Οι γενικότερες εξελίξεις στην τεχνολογία των ηλεκτρονικών επικοινωνιών αυξάνουν σημαντικά τις δυνατότητες για συνδυασμένη ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών. Δημιουργούν προϋποθέσεις αύξησης της παραγωγικότητας και επομένως μείωσης του εργάσιμου χρόνου, αναβάθμισης των υπηρεσιών Υγείας και Εκπαίδευσης, εύκολης πρόσβασης του εργαζόμενου στις δημόσιες υπηρεσίες.
Η αναγκαιότητα ανάπτυξης των ηλεκτρονικών επικοινωνιών είναι επομένως αυτονόητη. Εξίσου προφανείς είναι και ορισμένες ανάγκες που μπορούν να αποτελέσουν στόχους ανάπτυξης των ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε επιμέρους τομείς. Για παράδειγμα, στον τομέα της Υγείας η αξιοποίηση της τηλεϊατρικής για απομακρυσμένες νησιωτικές περιοχές, η διασύνδεση των νοσοκομείων, των ερευνητικών ινστιτούτων, των πανεπιστημίων, κλπ.
Θα μπορούσε κανείς να συνεχίσει αναδεικνύοντας σε κάθε επιμέρους τομέα ανάλογες ανάγκες και στόχους. Ομως, το στρατηγικό ερώτημα σχετικά με το μέλλον των ηλεκτρονικών επικοινωνιών είναι αν το καθολικό και βασικό δικαίωμα στην επικοινωνία πρέπει να αποτελεί εμπόρευμα ή, αντίθετα, πρέπει να κατοχυρωθεί ως κοινωνικό αγαθό.
Με άλλα λόγια, το ζήτημα είναι από ποιον και προς όφελος ποιου θα αναπτυχθούν οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες. Σήμερα στη χώρα μας και στην ΕΕ η απάντηση δίνεται με γνώμονα τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου. Στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, η αύξηση των δυνατοτήτων που γεννά η νέα τεχνολογία στη σφαίρα της παραγωγής και του εμπορίου (αύξηση παραγωγικότητας, διασύνδεση, διαχείριση και οργάνωση μονάδων παραγωγής, επαφή με πελάτες και προμηθευτές, κλπ.) αποτελεί πεδίο ανταγωνισμού των μονοπωλιακών ομίλων και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Η ευρωενωσιακή στρατηγική, που συμπυκνώνεται στις κατευθύνσεις της Λισαβόνας, στην οδηγία-πλαίσιο της «απελευθέρωσης» των επικοινωνιών 2002/21/ΕΚ και στο πλαίσιο «i-2010» για την Κοινωνία της Πληροφορίας, προσπαθεί να αντιμετωπίσει προβλήματα υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους στην ευρωενωσιακή αγορά και στόχο έχει:
Στην ουσία, η στρατηγική της ΕΕ επιχειρεί να διαχειριστεί ορισμένες εγγενείς και μόνιμες αντιθέσεις και αντιφάσεις του πλαισίου της καπιταλιστικής απελευθέρωσης, απ' τη σκοπιά των συμφερόντων του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, προσπαθεί να διαχειριστεί:
Το ΠΑΣΟΚ διαγωνίζεται με τη ΝΔ σχετικά με την ταχύτητα υλοποίησης των κοινοτικών κατευθύνσεων. Από κοινού ορκίζονται στη νέα θεότητα της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας συγκαλύπτοντας το ερώτημα «ποιος καρπώνεται τα οφέλη». Ο ΣΥΝ συμφωνεί με το υπάρχον πλαίσιο και εκφράζει την αντιφατική απαίτηση για σταδιακή «απελευθέρωση» της αγοράς αλλά και ταχύτερη εναρμόνιση με τις κοινοτικές οδηγίες.
Ωστόσο, η πραγματικότητα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη αποκαλύπτει πως οι προαναφερόμενες εξελίξεις οξύνουν την αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στις δυνάμεις της εργασίας.
Η αποδοτικότητα κεφαλαίου το 2002 έφτασε στο 22% για τις εγχώριες εταιρίες τηλεπικοινωνιών και στο 11,7% για τις εταιρίες πληροφορικής, έναντι 8,1% για το σύνολο της μεταποίησης.
Ομως, αυτή η αύξηση δε μεταφράζεται σε όφελος της λαϊκής κατανάλωσης, ούτε φυσικά των εργαζομένων του κλάδου. Οπως στους ευρωπαϊκούς ομίλους, έτσι και στον ΟΤΕ έχουμε σταθερή μείωση εργαζομένων ανά συγκεκριμένο τομέα εργασίας (μείωση κατά 6.000 την περίοδο '96-'01, σχέδιο Horizon της McKinsey για την επιτάχυνση της «εθελούσιας εξόδου» άλλων 5.000 κλπ.), ενώ στην Ιντρακόμ είχαμε ήδη τα πρώτα 420 θύματα της δήθεν «εθελούσιας εξόδου» και την προσπάθεια επιβολής της αύξησης του χρόνου εργασίας με το φόβητρο των νέων απολύσεων. Σύμφωνα με το Διεθνές Γραφείο Εργασίας (ILO), κατά την πρώτη φάση της «απελευθέρωσης» ('90-'96) είχαμε συνολική μείωση προσωπικού κατά μέσο όρο 10% στους μεγάλους ευρωενωσιακούς ομίλους και ιδιαίτερα στην Ισπανία, στην Ιταλία και στη Γερμανία. Μείωση προσωπικού πλήρους απασχόλησης καταγράφεται στους περισσότερους ομίλους και την τελευταία τριετία.
