ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ
Η βιομηχανία του κέρδους...
Κυριακή 5 Ιούνη 2005

Sportidea

Γιουβέντους. Μία από τις κλασικές περιπτώσεις ομάδας - κερδοφόρας επιχείρισης.
Το ποδόσφαιρο ήταν και παραμένει - αναμφίβολα - το λαϊκότερο των αθλημάτων. Με τη (βασική) διαφορά, όμως, ότι από ένα σημείο και μετά (όπως και τα περισσότερα αθλήματα), με γεωμετρικά αυξανόμενη πρόοδο, μετατράπηκε από παιχνίδι και διασκέδαση των πολλών σε μια χρυσοφόρα επιχείρηση των λίγων. Πραγματικότητα που δεν άφησε αναλλοίωτη τη φυσιογνωμία, τις αρχές και τους στόχους του αθλήματος. Συνέβησαν (και συμβαίνουν πολλά).

Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι τα συμφέροντα που διακυβεύονται οδήγησαν στην επιβολή μοντέλων που στηρίχτηκαν στην αρχή «τα πάντα για το αποτέλεσμα». Ετσι η τέχνη και η έμπνευση πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Καθοριστική σημασία έχει πλέον η σκοπιμότητα, που θα οδηγήσει στη νίκη. Δεν είναι απορριπτέο να θυσιαστεί το θέαμα για να έρθει το αποτέλεσμα. Στόχος δεν είναι η άθληση και η χαρά του παιχνιδιού, αλλά η επιτυχία και το κέρδος.

Συνέπεια της εμπορευματοποίησης

Αυτά και άλλα πολλά δεν τα βιώνουμε γιατί κάποιοι «τρελοί» άλλαξαν ξαφνικά άποψη για το πώς πρέπει να είναι το ποδόσφαιρο. Είναι οι συνέπειες της εμπορευματοποίησης του αθλήματος. Της ένταξής του στη λογική του καπιταλιστικού συστήματος και άρα της μετατροπής του σε προϊόν. Από τη στιγμή που το ποδόσφαιρο - και ό,τι το απαρτίζει - έγινε προϊόν, κυριάρχησαν οι κανόνες της αγοράς. Δηλαδή η θεοποίηση του κέρδους. Μέσα λοιπόν από την ταυτοποίηση επιτυχίας - εσόδων, «μοιραία», επιβλήθηκε η σκοπιμότητα. Γιατί μόνον έτσι η επιχείρηση αυξάνει τα κέρδη της.

Κατανοώντας αυτό το δεδομένο, εύκολα μπορεί κάποιος να αντιληφθεί μια σειρά αποφάσεων και κινήσεων. Γιατί η τάδε ή δείνα ομάδα - επιχείρηση αποφασίζει να πραγματοποιήσει περιοδεία στην Κίνα (τεράστια και ανεκμετάλλευτη αγορά) και όχι στη Βουλγαρία, γιατί παίρνει Γιαπωνέζο και όχι Κογκολέζο παίχτη, γιατί βγάζει πιστωτική κάρτα, δημιουργεί κανάλι, πουλάει το όνομα του γηπέδου κλπ. Μάλιστα έχει γίνει τόσο... συνηθισμένη αυτή η φιλοσοφία, που δεν κρατούνται ούτε τα προσχήματα. Χαρακτηριστικό - όχι πάντως μοναδικό - παράδειγμα, των αντιθέσεων που δημιουργούνται και της απώλειας κάθε μέτρου, είναι το πρόσφατο παράδειγμα που αφορά την εθνική Γερμανίας. Η ένωση επαγγελματιών ποδοσφαιριστών (VDV) ζήτησε οι διεθνείς να έχουν το δικαίωμα να φοράνε παπούτσια της επιλογής τους (δηλαδή της εταιρίας με την οποία έχουν σύμβαση).

Ο εκλέκτορας της ομάδας, Γιούγκερ Κλίνσμαν, σε συνέντευξη στη «Sport Bild», ξεκαθάρισε: «Αν κάποιος παίκτης θέλει να διεκδικήσει νομικά το δικαίωμα να φορά τα δικά του παπούτσια ας το κάνει. Πάντως, να κάνει μήνυση για να παίξει στην εθνική, δεν μπορεί! Αν δεν αποδέχεται τους όρους μας, δε θα βρίσκεται μαζί μας και θα δει τους αγώνες από την τηλεόραση». Δηλαδή βασικό κριτήριο της επιλογής δεν είναι πλέον η αξία, αλλά η αποδοχή του χορηγού...

