«ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟΣ»
Μια «νέα» όψη της ιμπεριαλιστικής απολογητικής

Εκτενή αποσπάσματα από το άρθρο με τίτλο «Πλευρές του αντικομμουνισμού στην Ιστοριογραφία και την Πολιτική», που δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2/2005

Κυριακή 22 Μάη 2005

Σκελετωμένα παιδιά της Κατοχής (1941-1944)
...Η «αναθεώρηση» της Ιστορίας, που τόσο προβάλλεται από ακαδημαϊκούς δασκάλους και εφημερίδες, πήρε πολύ πιο συγκεκριμένες διαστάσεις στην Ελλάδα, κυρίως μετά το συνέδριο του Βόλου (Οκτώβρης 2000), όπου ο Στάθης Καλύβας αρχίζει να προβάλλει τη «ριζοσπαστική» του επιστημονική έρευνα.

Μια έρευνα, που - εκτός των άλλων - επιδιώκει να πείσει ότι η ιστορική έρευνα δεν μπορεί να δώσει συνολικές απαντήσεις και συμπεράσματα για το παρελθόν, δεν μπορεί να εξετάζει το «γενικό» και το μόνο που μπορεί και πρέπει να κάνει είναι να ερευνά το «μερικό», δηλαδή μόνον επιμέρους πτυχές της πραγματικότητας, ώστε από το άθροισμα των μερικών να προκύψει το αληθινό γενικό και συνολικό...

Ωστόσο, μεγαλύτερη προβολή φαίνεται ότι απολαμβάνει ένας επίτιμος καθηγητής Ιστορίας σε Κολέγιο του Λονδίνου, ο Mark Mazower, που από το 1994 έως το 2002 έχει εκδώσει στην Ελλάδα (μεταφρασμένα από τα αγγλικά) 4 βιβλία. Οι αντιλήψεις του περί (ανα)θεώρησης της Ιστορίας γίνονται ακόμα πιο ξεκάθαρες το 2000, όταν αναλαμβάνει την επιμέλεια ενός τόμου «After the War Was Over»1...

Η «ριζοσπαστική» μεθοδολογία της «νέας» σχολής αμφισβητεί ξανά πράγματα αποδεδειγμένα, ένα κατακτημένο πλέον επιστημονικό επίπεδο. Ομως, δεν υπάρχει ανάγκη να βάλουμε το δάχτυλο στην πρίζα για να μάθουμε ότι το ρεύμα μπορεί να σκοτώσει. Ο τρόπος που ο Στ. Κ. και οι υποστηρικτές του εξετάζουν το παρελθόν ίσως να είναι ο μόνος που μπορεί να στηρίξει τα συμπεράσματα που θέλουν να βγάλουν (το ΚΚΕ τρομοκρατούσε, ήταν αποκομμένο από τις πραγματικές ανάγκες της πλειοψηφίας των απλών ανθρώπων, σταθερή και κύρια πρόθεσή του ήταν η ένοπλη σύγκρουση για την κατάληψη της εξουσίας και οι απάνθρωπες σφαγές του υποχρέωσαν τους απλούς ανθρώπους να ανταπαντήσουν με άλλες ένοπλες ομάδες κ.ά.), δεν ανταποκρίνεται όμως καν στα καταγεγραμμένα γεγονότα.

Γυναικόπεδα επευφημούν τους σοβιετικούς απελευθερωτές
Για λόγους συντομίας, θα περιοριστούμε στο ζήτημα της ένοπλης αντίστασης, που αποτελεί βασική παράμετρο σ' αυτά που γράφει ο Στ. Καλύβας.

