βαγγέλη Μηνιώτη για έναν καφέ. Στη Ραφήνα του χτες, που τότε έμοιαζε με ήρεμο λιμανάκι. Ενα γαλάζιο λιμανάκι, που ξεγελούσε τον επισκέπτη, δίνοντάς του την εντύπωση ότι βρίσκεται μπροστά σε αιγαιοπελαγίτικο νησάκι!

Βάρκες στη σειρά...

«Πράγματι, το παραθαλάσσιο ψαροχώρι που πρωτοκατοίκησαν πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, έμοιαζε με νησί, με τα ψαροκάικά του, τις βάρκες στη σειρά, τα ψαρομάγαζα, τις γραφικότητες και τους θαλασσοδαρμένους εργάτες της θάλασσας, που πουλούσαν ζωντανό το αλίευμά τους μέσα από τα πλεούμενα. Η ιστορία με τον προσφυγικό οικισμό, όμοια και με τα άλλα μέρη, που η χέρσα γη δεν μπορούσε να διαθρέψει τους εξανάγκασε να δέσουν τη μοίρα τους με το νερό, μιας και γνώριζαν καλά τα παράλια της Ιωνίας και πολλοί, παρά τις δυσκολίες, με την εργατικότητά τους, έκαναν "χαϊρι" και προκοπή. Αυτά μια φορά κι έναν καιρό, που ήταν όλα διαφορετικά. Ανθρωποι και περιβάλλον.. Οι πρώτοι καλημέριζαν καλοσυνάτα τον ξένο, ενώ το δεύτερο τον αποζημίωνε για τον κόπο που έκανε για να το γνωρίσει, με λαμπροστόλιστες ανατολές και πορφυρόχρωμα ηλιοβασιλέματα».

Στη Ραφήνα κάποτε

Ο Βαγγέλης Μηνιώτης πήγαινε τακτικά. Τον τραβούσε, λέει, η ομορφιά της, μα και το φρέσκο ψάρι που έβγαζαν οι αλιεργάτες σε μεγάλη ποικιλία και σε λογικές τιμές.

«Είχα να πάω κάποια χρόνια, λέει. Την απέφευγα από τότε που απέβαλε το φυσικό της μανδύα και ντύθηκε "ευρωπαϊκά", κι από αγνή και δροσάτη που ήταν, έγινε κοσμοπολίτισσα. Ετσι ξαφνιάστηκα, όταν, καθ' οδόν προς τη Ραφήνα, βρέθηκα στο ύψος της διασταύρωσης Μαραθώνος και Λαυρίου με τα έργα που έχουν γίνει κι έχουν αλλάξει ολοσχερώς την ειδυλλιακή εικόνα που παρουσίαζε μέχρι πρότινος.

Από το σημείο αυτό και πέρα τα μικροσκοπικά αμπελάκια στην εύφορη γη που προσκαλούσαν τη ματιά του ταξιδιώτη πήγαν περίπατο. Στη θέση τους φύτρωσαν εργοστάσια, εμπορικές επιχειρήσεις και κάθε λογής κακόγουστες οικοδομές σε όλο το μήκος της διαδρομής, προσκολλώντας και τη Ραφήνα στην απεραντοσύνη του Κλεινού Αστεως.

Το πάλαι ποτέ παιχνιδιάρικο λιμανάκι έχει αποκτήσει μεγάλη ναυτιλιακή κίνηση και οι άλλοτε γραφικές ακτές της περιοχής, που πνίγονταν στο πράσινο, έχουν μεταβληθεί σε μικρογραφία της ακτής Θεμιστοκλέους στον Πειραιά, π.χ. η ακροθαλασσιά που ο κόσμος γνωρίζει ως τις «Μαρίκες» όπου οι πολυτελείς νεόδμητες κατοικίες αρχίζουν από το κύμα και επεκτείνονται μέσα στο δάσος καταστρέφοντας και εξαφανίζοντας πεύκα και σκίνους. Και οι φύλακες, υποτίθεται, οι κυβερνήσεις, τι κάνουν, αναρωτήθηκα αφελώς, καθώς έβλεπα το επιθετικό τσιμέντο να ενταφιάζει τη χλωρίδα. Οχι μονάχα εδώ, αλλά όπου γης».

Οι Μαρίκες...

»...πήραν το όνομά τους, έτσι λέγεται, από δυο γεροντοκόρες αδελφές, που έστησαν ένα εξοχικό πάνω στο βράχο και έζησαν εκεί απογοητευμένες. Ερημες και μόνες. Αλήθεια - ψέματα, άντε να βρεις άκρη. Στο χωριό αυτό, που το τσιμέντο κερδίζει έδαφος συνεχώς σε βάρος των φυτών, διακρίνεται μια τάση προβολής μέσα στην πολυτέλεια και την ιδιομορφία των κτισμάτων. Οι πολλοί που απέκτησαν το "κεραμίδι" που τους στεγάζει στις θερινές τους διακοπές με πολύ μόχθο δε φαίνονται. Βρίσκονται ως επί το πλείστον στα γύρω υψώματα και ούτε διακρίνονται μέσα στα πεύκα. Είναι τα κτίσματα της μίας νυκτός!».

Αυτά και άλλα πολλά στοχάζεται ο Βαγγέλης Μηνιώτης, καθώς οδοιπορούμε. Αναπολεί, νοσταλγεί, συγκρίνει και θλίβεται, επόμενο είναι.

Οπως και να ήταν τότε η Ραφήνα, όμορφη και σήμερα παραμένει, η στήλη επιμένει. Γιατί σήμερα είναι η μέρα δική μας. Είναι Κυριακή. Ελα, επιτέλους, ο καφές μάς περιμένει...