Η πολιτική περιορισμού των αυξήσεων στους μισθούς είναι αδιαπραγμάτευτη για την Κομισιόν και την κυβέρνηση
Τελευταία παρέμβαση τέτοιου είδους, ήταν η «έκθεση» της Κομισιόν σχετικά με την ένταξη της χώρας στο τελικό στάδιο της ΟΝΕ. Στην έκθεση αυτή δίνεται έμφαση στη βασική σημασία «μισθών και εργατικού κόστους». Εχει σημασία, τόσο για την πολιτική που άσκησε η κυβέρνηση όσο και αυτή που ασκεί και θα ασκήσει, ότι η Κομισιόν κρίνει πως η ελληνική οικονομία στηρίχτηκε στην «αυστηρή δημοσιονομική πολιτική και συγκρατημένες μισθολογικές αυξήσεις».
Σχετικά με αυτό, η οδηγία της Κομισιόν ήταν σαφής: Οι επιδόσεις της οικονομίας μπορούν να προστατευτούν αν «η δημοσιονομική πολιτική παραμείνει αυστηρή και συνεχιστούν οι συγκρατημένες μισθολογικές αυξήσεις». Μέσα από την ΕΓΣΣΕ γίνεται πράξη αυτή η κατεύθυνση, αποδεικνύοντας του λόγου το αληθές για την κυβερνητική παρέμβαση, το στόχο της, αλλά και το ρόλο της φιλοκυβερνητικής και ευρωυποταχτικής πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ.
Η Κομισιόν κρίνει στην ίδια έκθεση ότι η προηγούμενη διετής ΕΓΣΣΕ που υπογράφτηκε το 1998 ήταν ένα «σημαντικό βήμα» προς την καθιέρωση συγκρατημένων μισθολογικών αυξήσεων. Αξία έχει, σχετικά με τις αυξήσεις που προβλέπει η νέα σύμβαση και το πόσο θα ωφεληθούν οι εργαζόμενοι από αυτές, η πρόβλεψη της Κομισιόν ότι η μείωση των επιτοκίων «θα περιορίσει το εισόδημα των νοικοκυριών κατά 3% του ΑΕΠ».
Παράλληλα, ήταν σαφής η αναφορά ότι «μια κατάλληλη διετής συλλογική σύμβαση» θα συνέβαλε «στη συγκράτηση του κόστους εργασίας», κάτι για το οποίο δεσμεύτηκε η κυβέρνηση.