Η μεθοδολογία του τον οδηγεί πρώτ' απ' όλα στην απομόνωση της ένοπλης πάλης απ' όλες τις άλλες κοινωνικές εξελίξεις και στη μεταφυσική αναγωγή της σε μοναδικό ιστορικό φαινόμενο της εποχής:

Υποτιμάται, αν δεν αποσιωπάται πλήρως, ο χαρακτήρας του πολέμου, η τριπλή φασιστική κατοχή της Ελλάδας και οι πολύπλευρες δυσμενείς επιπτώσεις της για το λαό (με αποκορύφωμα τη λιμοκτονία πάνω από 300.000 ανθρώπων). Κατ' αυτόν τον τρόπο, είναι εύκολο να αγνοηθεί ο χαρακτήρας και ο ρόλος των κατοχικών κυβερνήσεων, σε ποιους μηχανισμούς (των στρατιωτικών συμπεριλαμβανομένων) στηρίχτηκαν, καθώς και η επίδραση που άσκησαν στην κοινωνία οι πολιτικοί σχηματισμοί που στήριξαν ή εναντιώθηκαν στην Κατοχή.

Αποσιωπούνται (και όχι, βέβαια, από άγνοια) οι κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες που προηγήθηκαν της ένοπλης (δηλαδή ποιοτικά ανώτερης μορφής) απελευθερωτικής πάλης (και όχι απλά «ένοπλες συρράξεις»), που βρίσκονταν σε συνεχή αλληλεπίδραση με αυτήν και αποτέλεσαν βασική προϋπόθεση για την επιτυχή της έκβαση. Ωσάν το Εργατικό ΕΑΜ, η ΕΠΟΝ, η Αλληλεγγύη να υπήρχαν σε άλλο πλανητικό σύστημα...

Φυσική απόρροια των παραπάνω είναι και η αποσιώπηση της ταξικής διάστασης (ποιες κοινωνικές δυνάμεις τάχθηκαν με ποιον)...

Η «ιστορία της καθημερινότητας» και οι αυθεντικοί εκφραστές της

Κατά τη γνώμη μας, η «έρευνα» του Στ. Κ. είναι η πιο προωθημένη θέση ενός ρεύματος, που ο Μ. Μαζάουερ προσπαθεί να αναδείξει σε κυρίαρχο και στην ελληνική ιστοριογραφία, αφού έχει ήδη κάνει θραύση στο χώρο της Δυτικής Ευρώπης εδώ και δεκαετίες. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στην εισαγωγή του στο σύγγραμμα, στο οποίο αναφερόμαστε, ο Μαζάουερ χρησιμοποιεί αυτούσιο το γερμανικό όρο Alltagsgeschichte (ιστορία της καθημερινότητας), δίνοντας έμφαση σε μια γερμανική «σχολή» που αναδείχτηκε ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του '80, η υποτιθέμενη επιστροφή του ατόμου στο προσκήνιο της ιστορικής μελέτης ενοποιήθηκε με τη «σχολή» της «ιστορίας της καθημερινότητας».

Το ότι ο όρος «Alltagsgeschichte» στερείται επιστημονικής ακρίβειας και το γεγονός ότι δεν υπάρχει αντίστοιχη «σχολή» με την ακριβή έννοια, αναγνωρίζεται και από τους ίδιους τους οπαδούς της: Η «καθημερινότητα» (Alltag) χαρακτηρίζεται ως «συναθροιστικός όρος για διαφορετικές φόρμες και προσεγγίσεις των καθημερινών εμπειριών ανθρώπων» 2. Στόχος αυτής της «σχολής», όσο κι αυτής της «ιστορίας της ιδιοσυγκρασίας» (Mentalitatsgeschichte), ασχολούμενες αρχικά κατά κύριο λόγο με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (ίσως γιατί συνειδησιακά και συναισθηματικά αυτός ο πόλεμος αντιμετωπίζεται από τις πλατιές μάζες με μια σχετικά μεγαλύτερη απάθεια) και μετά με το Δεύτερο, είναι να αναδείξουν επιμέρους πλευρές εξελίξεων, επιμέρους γεγονότα ή ακόμα και επιμέρους αντιλήψεις και συναισθήματα ομάδων και ατόμων (π.χ. φαντάρων, οικογενειών που μέλη τους βρίσκονται στο μέτωπο, εργατών σε μια επιχείρηση κλπ.) σε κύριο παράγοντα της ιστορικής εξέλιξης. Της προσδίδουν, μάλιστα, την «επαναστατική» ονομασία «ιστορία από τα κάτω» 3.

