Μέσα από την επιστημονική ανάλυση του Καρλ Μαρξ στο έργο του «Το Κεφάλαιο»
Προχωρεί η οικοδόμηση ενός νέου συστήματος δήθεν Κοινωνικής Ασφάλισης, που δεν έχει καμία σχέση με την ουσία της Κοινωνικής Ασφάλισης, σε συνδυασμό με τη λεγόμενη διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Διευθέτηση με κύριο χαρακτηριστικό τη δυνατότητα παράτασης της εργάσιμης μέρας πέρα από το 8ωρο, όταν υπάρχει μεγάλη ανάγκη αύξησης της παραγωγής και απλήρωτες υπερωρίες που θα δίνονται είτε ως ρεπό είτε ως άδεια. Στόχος είναι να ενταθεί η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, για να αυξηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου.
Μ' αυτές τις ρυθμίσεις καταργείται η κανονικότητα στην εργασία, καταργείται η σχέση ανάμεσα στην πληρωμένη και απλήρωτη εργασία και έτσι πέφτει η τιμή της εργατικής δύναμης.
Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας παραπέμπει στην ανάλυση του Μαρξ για το «χρονομίσθιο», αφού χάνεται η κανονικότητα της εργάσιμης μέρας και δεν πληρώνονται υπερωρίες. Ας το παρακολουθήσουμε:
«Η μονάδα μέτρου του χρονομίσθιου, δηλαδή η τιμή της μιας ώρας εργασίας, είναι το πηλίκον που προκύπτει, όταν η ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης διαιρεθεί με τον αριθμό των ωρών της συνηθισμένης εργάσιμης μέρας. (...) Επειδή αυτή η μονάδα μέτρου καθορίζεται από την αναλογία:
ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης
- - - - - - - - - - - - - - - - - -
εργάσιμη μέρα δοσμένου αριθμού ωρών
χάνει φυσικά κάθε έννοια, μόλις η εργάσιμη μέρα παύσει να 'χει έναν καθορισμένο αριθμό ωρών. Καταργείται η σχέση ανάμεσα στην πληρωμένη και απλήρωτη εργασία. Ο κεφαλαιοκράτης μπορεί τώρα να βγάζει από τον εργάτη μιαν ορισμένη ποσότητα υπερεργασίας, χωρίς να του παραχωρεί τον αναγκαίο για την αυτοσυντήρησή του χρόνο εργασίας. Μπορεί να εκμηδενίζει κάθε κανονικότητα στην απασχόληση και, απόλυτα σύμφωνα με την ευκολία, την αυθαιρεσία και το συμφέρον του της στιγμής, να εναλλάσσει την πιο τρομερή υπερβολική εργασία με τη σχετική ή ολοκληρωτική ανεργία. Με το πρόσχημα ότι πληρώνει την "κανονική τιμή της εργασίας", μπορεί να παρατείνει αφύσικα την εργάσιμη μέρα, χωρίς καμιά αντίστοιχη ισοστάθμιση για τον εργάτη. Σ' αυτό οφείλεται η πέρα για πέρα λογική εξέγερση (1860) των εργατών οικοδόμων του Λονδίνου ενάντια στην απόπειρα των κεφαλαιοκρατών να επιβάλουν αυτό το ωρομίσθιο. Ο περιορισμός με νόμο της εργάσιμης μέρας βάζει τέρμα σ' αυτή την ασχημία αν και δε βάζει φυσικά τέρμα στην υποαπασχόληση που πηγάζει από το συναγωνισμό των μηχανών, από την αλλαγή στην ποιότητα των χρησιμοποιουμένων εργατών, καθώς και από τις μερικές και γενικές κρίσεις. (σελ. 562 - 563) Υποσημείωση: Οι εργάτες οικοδόμοι του Λονδίνου, κριτικάροντας πολύ σωστά την κατάσταση, δήλωσαν στη διάρκεια της μεγάλης απεργίας και του λοκ άουτ του 1860 ότι δέχονται το ωρομίσθιο μόνο με δυο όρους: 1) Μαζί με την τιμή της μιας ώρας εργασίας να καθοριστεί μια κανονική εργάσιμη μέρα 9 ή 10 ωρών και η τιμή της ώρας της δεκάωρης εργάσιμης μέρας να είναι μεγαλύτερη από την τιμή της ώρας της εννιάωρης εργάσιμης μέρας. 2) Κάθε ώρα πέρα από την κανονική εργάσιμη μέρα να πληρώνεται σαν υπερωρία σχετικά καλύτερα» (σελ. 565).
