Ετσι έμειναν μόνιμα καρφωμένα στη μνήμη του τα σταυρωτά σίδερα των κελιών, οι υψηλοί σιδερόφραχτοι φεγγίτες, το παραθυράκι-χαφιές της απομόνωσης, τα συρματοπλέγματα.
Ολα αυτά, δηλαδή, που στην πρακτική έννοια και στο συμβολισμό τους έκλειναν τη ζωή από τον έξω κόσμο.
Αυτόν τον ήσυχο και βασανισμένο άνθρωπο τον βρήκαν μια φορά σκαρφαλωμένο στη μάντρα του σπιτιού, καθώς προσπαθούσε να ξεριζώσει τα κάγκελα που του θύμιζαν τα άλλα εκείνα κάγκελα που του στέρησαν τόσα χρόνια την ελευθερία.
Και όταν κάποια στιγμή είδε τον εγγονό του που τον είχαν μεταφέρει από την κούνια του στο ξύλινο κρεβατάκι, με τις προστατευτικές σανίδες, έτρεξε να το σώσει από τα κάγκελα.
Αργότερα βρήκε ανακούφιση ζωγραφίζοντας όπου έβρισκε, κάθετες και οριζόντιες ή πλέκοντας καλάμια, αντικαθιστώντας τον τρόμο με μια προσπάθεια φυγής προς την ελευθερία. Και ήταν φορές που χρωμάτιζε αυτές τις γραμμές με διάφορα χρώματα, όπως τότε που ο ήλιος σχημάτιζε ιριδισμούς, καθώς έμπαινε ψηλά από το φεγγίτη του κελιού.