Αυτονομούν και αυτοί το «μερικό» από το «γενικό» και προσπαθούν να το αναδείξουν σε κύριο παράγοντα των ιστορικών, αλλά και γενικότερα των κοινωνικών εξελίξεων. Ασχολούμενοι μ' αυτόν τον τρόπο με τους δυο καταστροφικότερους πολέμους της ιστορίας της ανθρωπότητας, πολύ ευκολότερα μπορεί να αποσιωπηθεί ο χαρακτήρας του ιμπεριαλισμού, ο ρόλος της χρηματιστικής ολιγαρχίας και των πολιτικών της εκφραστών στην εξόντωση λαών.

Η βία (όπως και στον Στ. Καλύβα) αυτονομείται από το ερώτημα ποια κοινωνική τάξη την επιδιώκει κάθε φορά και για ποιο σκοπό. «Χάνει» τις κοινωνικές της αιτίες και ο πόλεμος στην προκειμένη περίπτωση εμφανίζεται ως μεταφυσικό πεπρωμένο, ως αποτέλεσμα σταδιακής όξυνσης προσωπικών παθών και συγκρούσεων.

Οταν το 1961 ο Φριτς Φίσερ τόλμησε στο έργο του 4 να θέσει ως πρώτος μη κομμουνιστής στη Γερμανία το ζήτημα της πρωταρχικής ευθύνης της Γερμανίας για τον πρώτο πόλεμο (άσχετα από το πώς εμείς κρίνουμε συνολικά το βιβλίο αυτό), ξέσπασε η λεγόμενη «διαμάχη των ιστορικών», με την εμπλοκή και του επίσημου δυτικογερμανικού πολιτικού κατεστημένου, ακόμα και του τότε καγκελάριου (Λ. Ερχαρντ) και του υπουργού Αμυνας (Γ. Στράους).

Η διαμάχη αυτή οδήγησε τελικά, μετά από μια εικοσαετία περίπου, στην αποδοχή της θέσης του Φίσερ από το μεγαλύτερο μέρος της δυτικογερμανικής ιστοριογραφίας. Σ' αυτό, βέβαια, είχαν συμβάλει τόσο η ιστοριογραφία στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία (ΓΛΔ), όσο και η σταθερή δέσμευση του σοσιαλιστικού κράτους να μην ξεκινήσει ποτέ ξανά πόλεμος από γερμανικό έδαφος.

Οταν, όμως, άρχισε να διαφαίνεται η μεγάλη πιθανότητα προσάρτησης της ΓΛΔ, η συζήτηση περί ευθυνών δεν ικανοποιούσε τη γερμανική χρηματιστική ολιγαρχία, στη φάση μάλιστα της προετοιμασίας της και για είσοδο σε καινούριους πολέμους. Το ότι την ίδια περίοδο αυτές οι σχολές έχαιραν μεγάλης εκτίμησης, ιδιαίτερα στον επίσημο Τύπο του γερμανικού στρατού και στα περιοδικά πολεμικής ιστορίας, κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι.

Για όσους οι παραπάνω «ιστορικές αλήθειες» δε φαντάζουν και τόσο πειστικές, οι «σχολές» που αναφέραμε διαθέτουν κι άλλες παραλλαγές στο απολογητικό τους μενού:

Ο Πρώτος Πόλεμος ήταν αποτέλεσμα της «μοιραίας συνάντησης» της ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης με τους «ιμπεριαλιστικούς» πόθους των στρατοκρατών σε διάφορες μεγάλες χώρες και των «εθνικισμών» των αντίστοιχων λαών, με επίσης δεδομένη τη μοιραία «ανικανότητα των ευρωπαϊκών ηγετικών στρωμάτων να αναγνωρίσουν ή να αποδεχτούν στρατιωτικούς νεοτερισμούς και κοινωνικές εντάσεις» 5. Υποστηρίζουν, λοιπόν, ότι οι «εθνικισμοί» ώθησαν τη σοσιαλδημοκρατία στη στήριξη του πολέμου κι όχι η συνειδητή της ένταξη και στήριξη του ιμπεριαλιστικού συστήματος! Αποκρύπτουν ότι τα αίτια ύπαρξης των «στρατοκρατών» είναι η ανάγκη προώθησης και επιβολής με όλα τα μέσα των συμφερόντων του κεφαλαίου, την ταξική σύνδεση μεταξύ της οικονομικής κυριαρχίας και της στρατιωτικής οργάνωσης και επιθετικότητας της πολιτικής εξουσίας.