Motion Team |
Στο δεύτερο τόμο του «Κεφαλαίου» σχετικά με την εργάσιμο χρόνο αναφέρει: «Η εργάσιμη μέρα είναι η φυσική μονάδα μέτρησης για τη λειτουργία της εργατικής δύναμης...» (σελ.153).
Σχετικά με τη φθορά της εργατικής δύναμης που δεν αναπληρώνεται, στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» αναφέρει:
«Οταν στο κλάσμα
ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης
- - - - - - - - - - - - - - - - - -
εργάσιμη μέρα
μεγαλώνει ο παρονομαστής, μεγαλώνει ακόμα πιο γρήγορα ο αριθμητής. Η αξία της εργατικής δύναμης, εξαιτίας της φθοράς της, μεγαλώνει όταν μεγαλώνει η διάρκεια της λειτουργίας της και μεγαλώνει σε μεγαλύτερη αναλογία από την αύξηση της διάρκειας της λειτουργίας της» (σελ.563 - 564).
Αλλά ο Μαρξ προσδιορίζοντας τη μέρα, δηλαδή 24ωρο, ως το χρόνο στη διάρκεια του οποίου μόνο μπορεί να αναπληρώνει πλήρως την εργατική του δύναμη αν η εργάσιμη μέρα είναι κανονική, προσδιόρισε και την αναγκαιότητα του ελεύθερου χρόνου και του περιεχόμενου που αυτός πρέπει να έχει στη διάρκεια της μέρας, ώστε να αναπληρώνεται κανονικά η εργατική του δύναμη. Ας το παρακολουθήσουμε από τον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου», (σελ. 243 - 244).
Motion Team |
Ετσι ο κεφαλαιοκράτης επικαλείται το νόμο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Προσπαθεί, όπως και κάθε άλλος αγοραστής, ν' αποσπάσει όσο το δυνατό μεγαλύτερο όφελος από την αξία χρήσης του εμπορεύματός του...». Από δω προκύπτει και η τάση της αύξησης της απλήρωτης υπερεργασίας.
Ταυτόχρονα ο Μαρξ ανέδειξε, («Το Κεφάλαιο», τ.1ος, σελ. 277 - 279 και 282 - 283) ότι η φθορά της εργατικής δύναμης από την αύξηση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, δεν αναπληρώνεται από την αντίστοιχη μείωση του εργάσιμου χρόνου, όταν δεν υπάρχει μεγάλη παραγωγή και δίνονται ρεπό ή άδειες ή ακόμη και δουλιά λιγότερες ώρες. Και ας φαίνεται ότι ο εργάτης δε χάνει τίποτα, ούτε σε μισθό, ούτε σε χρόνο εργασίας. Επομένως, εδώ έχουμε όχι απλά φθορά της εργατικής δύναμης που δεν αναπληρώνεται αλλά ανεπανόρθωτη ζημιά στην υγεία του εργάτη που οδηγεί στη μείωση της διάρκειας της ζωής του. Ας το παρακολουθήσουμε.
