Κίτσος Μακρής (1)
Κυριακή 3 Ιούλη 2005

Για να μιλήσεις για την προσωπικότητα ενός ανθρώπου, πρέπει να ξεκινήσεις από την Αρχή του. Οπως συμβαίνει με ένα βιβλίο, με ένα σημαντικό βιβλίο. Αρχίζεις από την πρώτη σελίδα του και προχωράς. Και όσο προχωράς, τόσο πιο ολοκληρωμένα προσλαμβάνεις τα νοήματά του, κατανοείς τις προθέσεις του συγγραφέα. Χαίρεσαι το περιεχόμενό του. Και στο τέλος λυπάσαι. Λυπάσαι, γιατί τελείωσες. Πολλές φορές σε κυριαρχεί μια περίεργη διάθεση και θέλεις να προεκτείνεις το περιεχόμενο του βιβλίου, να ανιχνεύσεις και άλλα «ενδεχόμενα» στην έμπνευση του συγγραφέα. Να φανταστείς πώς θα ήτανε, αν αυτό το βιβλίο δεν τελείωνε ποτέ και ζούσες για πάντα μέσα στη γοητεία της αφήγησής του.

Ο Κίτσος Μακρής ήτανε ένα σημαντικό βιβλίο για μένα μόνο που δεν είχα την τύχη να το διαβάσω από την αρχή, από την πρώτη του σελίδα. Και έτσι, όπως συμβαίνει με όλα τα σημαντικά «βιβλία», τελείωσε κι αυτός και γω έμεινα με μια σειρά απορίες, που θα μείνουν έτσι, αναπάντητες. Απορίες τρυφερές, μα πάνω από όλα ανθρώπινες. Τελείωσε, λοιπόν, ο Κίτσος και έφυγε. Και μείναμε εμείς όλοι οι άλλοι να τον θυμόμαστε, πότε συχνά και πότε αραιά και πού. Να θυμόμαστε τα αστεία που μας έλεγε, τους μορφασμούς που συνήθιζε να κάνει στα μικρά παιδιά κι αυτά να γελούνε, και πότε πότε να φοβούνται. Nα γελούμε και μεις μαζί μ' αυτά και να γινόμαστε έτσι όλοι, και ο Κίτσος πρώτος από όλους, παιδιά. Και η κόρη μας η μικρή, η Ελένη, που την έπαιρνε στην πλάτη του και ανεβοκατέβαινε στα καλντερίμια του Αϊ Λαυρέντη να φωνάζει «Σταμάτα Κίστο, κι άσε τα χαζά»! Κι αυτό ήτανε πρώτα απ' όλα ο Κίτσος Μακρής, ένα αδιόρθωτο μεγάλο Παιδί. Ενα «παιδί» που όσα αστεία κι αν έλεγε, όσους μορφασμούς κι αν έκανε, δεν έχανε ποτέ τη σοβαρότητά του. Μια σοβαρότητα που πήγαζε μέσα από τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε τον κόσμο γύρω του, αποφάσιζε να τον μελετήσει και για να το πραγματώσει αυτό πήγαινε στις ρίζες του. Πήγαινε στο Λαό, με άλλα λόγια, και μελετούσε τα πολιτισμικά «κατορθώματά» του. Κι όσο πήγαινε βαθιά η μελέτη του αυτή τόσο γινότανε πιο σοβαρός κι άλλο τόσο έμενε «παιδί».

Πότε ακριβώς γνώρισα τον Κίτσο Μακρή δεν το θυμάμαι. Ητανε, πριν από σαράντα χρόνια γι' αυτό εξάλλου και δε θυμάμαι τις λεπτομέρειες αυτής της πρώτης μας γνωριμίας. Θυμάμαι, ωστόσο, τη χειραψία μας που ήτανε μια περίεργη «μετάγγιση» δύναμης και το χαμόγελό του, που ήτανε ένα περίεργο φως από έναν κόσμο γεμάτο παιχνίδια, χρώματα και πρωτόγονες, παιδικές ζωγραφιές, σαν τα κυπαρίσσια από το αρχονταρίκι του μοναστηριού στον Αγιο Λαυρέντιο, ή τα γελαστά πρόσωπα του Ροβέρτου και της Ιουλίας του Θεόφιλου. Κι αυτή η σχέση δεν ήτανε τυχαία. Ο Κίτσος Μακρής ήτανε ένα μείγμα όλων αυτών. Εκεί πρέπει να καταφύγεις, για να μιλήσεις για την προσωπικότητά του, και κει πρέπει να ψάξεις για να βρεις τις λέξεις και να την περιγράψεις. Στις αγιογραφίες της Αγίας Μαρίνας του Κισσού, στις ηρωικές προσωπογραφίες του Θεόφιλου, τις τοιχογραφίες του Ζουπανιώτη. Στις σοφές αφέλειες της λαϊκής τέχνης, όπου αντανακλάται ο πόνος και η χαρά μαζί ενός λαού που έχει την αξεπέραστη μαστοριά να μεταγλωττίζει την περιπέτεια της ζωής σε ζωγραφιά, μεταβαίνοντας από το ένα χρώμα στο άλλο με απροσδόκητη ευελιξία, για να συντάξει στο τέλος, με σπάνιο αφηγηματικό τρόπο, το χρονικό αυτής της περιπέτειας.

Και έτσι σιγά τον πλησίαζα και τον διάβαζα μετά την εποχή της πρώτης μας γνωριμίας τον αλησμόνητο λαογράφο, που δεν «έγραφε» μόνο για το «λαό», σαν ένας σχολαστικός ερευνητής, με σκοπό να αποκαλύψει στους απληροφόρητους αναγνώστες τα «μυστικά» της λαϊκής τέχνης.

(Συνεχίζεται)


Του
Γιώργου ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