Μελετώντας το «ειδικό», επιλέγεται συνειδητά η αγνόηση της πρωταρχικής αιτίας των ιμπεριαλιστικών πολέμων: Το «μοιραίο» βίαιο ξαναμοίρασμα της παγκόσμιας τράπουλας (νέες σφαίρες επιρροής και νέες αγορές για την εξασφάλιση πρώτων υλών και τη διάθεση κεφαλαίων και εμπορευμάτων), ως προσαρμογή - αντιστοίχιση στις ανακατατάξεις και στις νέες ισορροπίες εντός του ιμπεριαλιστικού συστήματος!

Εντελώς «συμπτωματικά», η ίδια η σημερινή γερμανική σοσιαλδημοκρατία αξιοποιεί αυτήν την εκδοχή για τα αίτια του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία: Οχι τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της Γερμανίας και των ΗΠΑ, αλλά οι «εθνικισμοί» έφεραν τον πόλεμο! Και για τον πόλεμο στο Ιράκ φταίει ο «κακός», «θρησκόληπτος» Μπους!

Στο ίδιο μοτίβο εντάσσεται και ο Β` Παγκόσμιος Πόλεμος. Απολυτοποιώντας μια προπαγανδιστική φράση του στρατηγού Ντε Γκολ (κατά το διάστημα της εξορίας του στην Αγγλία) περί του «τριαντακονταετούς πολέμου του 20ού αιώνα», ενοποιούν τους δύο πολέμους, όχι σε σύνδεση με τη φύση του καπιταλισμού και τις επεκτατικές του τάσεις, όχι σε σχέση με την ανάγκη του γερμανικού μονοπωλιακού κεφαλαίου να αποκτήσει μεγαλύτερο κομμάτι της παγκόσμιας αγοράς, αλλά σε σχέση με «τις ανικανοποίητες φιλοδοξίες της γερμανικής στρατοκρατίας».

Ο «ιστορικός ρεβανσισμός» - Η αναγέννηση της «θεωρίας του ολοκληρωτισμού»

Οι Μαζάουερ, Καλύβας και Σία, θέλοντας με καθυστέρηση μιας δεκαπενταετίας να εισάγουν και στην Ελλάδα τις «νέες» απολογητικές αντιλήψεις στην ιστοριογραφία, ήταν υποχρεωμένοι να τις «επικαιροποιήσουν», λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τους το «νέο» ρεύμα που αποκαλούμε «ιστορικό ρεβιζιονισμό» (Geschichtsrevisionismus).

Το ρεύμα αυτό στην ουσία του δεν είναι τίποτ' άλλο από μια αναγέννηση του δόγματος του ολοκληρωτισμού. Τα χρονικά όρια που χωρίζουν το παλιό με το νεότερο δόγμα είναι δυσδιάκριτα.

Η «αυθεντική» θεωρία του ολοκληρωτισμού ξεκίνησε ως πολιτική απολογητική μιας συγκεκριμένης μορφής άσκησης της δικτατορίας του κεφαλαίου πάνω στο προλεταριάτο και τα άλλα λαϊκά στρώματα (της αστικής δημοκρατίας), που, αποσιωπώντας τον ταξικό χαρακτήρα του φασισμού ως μια άλλη μορφή αστικής εξουσίας, αντιπαραβάλλει από κοινού το φασισμό και τη σοσιαλιστική εξουσία («κόκκινο φασισμό») με τη «δυτική δημοκρατία».