«"Τι είναι μια εργάσιμη ημέρα;". Πόσος είναι ο χρόνος που στη διάρκειά του το κεφάλαιο επιτρέπεται να καταναλώνει την εργατική δύναμη που πληρώνει την ημερήσια αξία της; Πόσο μπορεί να παραταθεί η εργάσιμη ημέρα πέρα από το χρόνο εργασίας που είναι αναγκαίος για την αναπαραγωγή της ίδιας της εργατικής δύναμης; Σ' αυτά τα ερωτήματα, όπως είδαμε, το κεφάλαιο απαντάει: η εργάσιμη ημέρα αριθμεί καθημερινά 24 ολόκληρες ώρες, εκτός από λίγες ώρες ανάπαυσης, που χωρίς αυτές η εργατική δύναμη είναι απολύτως ανίκανη να επαναλάβει την υπηρεσία της. Πρώτα - πρώτα είναι αυτονόητο πως σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του ο εργάτης δεν είναι τίποτ' άλλο από εργατική δύναμη, ότι επομένως όλος ο χρόνος που διαθέτει είναι φύσει και νόμω χρόνος εργασίας και γι' αυτό ανήκει στην αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου. Ο χρόνος για τη μόρφωση του ανθρώπου, για την πνευματική ανάπτυξη, για την εκπλήρωση κοινωνικών λειτουργιών, για την κοινωνική συναναστροφή, για το ελεύθερο παιχνίδι των φυσικών και πνευματικών δυνάμεων, ακόμα και ο ελεύθερος χρόνος της Κυριακής - κι ας είναι στη χώρα που γιορτάζουν ακόμα και το Σάββατο - όλα αυτά είναι καθαρή ανοησία! Το κεφάλαιο όμως, με το απεριόριστα τυφλό πάθος του και με την πείνα δράκου για υπερεργασία, σπάει όχι μόνο τα ηθικά, μα και τα φυσικά ανώτατα όρια της εργάσιμης ημέρας. Σφετερίζεται το χρόνο που είναι απαραίτητος για την ανάπτυξη, την εξέλιξη και τη διατήρηση της υγείας του σώματος. Ληστεύει το χρόνο που είναι απαραίτητος για την κατανάλωση καθαρού αέρα και ηλιακού φωτός. Τσιγκουνεύεται το χρόνο που είναι απαραίτητος για το φαγητό και όπου μπορεί τον ενσωματώνει στο ίδιο το προτσές παραγωγής, έτσι που τον εργάτη τον τροφοδοτούν με φαγητό σαν απλό μέσο παραγωγής, όπως τροφοδοτούν με κάρβουνο το ατμοκάζανο και με γράσο ή λάδι τις μηχανές. Τον υγιεινό ύπνο που είναι απαραίτητος για τη συγκέντρωση, την ανανέωση και το φρεσκάρισμα της ζωικής δύναμης, τον περιορίζει το κεφάλαιο σε τόσες ώρες απονάρκωσης, όσες είναι οπωσδήποτε απαραίτητες για να ξαναζωντανέψει ένας απόλυτα εξαντλημένος οργανισμός. Αντί τα όρια της εργάσιμης ημέρας να τα καθορίζει εδώ η φυσιολογική συντήρηση της εργατικής δύναμης, αντίστροφα η μεγαλύτερη δυνατή ημερήσια κατανάλωση της εργατικής δύναμης - όσο νοσηρά βίαιη και επίπονη κι αν είναι η κατανάλωση αυτή - καθορίζει τα όρια για το χρόνο ανάπαυσης του εργάτη. Το κεφάλαιο δε ρωτάει πόσο διαρκεί η ζωή της εργατικής δύναμης. Αυτό που το ενδιαφέρει είναι αποκλειστικά και μόνο το ανώτατο όριο εργατικής δύναμης που μπορεί να ρευστοποιηθεί μέσα σε μια εργάσιμη ημέρα. Το σκοπό αυτό τον πετυχαίνει ελαττώνοντας τη διάρκεια της εργατικής δύναμης, όπως ένας άπληστος γεωργός πετυχαίνει μια μεγαλύτερη απόδοση του εδάφους καταληστεύοντας τη γονιμότητά του.
