Εικαστικές ιστορίες ανθρώπινου μόχθου
Κυριακή 29 Μάη 2005

Πειραιάς, ακουαρέλα,1999
«Η ζωγραφική είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση που πολλές φορές όμως μπορεί να αρχίζει σαν ένα απλό απρογραμμάτιστο παιχνίδι. Κάπως έτσι μπήκα στην περιπέτεια των πλοίων και της θάλασσας», σημείωνε ο Πάρις Πρέκας, ο καλλιτέχνης «της φυγής και της αναζήτησης», που «έφυγε» από κοντά μας, απρόσμενα, το Νοέμβρη του 1999, στα 73 του χρόνια. Μια σπάνια σειρά έργων του μεγάλου μας δημιουργού, φιλοξενεί αυτές τις μέρες η αίθουσα «Fine Arts Καπόπουλος» (Λ. Ποσειδώνος 62, Αλιμος). Τίτλος της, «Οι γίγαντες της θάλασσας - τα τάνκερς του Πάρι Πρέκα». Πρόκειται για επιτόπιες ακουαρέλες, από τις οποίες γεννήθηκαν συνθέσεις μεγάλων έργων του. Εντυπωσιακά τα τάνκερς του σημαντικού μας δημιουργού «μοιάζουν σαν οροσειρές στο θαλασσινό ορίζοντα, σαν τεράστια γλυπτά που αιωρούνται στο κύμα».

Ο Π. Πρέκας είναι από τους λίγους εικαστικούς μας δημιουργούς που ασχολήθηκαν με την υδατογραφία. Υλικό που απαιτεί επίπονη εξάσκηση, ταχύτητα στην εκτέλεση και ακρίβεια. «Ενα κρεσέντο τεχνικής και συναισθημάτων», όπως σημειώνει στον καλαίσθητο κατάλογο που συνοδεύει την έκθεση, ο Χάρης Καμπουρίδης, «που κορυφώνεται, καθώς ο καλλιτέχνης επιδιώκει να συλλάβει τη στιγμή, να την προλάβει, να την αρπάξει απ' το εφήμερο και να την απαθανατίσει στη ζωγραφική επιφάνεια». Κατεξοχήν «ταξιδιωτικός» ζωγράφος, ο Π. Πρέκας ζωγράφισε πολλές ακουαρέλες, με θέματα τα τοπία απ' όλα τα μέρη της Ελλάδας. Ωστόσο, οι δημιουργίες στις οποίες συμπυκνώνεται η προσωπική του τεχνική και η καλλιτεχνική φιλοσοφία του, είναι εκείνες που έχουν ως θέμα τους τα τάνκερ.

«Τα τάνκερ δεν είναι πλοία χαράς», έλεγε ο Π. Πρέκας. «Οταν πρωταντίκρισα τα αραγμένα καράβια στην Ιτέα, κράτησα απλά σημειώσεις, δηλαδή έκανα μια σειρά ακουαρέλες. Επιτόπου. Κι ύστερα στο εργαστήρι μου, τα σχέδια κι οι μελέτες πάνω στο θέμα άρχισαν να με υποψιάζουν... Οι ακουαρέλες είναι η πρώτη μου ύλη, για να βγει το "κείμενο". Και στο "κείμενο" δεν επιτρέπεται καμία επιπολαιότητα. Ο δρόμος, σίγουρα, είναι μακρύς. Καμιά φορά, βέβαια, μπορεί ένα έργο να βγει σε μια μέρα. Δεν έχεις όμως απολαύσει τη δημιουργία του θέματος. Αλλά, ούτε το θέμα είναι που με ενδιαφέρει τόσο πολύ. Το ταξίδι είναι που με συγκινεί».

«Στους πίνακες αυτούς του Πρέκα», σημειώνει ο Χ. Καμπουρίδης «ο βασικός εικαστικός ρόλος του τάνκερ είναι σχεδόν αφαιρετικός, όχι περιγραφικός. Είναι το κεντρικό επεισόδιο της έντονης δραστηριότητας του ζωγράφου πάνω στον πίνακα: Των χρωματικών γραμμών που συμπυκνώνονται ή αραιώνονται, των διαλόγων του σκουρόχρωμου με το φωτεινό, του αναγνωρίσιμου με το υπαινικτικό κι αφαιρετικό... Ο Πρέκας είναι καλά προικισμένος και ασκημένος μάστορας, χαίρεται τη ζωγραφική τελετουργία, το θέμα είναι η αφορμή για τη δική του δυναμική σχέση με την τέχνη του. Ριψοκινδυνεύει, αναζητώντας τολμηρές φωτιστικές γειτνιάσεις, συλλαμβάνει και καταγράφει τονικότητες και κινήσεις μόλις ορατές στο μάτι, μετατρέποντάς τες σε κεντρικό θέμα πολλές φορές».

Οπως έγραφε το 1984 στο «Ρ» ο Νίκος Αλεξίου «ο Πρέκας με τα καράβια του μας λέει πως μπήκαμε σε κάποια άλλη εποχή, κάτι άλλαξε, κάτι πετύχαμε, κάτι χάσαμε. Είναι πολύ μακριά τα καράβια που έφτιαξε κάποτε η σκυριανή κεντητική. Τότε που στα ξάρτια φώλιαζαν τελώνια και στους φλόκους μουζικάντες και τα δελφίνια πηδούσαν έξω απ' τη θάλασσα για να κάνουν συντροφιά στους γεμιτζήδες. Ασπρα και κόκκινα πανιά, γύρω πουλιά και λουλούδια, το καράβι όνειρο, το πλεούμενο κάλεσμα και πρόκληση της αδέσμευτης φαντασίας. Τούτη την αίσθηση του γιγαντισμού στα καράβια, τη δύναμή τους, την επιβολή τους, προσπαθεί να απεικονίζει ο Πρέκας».

«Τα πλοία που ζωγράφιζα εγώ δεν έχουν επιβάτες - δεν είναι ποστάλια», σημείωνε ο Π. Πρέκας. Είναι πλοία σκληρά που μεταφέρουνε τον μόχθο και την αγωνία - είναι πλοία δουλιάς. Επιφυλάσσουν περιπέτειες - ναυάγια... Ξανάνοιξα το μπλοκ με τις ακουαρέλες, τις άπλωσα γύρω μου και άρχισα να μελετώ, σχεδιάζοντας καινούριες συνθέσεις, αξιοποιώντας τις λεπτομέρειες που είχα ζωγραφίσει με την ελπίδα πως θα μπορούσα με σκληρές επιθετικές φόρμες - με σκούρα σκοτεινά λάδια και φωτεινά μίνια, επάνω σε μεγάλους μουσαμάδες, να μετουσιώσω αυτές τις εικόνες, σε ιστορίες ανθρώπινου μόχθου».


Η. ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