Εμφανιζόμενη κατά την περίοδο της ανόδου του ιταλικού και γερμανικού φασισμού, εξυπηρετούσε την αστική τάξη στην πάλη της με το εργατικό - κομμουνιστικό κίνημα για το κέρδισμα μικροαστικών στρωμάτων, στην προσπάθειά της δηλαδή στις συγκεκριμένες συνθήκες να αποτρέψει τη συγκρότηση αντιφασιστικών μετώπων με τους κομμουνιστές.

Ο αστός πολιτικός Τζιοβάνι Αμέντολα (στον οποίο αποδίδεται συχνά η πατρότητα του όρου) αρχικά χρησιμοποίησε τον όρο «ολοκληρωτικό» (totalitario), ένα χρόνο μετά την άνοδο του ιταλικού φασισμού στην εξουσία, για να προσδιορίσει το σύστημα που ήθελε να εγκαθιδρύσει ο Μουσολίνι. Λίγο αργότερα όμως, θα αναπτύξει περισσότερο το συλλογισμό του, περιγράφοντας, τόσο το φασισμό, όσο και τον κομμουνισμό ως «ολοκληρωτική αντίδραση στο φιλελευθερισμό και τη δημοκρατία». Την ίδια εποχή, ο ιερέας Ντον Λουίτζι Στούρτσο 6 ήταν αναλυτικότερος. Η μόνη διαφορά που εντόπιζε ήταν ότι «ο μπολσεβικισμός είναι μια κομμουνιστική δικτατορία ή ένας αριστερός φασισμός και ο φασισμός είναι μια συντηρητική (sic!) δικτατορία ή ένας δεξιός μπολσεβικισμός» 7. Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες εμφανίστηκαν πολύ πιο «προχωρημένοι» στις εκλογές του 1932, αναγράφοντας σε εκλογικό πλακάτ, μεταξύ άλλων, τα παρακάτω: «κομμουνιστές και εθνικοσοσιαλιστές παλεύουν μαζί (...). Τους ενώνει η ίδια τρομοκρατία, τα ίδια ψέματα, το ίδιο μίσος. (...) Οποιος εκλέγει κομμουνιστικά, εκλέγει εθνικοσοσιαλιστικά» 8.

Η έναρξη του Β` Παγκόσμιου Πολέμου ανέκοψε την τάση επιβολής αυτού του πολιτικού δόγματος ως κυρίαρχου. Δεν μπορούσε, άλλωστε, να βρει λαϊκό έρεισμα, σε μια περίοδο που το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, με το όπλο στο χέρι, με τον πρωτοπόρο πολιτικό του ρόλο στην αντιφασιστική συσπείρωση (αντιφασιστικά μέτωπα) και με το τρανό παράδειγμα της θυσίας εκατοντάδων χιλιάδων κομμουνιστών σ' αυτόν τον πόλεμο, είχε κατακτήσει στην πράξη τη συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων. Η αναγκαστική αποδοχή από τις ιμπεριαλιστικές «συμμαχικές δυνάμεις» του πρωτεύοντος ρόλου της ΕΣΣΔ και του ΚΚΣΕ στην έκβαση του πολέμου κατά των δυνάμεων του Αξονα δεν μπορούσε να συμβαδίσει με την καλλιέργεια τέτοιων αντιλήψεων.

Το πέρασμα, όμως, στην περίοδο του «Ψυχρού Πολέμου» έφερε, εκτός των άλλων, και το δόγμα αυτό ξανά στο προσκήνιο του θεωρητικού και πολιτικού οπλοστασίου του ιμπεριαλισμού. Οσο «πειστικότερα» εξισώνονταν ο κομμουνισμός με το φασισμό, τόσο ευκολότερα μπορούσαν να επιβληθούν και τα απαιτούμενα μέτρα στην κατεύθυνση της επανεγκαθίδρυσης της απόλυτης κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού. Σ' αυτές τις θεωρίες στηρίχτηκε κατά μεγάλο μέρος η αντικομμουνιστική υστερία (από την επιτροπή αντιαμερικανικών υποθέσεων του Μακάρθι μέχρι την απαγόρευση κομμουνιστικών κομμάτων ανά την υφήλιο - της «δημοκρατικής» Δυτικής Ευρώπης συμπεριλαμβανομένης - «και των παραφυάδων αυτών» (συνδικάτα, φιλειρηνικά κινήματα κλπ.).

