Ιστορία που διδάσκει και φρονηματίζει

59 χρόνια από τη μάχη της Κρήτης

Σάββατο 20 Μάη 2000

Γερμανοί αλεξιπτωτιστές καταδρομείς εισβάλλουν, μετά από νυχτερινή συμπλοκή, στην πόλη του Ηρακλείου
Ο Μάης του 1941 βρήκε, σχεδόν, ολόκληρη την Ελλάδα υπό φασιστική κατοχή. Η Αθήνα καταλήφθηκε από τα ναζιστικά στρατεύματα στις 27 του Απρίλη του ιδίου έτους και λίγες μέρες αργότερα ολοκληρώθηκε και η κατάληψη της Πελοποννήσου, με αποτέλεσμα η μόνη ελεύθερη περιοχή να είναι η Κρήτη, στην οποία κατέφυγαν ελληνικές και βρετανικές ένοπλες δυνάμεις, καθώς και ο βασιλιάς Γεώργιος με την κυβέρνησή του υπό τον τραπεζίτη Εμμ. Τσουδερό. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η Κρήτη αποτέλεσε την τελευταία εστία αντίστασης του ελληνικού λαού πριν την ολοκλήρωση της φασιστικής κατοχής, αλλά είχε και ιδιαίτερη στρατηγική σημασία για τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, στο μεταξύ τους πόλεμο.

Για τη Γερμανία και τις δυνάμεις του άξονα η κατοχή της Κρήτης έθετε το Αιγαίο υπό τον απόλυτο έλεγχό τους και αποτελούσε ισχυρή βάση για εξορμήσεις τους στη Μέση Ανατολή, στο Σουέζ, στην Αίγυπτο και όλη τη βόρεια Αφρική, ενώ αποσοβούσε τον πιθανό κίνδυνο για τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές, τις οποίες και εκμεταλλεύονταν. Για τους Εγγλέζους η Κρήτη είχε σημασία για τους ακριβώς αντίθετους λόγους. Ομως, δεν ήταν διατεθειμένοι να θυσιάσουν και πολλά στην υπεράσπισή της, δεδομένου ότι γνώριζαν πως ο Χίτλερ δε θα συνέχιζε τον πόλεμο εναντίον τους στην Ανατολική Μεσόγειο.

Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, τόσο για τον ελληνικό λαό που πολεμούσε υπέρ βωμών και εστιών, όσο και για τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής η μάχη της Κρήτης ήταν αναπόφευκτη.

Ο συσχετισμός δύναμης

Η μάχη της Κρήτης άρχισε με τη γερμανική επίθεση στις 20 του Μάη 1941 και τελείωσε στις 31 του ίδιου μήνα με την κατάληψη του νησιού από τις ναζιστικές δυνάμεις και την αποχώρηση των τελευταίων αγγλικών τμημάτων, που έφυγαν για την Αίγυπτο. Κατά τη διάρκεια της μάχης συγκρούστηκαν οι παρακάτω δυνάμεις:

Συμμαχικές δυνάμεις: α) Ελληνες: 474 αξιωματικοί και 10.997 οπλίτες. β) Βρετανοί: 1.512 αξιωματικοί και 29.970 οπλίτες. Δηλαδή σύνολο συμμαχικών: 1.986 αξιωματικοί και 40.947 οπλίτες («Η Μάχη της Κρήτης», έκδοση Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού). Οι 43.000 περίπου Ελληνες και Βρετανοί αντιμετώπισαν την έφοδο 23.000 Γερμανών. Κι όμως, παρά τη διπλάσια, σχεδόν, αριθμητική τους δύναμη δεν μπόρεσαν να νικήσουν, δεδομένου ότι οι γερμανικές δυνάμεις ήταν πολύ πιο άρτια εξοπλισμένες και εκπαιδευμένες, έχοντας απέναντί τους έναν στρατό αποτελούμενο, σε μεγάλο μέρος, από αγύμναστους και με ανεπαρκή εξοπλισμό (Σ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», τόμος 1ος, σελ. 61.).