Ετσι, με την παράταση της εργάσιμης ημέρας η κεφαλαιοκρατική παραγωγή, που είναι ουσιαστικά παραγωγή υπεραξίας, απορρόφηση υπερεργασίας, δεν προκαλεί απλώς το μαρασμό της ανθρώπινης εργατικής δύναμης, που της στερούν τους κανονικούς όρους της ηθικής και φυσικής ανάπτυξης και δραστηριότητάς της. Προκαλεί την πρόωρη εξάντληση και θανάτωση αυτής της ίδιας της εργατικής δύναμης. Παρατείνει για ένα ορισμένο διάστημα τον παραγωγικό χρόνο του εργάτη, συντομεύοντας το χρόνο της ζωής του.
Η αξία της εργατικής δύναμης όμως περιλαμβάνει την αξία των εμπορευμάτων που απαιτούνται για την αναπαραγωγή του εργάτη ή για την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης. Αν λοιπόν η παράταση της εργάσιμης ημέρας πέρα από τα φυσικά της όρια, που επιδιώκει κατ' ανάγκην το κεφάλαιο με την απεριόριστη τάση του ν' αυτοαξιοποιείται, συντομεύει τη διάρκεια της ζωής των ξεχωριστών εργατών και επομένως τη διάρκεια λειτουργίας της εργατικής τους δύναμης, γίνεται απαραίτητη η γρηγορότερη αναπλήρωση των φθαρμένων εργατικών δυνάμεων και επομένως η διάθεση μεγαλύτερων εξόδων φθοράς για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, ακριβώς όπως το μέρος της αξίας μιας μηχανής που πρέπει ν' αναπαράγεται καθημερινά είναι τόσο πιο μεγάλο, όσο πιο γρήγορα φθείρεται η μηχανή. Θα νόμιζε λοιπόν κανένας ότι το κεφάλαιο απ' αυτό το ίδιο του το συμφέρον τείνει προς μια κανονική εργάσιμη ημέρα...».
«Το κεφάλαιο, όμως, που έχει τόσο "σοβαρούς λόγους" ν' αρνιέται τα βάσανα της εργατικής γενιάς που το περιβάλλει σήμερα, καθορίζεται τόσο λίγο στην πραχτική κίνησή του από την προοπτική του μελλοντικού σαπίσματος της ανθρωπότητας, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση από το ασυγκράτητο ξεκλήρισμα του πληθυσμού, όσο και από την ενδεχόμενη πτώση της γης πάνω στον ήλιο. Κάθε φορά που γίνεται κάποια χρηματιστηριακή απάτη με τις μετοχές όλοι ξέρουν ότι κάποτε θα ξεσπάσει οπωσδήποτε η μπόρα, όμως ο καθένας ελπίζει ότι θα ξεσπάσει στο κεφάλι του διπλανού του, αφού ο ίδιος προηγούμενα θα 'χει συλλέξει τη χρυσή βροχή και θα την έχει μεταφέρει σε ασφαλές μέρος. Aprs moi le deluge! (Υστερα από μένα ας γίνει κατακλυσμός!) - είναι το σύνθημα κάθε κεφαλαιοκράτη και κάθε κεφαλαιοκρατικού έθνους. Γι' αυτό το λόγο το κεφάλαιο είναι ανελέητο απέναντι στην υγεία και στη διάρκεια ζωής του εργάτη, παντού όπου δεν το υποχρεώνει η κοινωνία να τις υπολογίζει. Στην κατηγορία για σωματικό και πνευματικό μαρασμό, για πρόωρο θάνατο και για το μαρτύριο της υπερβολικής εργασίας απαντάει: Μήπως θα 'πρεπε να μας βασανίζει αυτό το βάσανο μια και αυξάνει τις απολαύσεις (τα κέρδη) μας; Γενικά όμως αυτό δεν εξαρτιέται από την καλή ή κακή θέληση του ξεχωριστού κεφαλαιοκράτη. Ο ελεύθερος συναγωνισμός επιβάλλει στον ξεχωριστό κεφαλαιοκράτη σαν εξωτερικό αναγκαστικό νόμο τους εσωτερικούς νόμους της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής.
Ο καθορισμός μιας κανονικής εργάσιμης ημέρας είναι το αποτέλεσμα πάλης ανάμεσα στον κεφαλαιοκράτη και τον εργάτη που βάσταξε πολλούς αιώνες».