Εξισώνοντας τη δικτατορία του προλεταριάτου (την πιο προωθημένη μορφή δημοκρατίας) με το φασισμό, δημιουργείται αυτόματα και η «απαίτηση» της αντιμετώπισής της με τα ίδια ή τουλάχιστον με παρόμοια μέσα: καταστολή της «πέμπτης φάλαγγας» (ή του «εσωτερικού εχθρού») στην ενδοχώρα (βλέπε κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα) και οικονομικές θυσίες από τα λαϊκά στρώματα για ασύλληπτους εξοπλισμούς για το χτύπημα του «εξωτερικού εχθρού». Ακόμα και οι απανταχού «προληπτικές» ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις έβρισκαν στήριγμα σ' αυτούς τους συλλογισμούς. Από την «πρωτοπόρα» και «αριστερού» προφίλ Χάνα Αρεντ (Hannah Arendt) και το αγγλικό της σύγγραμμα «Στοιχεία και καταβολές ολοκληρωτικής εξουσίας» (1951), το «κλασικό» πια «Ολοκληρωτική δικτατορία και δεσποτισμός» (Totalitarian Dictatorship and Autocracy) των Carl Joachim Friedrich και Zbigniew Brzezinski (1956) μέχρι τους επιγόνους τους των δεκαετιών '60-'70, τα παραπάνω παραμένουν κοινά και αναλλοίωτα χαρακτηριστικά .

Ο «νέος» ρόλος του ιστορικού αναθεωρητισμού την περίοδο της προσωρινής νίκης της αντεπανάστασης

Μετά από μια σχετική κάμψη που βίωσε το «ρεύμα» του «ολοκληρωτισμού» τη δεκαετία του '70, κάμψη που σχετίζεται άμεσα με την ιμπεριαλιστική πολιτική «προσέγγισης» των σοσιαλιστικών χωρών και με τη σχετική ύφεση που επιτεύχθηκε στον τομέα των πυρηνικών εξοπλισμών, η δεκαετία του '80 (ιδιαίτερα από τα μέσα της και μετά) αποτέλεσε την απαρχή της «ανανέωσής» του με τη μορφή του ρεβιζιονισμού (αναθεωρητισμού).

Η μόνη ποιοτική διαφορά (αλλά αρκετά ανησυχητική για πολλούς ιστορικούς, ακόμα και πέρα των ορίων της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας) είναι ότι παύει πλέον να αξιοποιείται η συγκριτική μεθοδολογία για την ανάδειξη των «ομοιοτήτων» των «δύο τύπων ολοκληρωτισμού» και καλλιεργείται η ιδέα ότι ο «κόκκινος ολοκληρωτισμός», αν δεν ήταν χειρότερος, ήταν τουλάχιστον ο «πρωταρχικός», που αναγκαστικά επέφερε ως αντίδραση το φασιστικό «ολοκληρωτισμό».

Χαρακτηριστικά για τα παραπάνω είναι τα όσα γράφει ένας από τους πιο επιφανείς Γερμανούς «ιστορικούς αναθεωρητές», ο Ερνστ Νόλτε (Ernst Nolte). Ξεκινώντας με την προσπάθεια σχετικοποίησης («εξανθρωπισμού» θα μπορούσαμε να πούμε) μέσω της ανάδειξης απάνθρωπων (όχι όμως και πάντα πραγματικών) ενεργειών άλλων εθνών, καταλήγει στα «ρηξικέλευθα» συμπεράσματα ότι η ιστορία του φασισμού είναι υποκειμενική, μιας και γράφτηκε από τους νικητές (γι' αυτό, άραγε, τι έχει να πει ο Στ. Καλύβας;), ότι ο μαρξισμός και ο κομμουνισμός μεταβίβασαν στο φασισμό μεθόδους και πρότυπα, ότι ο φασισμός είναι αντίγραφο του κομμουνισμού, κλπ. Οι απόψεις του φαίνονται ξεκάθαρα στις ρητορικές ερωτήσεις που θέτει: «Δεν ήταν το αρχιπέλαγος GULag προγενέστερο του Αουσβιτς; Δεν ήταν οι "ταξικές δολοφονίες" το λογικό και πραγματικό πρότερο της "φυλετικής δολοφονίας" των εθνικοσοσιαλιστών; Μήπως το Αουσβιτς στηρίζονταν σε ένα παρελθόν που δεν ήθελε να εξαλειφθεί;» 9.

