ΚΑΡΔΙΤΣΑ
Φτώχεια και ξεριζωμός

Ενας νομός απομονωμένος στο κέντρο της Ελλάδας

Κυριακή 21 Μάη 2000

Στο κέντρο του χάρτη της Ελλάδας, η Καρδίτσα. Κι όμως, είναι ένας από τους πιο απομονωμένους νομούς της χώρας. Οδικά και αναπτυξιακά. Και, βεβαίως, στις πρώτες θέσεις της κατάταξης όσον αφορά στη φτώχεια των κατοίκων του.

Ο αγροτικός χαρακτήρας του νομού, αντί ν' αποτελεί πλεονέκτημα - σε μια χώρα που, λόγω εδαφικών και κλιματολογικών συνθηκών, έχει όλες τις δυνατότητες ν' αναπτύξει τον αγροτικό τομέα της οικονομίας της, εξασφαλίζοντας δουλιά και εισόδημα στο έμπειρο αγροτικό δυναμικό της - αποτελεί μειονέκτημα. Και δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, με δεδομένη την αντιαγροτική πολιτική της ΕΕ που εφαρμόζουν οι ελληνικές κυβερνήσεις. Μια πολιτική, που τα τελευταία χρόνια, μειώνει, συνεχώς, το αγροτικό εισόδημα και ξεκληρίζει από τη γη της χιλιάδες αγροτικά νοικοκυριά σ' όλη την Ελλάδα. Ιδιαίτερα πλήττεται η Καρδίτσα, όπου ήδη παρατηρούνται φαινόμενα τραγικά. Παραδείγματος χάριν, το φαινόμενο της μετανάστευσης αγροτών προς τη Γερμανία και άλλες χώρες έχει μεγάλες διαστάσεις. Ο λόγος, γνωστός. Οι Καρδιτσιώτες ξωμάχοι, που ξεκληρίζονται από τα χωράφια τους, ψάχνουν αλλού να βρουν την τύχη τους. Κι επειδή, δεν είναι εύκολο στις ελληνικές μεγαλουπόλεις να βρουν δουλιά - η ανεργία στις πόλεις δεν αφήνει πολλά περιθώρια για εσωτερική αγροτική μετανάστευση στις μέρες μας - αναγκάζονται να ξενιτευτούν, αναζητώντας εργασία στα σκλαβοπάζαρα της Δυτικής Ευρώπης, της Αυστραλίας και της Αμερικής.


Μεγάλες διαστάσεις έχει πάρει, επίσης, στην Καρδίτσα και η ληστρική επίθεση της Αγροτικής Τράπεζας εναντίον της περιουσίας των αγροτών. Η ΑΤΕ, αφού πρώτα με την τοκογλυφική πολιτική της χρεοκοπεί χιλιάδες μικρομεσαίους παραγωγούς, στη συνέχεια, εκμεταλλευόμενη την αδυναμία των χρεοκοπημένων να πληρώσουν τα χρέη τους, αρπάζει τα χωράφια τους, ακόμα και τα σπίτια τους.

Δεν είναι, όμως, μόνο οι αγρότες της Καρδίτσας που «πληρώνουν ακριβά» την αντιαγροτική πολιτική των κυβερνήσεων και ιδιαίτερα της εκσυγχρονιστικής κυβέρνησης Σημίτη. Η δραστική μείωση του αγροτικού εισοδήματος δημιουργεί προβλήματα στην αγορά του νομού, με αποτέλεσμα να πλήττεται καίρια ο τζίρος των καταστημάτων των μικρεμπόρων και να μειώνονται οι δουλιές των επαγγελματοβιοτεχνών. Κι αυτό με τη σειρά του δημιουργεί πρόβλημα στους εργαζόμενους του νομού καθώς μειώνονται οι δυνατότητες απασχόλησης. Φυσικά, τραγική είναι η κατάσταση την οποία βιώνουν οι συνταξιούχοι και ιδίως του ΟΓΑ, με τις 40.000 δρχ. το μήνα, ενώ οι νέοι αγωνιούν στην ανεργία κι όσοι σπουδάζουν ταλαιπωρούνται με την αντιεκπαιδευτική μεταρρύθμιση.

«Βαριά βιομηχανία» για την Καρδίτσα θα μπορούσε ν' αποτελέσει ο αγροτικός τομέας της οικονομίας - και ιδίως η βαμβακοκαλλιέργεια, η οποία, αποτελεί, σχεδόν, μονοκαλλιέργεια στο νομό και έχει τεθεί υπό διωγμό, με τα μέτρα της κυβέρνησης και της ΕΕ - αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς την κατασκευή των αναπτυξιακών έργων που απαιτούνται στη γεωργία. Αλλά τα μεγάλα και αναγκαία έργα υποδομής - όπως ο Αχελώος, το φράγμα Σμοκόβου κι άλλα αρδευτικά και εγγειοβελτιωτικά έργα - δεν προχωρούν. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι κοντά στο μισό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού του νομού απασχολείται στην αγροτική οικονομία, αφού το 41,73% του εδάφους είναι γεωργική έκταση και στην Καρδίτσα παράγεται το 34% σχεδόν της συνολικής παραγωγής βαμβακιού στη χώρα μας κι ενώ, στην πλειοψηφία τους, οι παραγωγοί είναι «μικροί», καθώς ο αγροτικός κλήρος κυμαίνεται περίπου στα 40 στρέμματα κατά μέσο όρο. Αλλες καλλιέργειες στο νομό είναι αυτές των σιτηρών, του καπνού, των τεύτλων, της βιομηχανικής τομάτας.

Βεβαίως, εκτός του αγροτικού τομέα, η Καρδίτσα έχει τη δυνατότητα ν' αναπτυχθεί και σ' άλλους πολλούς τομείς. Π.χ. διαθέτει σπάνιες ομορφιές που μπορούν ν' αξιοποιηθούν τουριστικά. Κι όμως, τίποτα το ουσιαστικό δε γίνεται και προς αυτή την κατεύθυνση. Η μόνη τουριστική «κίνηση» παρατηρείται στη Λίμνη Πλαστήρα, κι αυτό είναι, κυρίως, αποτέλεσμα των προσπαθειών που καταβάλλουν οι κάτοικοι της περιοχής για την προβολή της. Ωστόσο, με τη δημογραφική απογύμνωση των περιοχών αυτών δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική ανάπτυξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 1961-1991 ο πληθυσμός των Αγράφων και της Λίμνης Πλαστήρα μειώθηκε κατά 32,5%.