Την ίδια στιγμή η μυθοπλασία περί της δήθεν ευεργετικής επίδρασης του ανταγωνισμού στη σταδιακή μείωση των τιμών συγκαλύπτει αφ' ενός την αύξηση των τιμών στην αρχική φάση της απελευθέρωσης (κατά 143% στην αστική κλήση του ΟΤΕ την περίοδο 1999-2001) και αφ' ετέρου την επίδραση της αύξησης της παραγωγικότητας στον κλάδο, η οποία έπρεπε να οδηγεί σε μεγάλη ελάφρυνση της λαϊκής κατανάλωσης. Οι όμιλοι έχουν τη δυνατότητα να σχηματίζουν καρτέλ και να επιβάλλουν μονοπωλιακές τιμές αυξάνοντας την κερδοφορία τους. Κατά μέσο όρο στην ΕΕ 3 όμιλοι νέμονται τη μερίδα του λέοντος ανά εγχώρια αγορά των κρατών-μελών (10η Εκθεση). Οι όποιες ρυθμιστικές παρεμβάσεις του κράτους (υπουργείο, ΕΕΤΤ), δεν αφορούν στην προστασία του λαϊκού καταναλωτή, αλλά στη ρύθμιση της αναλογίας κερδών και μεριδίων αγοράς μεταξύ του πρώην κρατικού μονοπωλίου και των επίδοξων ιδιωτών ανταγωνιστών του. Για παράδειγμα, πόσο θα κερδίσει ο καταναλωτής εργαζόμενος απ' τη μείωση κατά 20% των τελών διασύνδεσης που απαίτησε η ΕΕΤΤ απ' τον ΟΤΕ το 2004;
Το ευρωενωσιακό πλαίσιο περιορίζει δραματικά το περιεχόμενο της καθολικής υπηρεσίας σε προσιτή τιμή μόνο στη σταθερή τηλεφωνία, στην εποχή των απαιτήσεων της ευρυζωνικής πρόσβασης. Υπόσχεται, δηλαδή, το 2005 την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών του 1960.
Παράλληλα, δε διασφαλίζει καμία ουσιαστική προστασία των προσωπικών δεδομένων του χρήστη απ' την αυθαίρετη συγκέντρωση, επεξεργασία και την ιδιωτική εμπορία τους (απ' την κίνηση της πιστωτικής κάρτας μέχρι τον ηλεκτρονικό φάκελο υγείας). Η συγκατάθεση του χρήστη για οποιαδήποτε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων δε θεωρείται πάντοτε υποχρεωτική. Ηδη το 2004 η Εισαγγελία Αθηνών άσκησε ποινικές διώξεις για εμπόριο ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων κατά 40 εκπροσώπων ιδιωτικών και δημόσιων εταιριών. Την ίδια χρονιά έρευνα της αμερικανικής εταιρίας «Earthlink» παρουσίασε 28 προγράμματα λογισμικού που ενεργοποιούνται εν αγνοία των χρηστών και καταγράφουν δραστηριότητές τους (Spy ware). Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση με το ΠΔ 47/2005 νομιμοποίησε επίσημα την άρση του απορρήτου για κάθε μορφή επικοινωνίας, στο όνομα της «προστασίας της εθνικής ασφάλειας».
Η σχεδιαζόμενη απ' την κυβέρνηση νέα ρύθμιση για τα δικαιώματα και τα «τέλη διέλευσης» που διευκολύνει την εγκατάσταση εναλλακτικών δικτύων των ομίλων μέσα στους δήμους, πέρα απ' την περιφρόνηση της γνώμης των τοπικών κοινωνιών, αντανακλά και αδιαφορία για την πρόσθετη επικίνδυνη έκθεση των κατοίκων στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Χαρακτηριστική είναι η με αριθ. 1264/2005 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με την παράνομη εγκατάσταση των περισσότερων κεραιών των δικτύων κινητής τηλεφωνίας.
Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, οι βασικές παράμετροι λύσης του προβλήματος είναι ορατές. Απ' τη μια το κράτος καλείται από όλους να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία της αναγκαίας υποδομής, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί και τη μεγαλύτερη αγορά σχετικών υπηρεσιών. Απ' την άλλη, η ανάπτυξη της νέας τεχνολογίας εδράζεται και οδηγεί σε ολοένα και μεγαλύτερη κοινωνικοποίηση της παραγωγής, που τα αποτελέσματά της καρπώνονται οι μονοπωλιακοί όμιλοι.
Εχουν επομένως ωριμάσει οι αναγκαίες αντικειμενικές προϋποθέσεις πολιτικής διεξόδου με γνώμονα τις λαϊκές ανάγκες και όχι το καπιταλιστικό κέρδος, δηλαδή η κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής και ο συνδυασμός του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας και του εργατικού ελέγχου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της λαϊκής οικονομίας, ο ενιαίος κρατικός φορέας επικοινωνιών μπορεί να διασφαλίσει τη συνδυασμένη ικανοποίηση του συνόλου των λαϊκών αναγκών.
Συγκεκριμένα, ο ενιαίος κρατικός φορέας μπορεί:
Ο δρόμος που προτείνουμε είναι βέβαια δύσκολος με βάση το σημερινό συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία. Ομως, εδράζεται στις λαϊκές ανάγκες και γι' αυτό είναι απόλυτα ρεαλιστικός.