Το γεγονός ότι διαβάζοντας κανείς το περιβόητο «Ο αγών μου» βλέπει ξεκάθαρα ότι ο Χίτλερ ήταν αντισημίτης τουλάχιστον από το 1914, δεν εμποδίζει τον Ε. Νόλτε να πιστεύει ότι η «αντιιδεολογία» του αντισημιτισμού ήταν αντίδραση στο μπολσεβικισμό (που στα 1914, όχι μόνο δεν είχαν εξουσία, αλλά και φαίνονταν να είναι μακριά από μια τέτοια πιθανότητα).

Το πιο «προχωρημένο» σημείο στα έργα του Νόλτε, που συγγενεύει και με τις θέσεις του Στ. Καλύβα, είναι η φανταστική κατασκευή ή η γενίκευση επιμέρους γεγονότων για την αθώωση των επιλογών του κεφαλαίου. Κατ' αυτόν τον τρόπο, «τα απάνθρωπα εγκλήματα» των μπολσεβίκων είναι αυτά που οδήγησαν τους αστούς, ουσιαστικά, σε μια «αμυντική αντίδραση». Οι αστοί, ο Χίτλερ, οι στρατοκράτες (ειδικά τώρα που εξέλιπε η ΕΣΣΔ) είναι στην ουσία αθώοι, αφού και η φασιστική ιδεολογία ήταν στην ουσία ιδεολογία υπεράσπισης της Γερμανίας και της αστικής της τάξης...

1. Εκδόσεις «Princeton University Press», που το Νοέμβρη του 2003 εκδόθηκε και στα ελληνικά με τον τίτλο «Μετά τον Πόλεμο - Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960», εκδόσεις «Αλεξάνδρεια».

2. Detlev Peukert, Volksgenossen und Gemeinschaftsfremde. Anpassung, Ausmerze und Aufbegehren unter dem Nationalsozialismus, Κολωνία 1982, σελ. 21-26 (Alltagsgeschichte - eine andere Perspektive).

3. Βλ. π.χ. «Ο πόλεμος του μικρού (απλού) ανδρός - μια πολεμική ιστορία από τα κάτω» (Wolfram Wette (Hrsg.), Der Krieg des kleinen Mannes. Eine Militδrgeschichte von unten, Μόναχο - Ζυρίχη, 1992).

4. Fritz Fischer, Griff nach der Weltmacht. Die Kriegspolitik des kaiserlichen Deutschlands 1914/1918, Dόsseldorf 1961.

5. Βλ. «Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος» στη γερμανική «ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια» Wikipedia στην ιστοσελίδα http://de.wikipedia.org/wiki, και στην επίσημη κρατική γερμανική ιστοσελίδα του «Γερμανικού Ιστορικού Μουσείου» (www.dhm.de).

6. Πρόεδρος του ιταλικού Λαϊκού Κόμματος (πρόγονος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος).

7. Βλ. άρθρο «Faschismus und Totalirismus - Konjunkturen einernJahrhundertdebatte» στο περιοδικό «ak-analyze+kritik» (Αμβούργο), τ. 477 (17.10.2003).

8. Βλ. άρθρο «Faschismus und Totalirismus - Konjunkturen einernJahrhundertdebatte» στο περιοδικό «ak-analyze+kritik» (Αμβούργο), τ. 477 (17.10.2003).

9. «Historikerstreit: Die Dokumentation der Kontroverse um die Einzigartigkeit der nationalsozialistischen Judenvernichtung», Μόναχο 1987, εκδ. Piper, σελ. 19.


Του
Νίκου ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΑΚΗ*
*Ο Νίκος Παπαγεωργάκης είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