Γι' αυτό το γεγονός κορυφαίες ήταν οι ευθύνες της Αγγλίας. Οπως ευστόχως έχει σημειωθεί, «η οργάνωση της άμυνας της Κρήτης παρουσίαζε όλα τα μειονεκτήματα μιας εσπευσμένης προσπάθειας με ανεπαρκή μέσα, σε άνδρες αλλά κυρίως σε πολεμικό υλικό. Η ευθύνη της Αγγλίας για την άμυνα της μεγαλονήσου ήταν τεράστια και ανάλογη με το μέγεθος της καταστροφής. Την εγκληματική σχεδόν παραμέληση της αμυντικής οργανώσεως δεν μπορούσε να αναπληρώσει η γενναιότητα των ανδρών που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τη φοβερή γερμανική επίθεση, που εξαπολύθηκε από την ηπειρωτική Ελλάδα» («Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΕ, σελ. 452).

Οι κομμουνιστές στην πρώτη γραμμή

Από τα προαναφερόμενα, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι η άμυνα της Κρήτης στηρίχθηκε πρωτίστως στον πατριωτισμό των Ελλήνων, στον ηρωισμό των κατοίκων του νησιού και όσων είχαν φτάσει εκεί με την πρόθεση να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων. Τέτοια βεβαίως πρόθεση δεν είχε ο βασιλιάς Γεώργιος και η κουστωδία του, που τρεις μέρες μετά την έναρξη της επίθεσης εγκατέλειψαν το νησί και, με τη βοήθεια των Εγγλέζων, αποβιβάστηκαν στην Αίγυπτο.

Αντιθέτως προς τους εκπροσώπους της άρχουσας τάξης, οι κομμουνιστές που βρίσκονταν στο νησί πρωταγωνίστησαν για την υπεράσπισή του. Ανάμεσα τους και ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου στη Βουλή του 1936, που είχε αποδράσει από το στρατόπεδο εξορίστων της Κιμώλου. Ο Πορφυρογένης έπαιξε ηγετικό ρόλο στη δράση των κομμουνιστών για κινητοποίηση όλων των λαϊκών δυνάμεων υπέρ της άμυνας της Κρήτης και το ιστορικό του άρθρο, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Κρητικά Νέα» στις 16/5/1941, αποτελεί έναν από τους κορυφαίους τίτλους τιμής των κομμουνιστών και του κόμματός τους.

«Ο φασισμός - έγραφε μεταξύ άλλων στο άρθρο του ο Μ. Πορφυρογένης - γερμανικός και ιταλικός, ανέλαβε μια πρωτόφαντη σε ένταση και έκταση εκστρατεία για να υποδουλώσει ολόκληρο τον κόσμο στο ζυγό της φασιστικής κτηνωδίας και βαρβαρότητας (...). Στην καινούργια αυτή φάση του τιτάνιου αγώνα της Ελλάδας μας, όπου η Κρήτη γίνεται ο προμαχώνας της ελευθερίας, καθήκον του κάθε Ελληνα είναι να σταθεί άξιος στρατιώτης του μεγάλου και ιστορικού αυτού αγώνα, που οι συνέπειές του για το μέλλον του ελληνικού λαού θα 'ναι τεράστιες. Το ίδιο καθήκον πέφτει και πάνω στους κομμουνιστές (...). Στον αγώνα για την άμυνα της Κρήτης, που είναι αγώνας για την απελευθέρωση της Ελλάδας, οι κομμουνιστές πρέπει να 'ναι στις πρώτες γραμμές...» (Π. Ρούσου: «Η μεγάλη Πενταετία», τόμος Α΄, σελ. 53-54 και «Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης - Δοκίμιο», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 49).

Ο λαός της Κρήτης, άνδρες, γυναίκες, ακόμη και παιδιά, κι όσοι άλλοι απλοί Ελληνες βρέθηκαν εκεί, αγωνίστηκαν με αυταπάρνηση και αυτοθυσία. Γι' αυτό και οι κατακτητές - παρά το γεγονός ότι κατέλαβαν το νησί - προέβησαν σε πρωτοφανείς ωμότητες. Μέχρι τον Αύγουστο του 1941 υπολογίζεται ότι εκτέλεσαν πάνω από 2.000 πατριώτες, ξεθεμελίωσαν ολόκληρα χωριά και κωμοπόλεις, όπως η Κάνδανος, επειδή οι κάτοικοί τους είχαν αντισταθεί στη φασιστική επιδρομή. Επρόκειτο για έναν τραγικό επίλογο. Ομως, ο ελληνικός λαός πήρε το αίμα των παιδιών του πίσω οργανώνοντας την Εθνική του Αντίσταση κατά της φασιστικής κατοχής, με πρωτεργάτη, καθοδηγητικό νου και ραχοκοκαλιά τους κομμουνιστές.


Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