Καλό Ταξίδι!
Κυριακή 29 Μάη 2005

Είναι αλήθεια πως το 'φεραν έτσι τα «πράγματα», ώστε να μην τον γνωρίσω από πολύ κοντά. Ητανε ο καπετάνιος, βλέπεις. Θυμάμαι την πρώτη φορά που καθίσαμε στο ίδιο τραπέζι. Πριν από χρόνια, στο Βόλο. Ητανε παραμονές εκλογών και θα μιλούσε σε ανοιχτή συγκέντρωση, στην παραλία. Δίπλα του καθότανε ο Μίκης που έλεγε τις δικές του ιστορίες για τσικουδιές και γλέντια στην Κρήτη. Ο Χαρίλαος δε μιλούσε, κοίταζε δεξιά αριστερά, ρουφούσε πότε πότε το τσιμπούκι του και αραιά και πού έκανε κανένα σχόλιο σ' αυτά που λέγαμε όλοι εμείς που μπορεί να καθόμασταν δίπλα του, φαινότανε όμως πως βρισκόμασταν μακριά, εκεί που μας πήγαινε η βραδιά, οι ιστορίες για τις τσικουδιές, τα καλαμπούρια που λέγαμε και γελούσαμε. Ητανε βλέπεις η βραδιά τόσο ευχάριστη! Ερχότανε κι ένα φλύαρο αεράκι από τον Παγασητικό! Από το Πήλιο κατρακυλούσαν φώτα και ανοιξιάτικες μυρωδιές κάτι ανάμεσα σε θυμάρι και δυόσμο κι ο διπλανός μου, δε θυμάμαι ποιος ήτανε, ζητούσε επίμονα να μας τραγουδήσει μια μικρή κομπανία με τα μπουζούκια της τη «Συννεφιασμένη Κυριακή».

Εκείνος χανότανε μέσα στα σύννεφα του μυρωδάτου καπνού του, χαμογελούσε πότε πότε με όσα άκουγε και μας «διάβαζε» προσεκτικά. Ολους, έναν έναν. Κι όμως ήμουνα, σχεδόν βέβαιος, πως δεν ήτανε μαζί μας. Κάπου αλλού περπατούσε. Ητανε στα Αγραφα; Ητανε στην Πίνδο; Ητανε μόνος του με το «Μάλινχερ» στα χέρια; Αντάρτης; Αγωνιστής; Παράνομος; Μέσα στη φυλακή; Βουλευτής; Γραμματέας του ΚΚΕ; Ητανε ο θυμόσοφος λαϊκός ηγέτης που χαιρότανε να λέει τις αγαπημένες του παροιμίες; Κάτι μου έλεγε μέσα μου, και το πίστευα αυτό, πως ήτανε όλα αυτά μαζί. Και αντάρτης και βουλευτής. Και παράνομος και ελεύθερος. Ητανε Εκείνος, με άλλα λόγια, που κουβαλούσε μέσα του όλα όσα οικοδομούνε τον ανυπότακτο Ελληνα. Τον ανυπάκουο. Τον Ελληνα του βουνού και του κάμπου. Του αγώνα και της λευτεριάς. Τον Ελληνα της λαϊκής σοφίας και του τραγουδιού. Τον Ελληνα που οραματίζεται, γιατί δεν αντέχει το σήμερα που τον πνίγει, τον χαμηλώνει, τον εκμεταλλεύεται, τον ακυρώνει και θέλει ν' ανέβει, να φύγει, να σηκωθεί και να φωνάξει, ν' ανοίξει μια τρύπα στους ουρανούς κι από κει μέσα να φωνάξει «γιούχα» στους υποταγμένους, στους ψεύτες και τους υποκριτές. Γι' αυτό σας λέω πως μόλο που καθότανε δίπλα μας, ταξίδευε αλλού. Εψαχνε να βρει το βράχο, όπου είχανε καρφώσει το δικό του τον Προμηθέα. Το λαό το δικό του, που για το δίκιο του πάλευε, πετούσε από κορυφή σε κορυφή. Γινότανε αετός και αέρας, πολεμιστής και αφηγητής μιας άλλης πατρίδας, μιας άλλης ζωής. Γινότανε μεγάλος και δε χωρούσε πουθενά.

Ο,τι να πεις για τον Χαρίλαο δε φτάνει, γιατί δεν ήτανε Ενας, δεν ήτανε μονάχα Αυτός. Ητανε όλοι μαζί. Κι εμείς και οι άλλοι. Κι αυτοί που τον αγαπούσαν και τον πίστευαν και οι άλλοι που τον πολεμούσαν. Εμείς που τον καταλαβαίναμε και οι άλλοι που δεν μπορούσαν να τον νιώσουν. Ομως εκείνο το βράδυ στο Βόλο, δίπλα στη θάλασσα, σ' ένα τραπέζι γεμάτο χαρές και τραγούδια, εκείνος ο σύντροφος που δε θυμάμαι ποιος ήτανε, να ζητάει επίμονα να μας τραγουδήσουν οι φίλοι με τα μπουζούκια τους τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», λες και ήξερε πως έτσι θα ήτανε το Τέλος, μια Κυριακή. Συννεφιασμένη ή όχι δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως ήρθε το τέλος. Ο καπετάν Γιώτης, καβάλα στο άλογο πήρε το δρόμο του γυρισμού. Γιατί δεν είναι θάνατος αυτός. Οι Αντρειωμένοι δεν πεθαίνουν Ταξιδεύουν για να γνωρίσουν από κοντά τους ανθρώπους για τους οποίους μάχονται. Καλό ταξίδι Σύντροφε, και καλήν Αντάμωση!


Του
Γιώργου ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