Και μπορεί οι φίλαθλοι να αντιμετωπίζουν με αρκετή δόση συναισθήματος την ομάδα, δεν την κοστολογούν, τη συνδέουν με ιδανικά, βιώματα κλπ, οι αρμόδιοι όμως τη βλέπουν μόνο ή κυρίως ως επιχείρηση. Σημαντικό προσόν τους δεν είναι η αγάπη στο σύλλογο ή η γνώση του ποδοσφαίρου, αλλά η τεχνοκρατική κατάρτιση. Γι' αυτό η μεγιστοποίηση του κέρδους αποτελεί το υπέρτατο κριτήριό τους. Χαρακτηριστική είναι η παραδοχή του Αντι Ανσον, εμπορικού διευθυντή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ: «Δεν είμαστε απλά μια ποδοσφαιρική ομάδα, είμαστε ένα διεθνές εμπορικό σήμα και η οικοδόμηση αυτού του σήματος είναι πολύ σημαντική»... Και η κυνική απάντηση, στις κατηγορίες - διαπιστώσεις πολλών, ότι η ομάδα έχει μετατραπεί σε μια μηχανή μάρκετινγκ και κερδών: «Είμαστε ένοχοι. Δεν έχουμε κανένα υψηλό ιδανικό σε αυτά που πάμε να πετύχουμε. Ομως, για να ανταγωνιστούμε σε διεθνή βάση δεν μπορούμε να είμαστε καθισμένοι σε μια καρέκλα»...

Και μπορεί να «σκοτώνουν» το ποδόσφαιρο, αλλά τον πραγματικό τους σκοπό τον επιτυγχάνουν. Η γερμανική εταιρία «Sport+Markt AG», έκανε έρευνα, για την περίοδο 2004-2005, ώστε να διαπιστώσει τα έσοδα από τις συνεργασίες ομάδων με χορηγούς. Την πρωτιά κατέχει η Γιουβέντους. Βασικοί της χορηγοί η εταιρία πετρελαιοειδών «Tamoil Group» που καταβάλλει περίπου 22 εκατ. ευρώ ετησίως, και το τηλεοπτικό δίκτυο «Sky Sport» που πληρώνει περίπου 13 εκατομμύρια ευρώ... Την ακολουθούν η Μπάγερν Μονάχου (17 εκατ. ευρώ μόνο από την «Telekom»), η Ρεάλ Μαδρίτης (14 εκατ. ευρώ μόνο από τη «Siemens») και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (με περίπου 13 εκατ. ευρώ ετησίως, μόνο από τη «Vodafone»). Η Τσέλσι - του περιβόητου Αμπράμοβιτς - θα πάρει μόνο από την «Samsung» περίπου 74 εκατομμύρια ευρώ, για τα επόμενα πέντε χρόνια. Ενώ η Αρσεναλ πρόσφατα υπέγραψε συνεργασία με την αεροπορική εταιρία «Emirates Airlines», η οποία θα ισχύσει από του χρόνου και για τα επόμενα 15 χρόνια και θα αποφέρει στην αγγλική εταιρία, έσοδα ύψους 150 εκατ. ευρώ...

Παίκτες- αθλητές ή παίκτες - σταρ;

Βέβαια, η κερδοφόρα μηχανή, για να αποδώσει, έχει ανάγκη από ένα ακόμα γρανάζι. Τους παίχτες - σταρ. Που όμως, όσο περνάει ο καιρός, επικρατεί το δεύτερο συνθετικό, σε βάρος του πρώτου. Είναι αυτοί που απασχολούν καθημερινά τα φώτα της δημοσιότητας. Μετατρέπονται - δικαίως ή αδίκως - σε ινδάλματα, αρχικά για τα επιτεύγματά τους εντός παιδιάς. Στη συνέχεια όμως αποτελούν την εμπροσθοφυλακή του συστήματος, έξω από τα γήπεδα. Κάθε κίνησή τους είναι επιταγή του χορηγού και αποτελεί προσχεδιασμένη επιλογή. Το ντύσιμο, το κούρεμα, τα γυαλιά, η ξυριστική μηχανή κλπ αρκετές φορές και η ομάδα στην οποία θα μετεγγραφούν... Εναντι φυσικά υψηλότατων ανταλλαγμάτων.

