ΓΑΛΛΙΑ
«Ταξικό το πραγματικό διακύβευμα του ευρωσυντάγματος»

Εκστρατεία υπέρ της απόρριψης του «ευρωσυντάγματος» από οργανώσεις κομμουνιστικής προέλευσης

Κυριακή 27 Μάρτη 2005

Associated Press

Από πρόσφατες εργατικές κινητοποιήσεις
Ανησυχία επικρατεί στα κυβερνητικά κλιμάκια της Γαλλίας, καθώς η μία μετά την άλλη οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ένα διαρκώς αυξανόμενο ποσοστό της γαλλικής κοινής γνώμης να τάσσεται κατά της υιοθέτησης του «ευρωσυντάγματος». Η κυβέρνηση του κεντροδεξιού UMP και ο πρόεδρος Ζακ Σιράκ επιλέγουν, μέχρι στιγμής, τους χαμηλούς τόνους, εκτιμώντας, όπως λένε οι πληροφορίες, ότι μια παρατεταμένη και «ηχηρή» εκστρατεία υπέρ του «ευρωσυντάγματος» μάλλον θα προκαλέσει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, ενόψει του δημοψηφίσματος της 29ης Μάη.

Προς αυτήν την άποψη συγκλίνουν και οι περισσότεροι δημοσκόποι, καθώς τα στοιχεία που προκύπτουν από τις τελευταίες έρευνες αποδεικνύουν ότι εκείνοι που φέρονται να είναι επιφυλακτικότεροι απέναντι στο «ευρωσύνταγμα» είναι όσοι ανήκουν στις χαμηλότερες κοινωνικές ομάδες, οι εργαζόμενοι, οι μισθωτοί, οι χαμηλοσυνταξιούχοι, οι άνεργοι και οι αυτοαπασχολούμενοι. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αρνητική στάση που φαίνεται, μέχρι στιγμής, να τηρεί ένα κομμάτι της γαλλικής κοινής γνώμης, που αυτοπροσδιορίζεται, τουλάχιστον, ως «Αριστερά», δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να μετατραπεί η συζήτηση για το «ευρωσύνταγμα» σε μια καθαρά πολιτική, ταξική θα έλεγε κανείς, μάχη.

Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε εγκατάλειψη του προσωπείου περί «εθνικού στόχου και της γενικής προοπτικής», που η κυβέρνηση Ραφαρέν, όπως βέβαια και η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, έχουν υιοθετήσει. Και φυσικά, μια τέτοια εξέλιξη δε θα είναι προς το συμφέρον της κυβέρνησης, αλλά ούτε και του «ευρωσυντάγματος».

Αν, αρχικώς, η πλειοψηφία των Γάλλων εμφανιζόταν αρνητική απέναντι στο «ευρωσύνταγμα» προβάλλοντας ως βασική αιτιολογία το ενδεχόμενο ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, σήμερα τα πράγματα φαίνεται να αλλάζουν. Ως κύριες αιτίες της απόρριψης του «ευρωσυντάγματος» εμφανίζονται ο φόβος τόσο μπροστά στην απώλεια της δυνατότητας άσκησης εθνικής πολιτικής, σε οικονομικό επίπεδο και σε επίπεδο εξωτερικών σχέσεων, όσο και μπροστά στην επιβολή οικονομικών πολιτικών, που θα χειροτερεύσουν την, ήδη κακή, κατάσταση των περισσότερων εργαζομένων.

Και μόνο αυτές οι πρώτες αντιδράσεις είναι αρκετές για να κρίνει η κυβέρνηση Ραφαρέν και ο πρόεδρος Σιράκ ότι, πιθανώς, να είναι καλύτερο οι «τόνοι» να μείνουν «χαμηλά» και το «ευρωσύνταγμα» να μη γίνει αντικείμενο «ενδελεχών αναλύσεων». Γιατί κάτι τέτοιο μάλλον θα αποκαλύψει τον πραγματικό του χαρακτήρα και θα ενισχύσει τα επιχειρήματα όσων τάσσονται ενάντιά του.

«Ξεκάθαρος ο καπιταλιστικός χαρακτήρας της ΕΕ»

Ανάμεσα στους διάφορους υποστηρικτές του «Οχι» συγκαταλέγονται οργανώσεις κομμουνιστικής προέλευσης, οι οποίες μέσα από την κυκλοφορία ενημερωτικών φυλλαδίων και αλλεπάλληλες συζητήσεις προσπαθούν να αποκαλύψουν «ποια είναι τα πραγματικά διακυβεύματα του "ευρωσυντάγματος"», αλλά και τον ταξικό χαρακτήρα που πρέπει να λάβει η καμπάνια της απόρριψής του. Στα κείμενά τους, οι οργανώσεις αυτές υπενθυμίζουν τους όρους υπό τους οποίους δημιουργήθηκε ο πυρήνας που μετεξελίχθηκε σε ΕΕ, σε μια εποχή, μετά το Β' Παγκόσμιο, που εδραιωνόταν η πρώην ΕΣΣΔ, που τα εργατικά κινήματα ενισχύονταν στη Δυτική Ευρώπη, που φούντωναν τα κινήματα ανεξαρτησίας κατά των αποικιοκρατών. «Ηταν ένας εξαιρετικός τρόπος προστασίας του κεφαλαίου», σημειώνουν.