Σύμφωνα με έρευνα του «France Football» ο Ντέιβιντ Μπέκαμ, έχει ετήσιες αποδοχές 25 εκατομμυρίων ευρώ! Τον ακολουθούν οι συμπαίκτες του, στη Ρεάλ, Ρονάλντο (19,6 εκατομμύρια) και Ζιντάν (13 εκατομμύρια). Κάθε ένα από τα τρία «αστέρια» του ισπανικού συλλόγου αμείβεται με 6,4 εκατομμύρια ευρώ, ενώ εισπράττει άλλα 200.000 ευρώ ετησίως σε πριμ. Ο Μπέκαμ έχει λαμβάνειν άλλα 18,4 εκατομμύρια ευρώ από διαφημιστικά συμβόλαια, ενώ οι εμπορικές συμφωνίες τους αποφέρουν άλλα 13 εκατομμύρια στο Βραζιλιάνο στράικερ και επιπλέον 6,4 εκατομμύρια στο Γάλλο μέσο...

Μόνο στην Αγγλία, σύμφωνα με έρευνα (για τους πλουσιότερους ποδοσφαιριστές, ηλικίας έως 30 ετών...) της βρετανικής εφημερίδας «Sunday Times», δαπανώνται 234.000.000 λίρες!!.. Τις πρώτες θέσεις καταλαμβάνουν ο Φάουλερ (Μαντσ. Σίτι) με 28.000.000, ο Κάμπελ (Αρσεναλ) 25.000.000, ο Φέρντιναντ (Μαντσ. Γιουν.) 20.000.000, ο Ανρί (Αρσεναλ) 18.000.000, ο Φαν Νίστελροϊ (Μαντσ. Γιουν) 16.000.000, ο Βιεϊρά (Αρσεναλ) 12.000.000, ο Χέσκι (Μπέρμπιγχαμ) 11.000.000, ο Κλάιφερτ (Νιούκαστλ) 10.000.000 κλπ... Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στη σχετική λίστα, οι 14 από τους ακριβοπληρωμένους ανήκουν στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, την Τσέλσι και την Αρσεναλ, δηλαδή τις οικονομικά ισχυρότερες ομάδες - εταιρίες της Αγγλίας.

Κερδοφόρα επιχείρηση το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο για τους επιχειρηματίες. Είναι και για τους υποτιθέμενους, ταγούς του. Δηλαδή τις υπερκείμενες αθλητικές αρχές. Αλλωστε αυτές είναι που καθορίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού. Με άλλα λόγια λαμβάνουν τις αποφάσεις, οι οποίες θωρακίζουν νομικά και κανονιστικά, το σύστημα. Πρόσφατα η FIFA ανακοίνωσε ότι τα κέρδη της ανήλθαν στα 158 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα (740 εκατ. ελβετικά φράγκα ήταν τα έσοδα και 582 εκατ. τα έξοδα). Αύξηση της τάξης του 12%... Και δε σταματούν εδώ. Οπως δήλωσε ο πρόεδρός της, Ζεπ Μπλάτερ: «Στοχεύουμε ως το τέλος του 2006 να έχουμε κέρδη που θα κυμαίνονται από τα 350 έως τα 450 εκατ. ελβετικά φράγκα. Με αυτά τα χρήματα, σε συνδυασμό με τα κέρδη από το μάρκετινγκ, θα ενισχύουν τα οικονομικά θεμέλια της FIFA»...

Από κοντά και η UEFA...

Στην ίδια λογική και η UEFA. Ο Λαρς Κρίστερ Ολσον, γενικός γραμματέας της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας, είχε δηλώσει λίγο πριν την έναρξη του EURO: «Κινούμαστε σε υψηλό επίπεδο και αυτό είναι ορατό από τα εμπορικά αποτελέσματα. Για πρώτη φορά σε EURO, η UEFA έχει άμεση επαφή με τους υποστηρικτές, ενώ το εμπορικό πρόγραμμα ξεπέρασε τα όρια προγραμματισμού του. Αυτό σημαίνει ότι δημιουργούνται περισσότερα έσοδα που διανέμονται σε όλο το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο με μακροπρόθεσμη επίδραση. H πολιτική της ΟΥΕΦΑ είναι, αρχικά, να παραχθούν τα χρήματα και στη συνέχεια να διανεμηθούν για δραστηριότητες»...


Γιώργος ΚΑΝΤΖΙΛΙΕΡΗΣ