Ο καπιταλιστικός χαρακτήρας της ΕΕ ήταν, εξαρχής, σαφής, καθώς και η προσπάθεια να υποβαθμιστούν και σταδιακά να εξαφανιστούν όλες οι κατακτήσεις του εργατικού κινήματος. Ομως, ο ρυθμός εφαρμογής αυτής της αντιδραστικής πολιτικής, όπως τονίζεται, επιταχύνθηκε σημαντικά μετά το 1990 και την ανατροπή των σοσιαλιστικών χωρών. Μετά από τόσο καιρό, είναι ξεκάθαρο ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση δε λειτούργησε ως παράγοντας κοινωνικής προόδου, αλλά οπισθοδρόμησης.

«Ευνόησε την κατακρεούργηση των εργασιακών δικαιωμάτων, τη συγκέντρωση του μεγαλύτερου μέρους της βιομηχανικής και οικονομικής δραστηριότητας στα χέρια των ισχυρότερων κεφαλαιοκρατών, τη διάλυση του κοινωνικού κράτους, του δημόσιου χαρακτήρα της Υγείας και της Παιδείας υπό το πρόσχημα του ελεύθερου ανταγωνισμού και της ελεύθερης οικονομίας. Υπέσκαψε την ειρήνη και συμμετείχε, είτε απευθείας είτε με ξεχωριστά της μέλη, σε πολεμικές συρράξεις, όπως έγινε στα Βαλκάνια και στη Γιουγκοσλαβία», επισημαίνουν.

«Το "ευρωσύνταγμα" θεσμοποιεί την καπιταλιστική ενοποίηση»

Το «ευρωσύνταγμα», υπογραμμίζουν, αποτελεί το νομικό αποκρυστάλλωμα της καπιταλιστικής ιδεολογίας, είναι «ένα ποιοτικό βήμα προς τη θεσμοποίηση του καπιταλισμού, ενώ ταυτόχρονα ελαχιστοποιεί τις δυνατότητες του εκάστοτε λαού να αποφασίζει ελεύθερος για το μέλλον του». Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο άρθρο Ι-6 «το Σύνταγμα και το δίκαιο που υιοθετείται από την Ενωση, στην άσκηση των δραστηριοτήτων που την αφορούν, προέχουν της νομοθεσίας των χωρών - μελών».

Ξεκαθαρίζεται, μάλιστα, με κάθε ευκαιρία ότι στη βάση αυτού του «δικαίου» και κατ' επέκταση κάθε «δικαίου», δε βρίσκεται παρά «ο σεβασμός για μια οικονομία της ελεύθερης αγοράς όπου ο ανταγωνισμός θα είναι ελεύθερος» (άρθρο ΙΙΙ - 177, αρχικά). Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι με γνώμονα αυτήν ακριβώς την αρχή έχουν προχωρήσει όλες οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που εφαρμόζονται, με τον έναν ή τον άλλο ρυθμό, σε όλες τις χώρες - μέλη: ιδιωτικοποίηση του συνόλου του δημοσίου τομέα, των μεταφορών, ενέργειας, τηλεπικοινωνιών, οδικού δικτύου, λιμανιών, αεροδρομίων, αλλά και της Παιδείας, Υγείας...

Η «ελεύθερη μετακίνηση κεφαλαίων» είτε εντός της ΕΕ είτε εκτός από αυτήν (προς οικονομικούς «παραδείσους» θα μπορούσε να πει κανείς) εννοείται ότι διασφαλίζεται με συγκεκριμένο άρθρο του «ευρωσυντάγματος» (ΙΙΙ - 156). Ετσι δίνεται η δυνατότητα στους κεφαλαιοκράτες από τη μία να λυμαίνονται το δημόσιο πλούτο των χωρών (με βάση και τη νομοθεσία άλλωστε), αλλά στη συνέχεια να επενδύουν οπουδήποτε αλλού θελήσουν τα χρήματά τους εγκαταλείποντας τους εργαζομένους στην τύχη τους ή υποχρεώνοντάς τους να αποδεχτούν χειρότερους όρους εργασίας. (Χαρακτηριστικό παράδειγμα η, επί της ουσίας, κατάργηση του, έστω και προβληματικού, 35ώρου στη Γαλλία υπό τις ασφυκτικές πιέσεις των εργοδοτών και των μεγάλων βιομηχανιών, οι οποίες απείλησαν να μετακινήσουν τις εγκαταστάσεις τους σε «πιο φιλόξενες» περιοχές).

Τέλος, στο «ευρωσύνταγμα» προβλέπεται η «ενίσχυση της κοινής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας σύμφωνα με τις υπάρχουσες δεσμεύσεις στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ» (Ι-28), ενώ καλούνται οι «χώρες - μέλη να βελτιώσουν προοδευτικά τις στρατιωτικές τους δυνατότητες (Ι-41). Οπως εκτιμάται στα κείμενα - διακηρύξεις των οργανώσεων αυτών, οι δύο αυτές προβλέψεις εξαφανίζουν τα περιθώρια υιοθέτησης διαφορετικής στάσης απέναντι σε ένα μείζον θέμα εξωτερικής πολιτικής από μια χώρα - μέλος (παραδείγματος χάριν, η αρνητική στάση της Γαλλίας ή της Γερμανίας απέναντι στον πόλεμο στο Ιράκ). Παράλληλα καλλιεργείται με το σαφέστερο τρόπο η άποψη ότι οι πολεμικές συρράξεις και η στρατιωτική ισχύς είναι ένας καλός τρόπος «επίλυσης» διαφορών.

«Κοινός εχθρός όλων των εργαζομένων το κεφάλαιο»

Διαχωρίζοντας τη θέση τους από κάθε λογής εθνικιστικές απόψεις, οι οργανώσεις αυτές υπογραμμίζουν στα κείμενά τους ότι δεν απορρίπτουν το «ευρωσύνταγμα» επειδή «περιορίζει τις δυνατότητες ενός θείου έθνους, του γαλλικού», ξεκαθαρίζοντας ότι τάσσονται κατηγορηματικά αντίθετα σε κάθε άποψη που βασίζεται στην ανωτερότητα του ενός λαού επί του άλλου. Γίνεται σαφές ότι ο κύριος εχθρός των Γάλλων εργαζομένων δεν είναι οι ξένοι εργαζόμενοι, αλλά οι Γάλλοι κεφαλαιοκράτες, και ο αγώνας αυτός είναι κοινός για όλους τους λαούς και για όλους τους εργαζόμενους στην Ευρώπη και στον κόσμο. Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι οι πολιτικές της ΕΕ είναι αυτές που έχουν οδηγήσει σε διαρκή και εντεινόμενη επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες γι' αυτό και το «Οχι» στο «ευρωσύνταγμα» θα πρέπει να λειτουργήσει ως θεμέλιος λίθος ενός μακρόχρονου αντικαπιταλιστικού αγώνα.

«Ενισχυμένο από τις ιδεολογικές του νίκες στον κόσμο της εργασίας, το κεφάλαιο επέβαλλε την άποψή του σε δύο πολύ σημαντικά ζητήματα, όπως αυτά προκύπτουν από το "ευρωσύνταγμα": Πρώτον, η ύπαρξη του κεφαλαίου αναφέρεται ως προϋπόθεση για κάθε οικονομική εξέλιξη και η δραστηριότητά του θεωρείται απαραίτητη ως πηγή κάθε διαδικασίας δημιουργίας αξίας. Και δεύτερον, κατά συνέπεια, κρίνεται δεδομένη η άνευ όρων ελεύθερη δραστηριότητά του ως κινητήριος μοχλός της ύπαρξης και της προόδου των κοινωνιών, οι οποίες θα πρέπει να οργανώνονται γύρω από «την καλή του θέληση» και τις απαιτήσεις του».

Αυτά τα σημεία είναι, όπως τονίζεται, ίσως τα σημαντικότερα μέτωπα πάλης που πρέπει να υψωθούν απέναντι στην κυρίαρχη ιδεολογία. «Αυτό το συνταγματικό σχέδιο στοχεύει να δώσει την ισχύ νόμου και τετελεσμένου στις θέσεις των κεφαλαιοκρατών. Οι συνέπειες είναι γνωστές: Αρνηση της εργασίας ως δημιουργού αξιών, άρνηση του έθνους ως πλαισίου κυριαρχίας και πολιτικής έκφρασης των λαών και άρνηση της δυνατότητας παρέμβασης της πολιτικής εξουσίας στις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις».

Σύμφωνα με τις οργανώσεις αυτές, και μόνο η αποκάλυψη του περιεχομένου του «ευρωσυντάγματος» - έτσι ώστε η πλειοψηφία της κοινής γνώμης να συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται για μια αντιδραστικότατη συνταγματική ρύθμιση με σαφή πολιτικό και ταξικό χαρακτήρα - είναι μια πρώτη, αλλά σημαντικότατη, μάχη που πρέπει να δοθεί όσο πιο νικηφόρα γίνεται. Και πρέπει να δοθεί, όπως υπογραμμίζουν, από όλους τους εργαζομένους των χωρών - μελών, από όλους τους κομμουνιστές, με τον έναν στο πλευρό του άλλου και όχι τον έναν ενάντια στον άλλο, όπως προτρέπουν οι εθνικιστικές ακροδεξιές τάσεις απόρριψης του «ευρωσυντάγματος».


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